Τρομπέτες, κλαρίνα και νταούλια: Οι γλυκές μελωδίες του Πάικου




Μπρούσκο κρασί και χάλκινα. Θρησκευτική κατάνυξη και λαϊκές τελετουργίες. Στους πρόποδες του μακεδονίτικου βουνού, η φύση οδηγεί τα βήματα. Σε αρχαίες θέσεις και βλαχόφωνα χωριά, σε λίμνες και οργιώδη φαράγγια, ώσπου όλα ημερεύουν· ξεπλένονται στον πλατύρροο Αξιό.

Βήματα αργά, πρόσωπα σκυμμένα, ήχοι «χάλκινοι», πένθιμοι, ταιριαστοί με την κατανυκτική τελετουργία. Τρομπέτες, κλαρίνα και νταούλια δίνουν το πρόσταγμα, αντιλαλούν στη σκιά του Πάικου έναν αξέχαστο θρηνητικό ρυθμό. Στα σοκάκια της Γουμένισσας, ένα με το ανθρώπινο ποτάμι, ακολουθείς την πομπή. Η ανθοστόλιστη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας σε οδηγεί – το ιερό σύμβολο του 14ου αι. πάντοτε συγκέντρωνε γύρω του τον πυρήνα της ιστορικής κωμόπολης.
«Φανερώθηκε», λένε, όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρεις φορές ώσπου να διασφαλίσει τη σημερινή της θέση. Από τα ενδότερα της ομώνυμης Ιεράς Μονής συσπείρωσε τους διάσπαρτους έως τότε αγροτικούς οικισμούς και μετουσίωσε το μοναστήρι σε μέγα πνευματικό κέντρο.

Δεν είναι τυχαίο που ξεκινάς από εδώ· γαντζωμένος στους πρόποδες του βουνού, με θέα στην καρποφορούσα κοιλάδα της αρχαίας Παιονίας. Η γονιμότητα, η αμπελουργία, το ηχόχρωμα της λαϊκής τους παράδοσης, η θρησκευτική πίστη· αυτά σε έφεραν στη Γουμένισσα. Την αρχόντισσα, το αλλοτινό εμπορικό κέντρο, την ιστορική έδρα του Δήμου Παιονίας, τη διασημότερη γειτονιά του Δυτικού Κιλκίς. Πέρα από τη Μονή της Παναγίας (μετόχι της Μονής Ιβήρων του Αγίου Oρους κατά τα βυζαντινά χρόνια), τα νεότερα μοναστήρια του Οσίου Νικοδήμου και του Αγίου Ραφαήλ ενισχύουν τη δύναμη της πίστης, συνιστούν σημαντικά προσκυνήματα.

Πώς να μην πιστέψεις στα Θεία εδώ πάνω; Καβάλα σε δασωμένες πλαγιές, πλάι σε ρέματα και ποτάμια που τρέχουν χωρίς σταματημό; Μόνο τέσσερα κυκλώνουν τη Γουμένισσα. Κάποτε έδιναν ζωή σε νεροτριβές, νερόμυλους, χύνονταν όλα μαζί στο ομηρικό «κάλλιστον ύδωρ», τον Αξιό.

Στα πόδια σου ρέει ορμητικός. Ψηλά στα σύννεφα, χιονισμένα υψίπεδα και «μεγάλα λιβάδια», ανταγωνίζονται σε ομορφιά τις επιβλητικές κορφές της Τζένας, φτιάχνουν τον δικό τους ζωγραφικό πίνακα, κατάλευκο, στολισμένο με αλπικές λίμνες. Και τα νερά κατρακυλούν, τα ακούς να τρέχουν σε ολόδροσες κρήνες, σε φαράγγια, να σχηματίζουν μικρούς και μεγάλους καταρράκτες, τεχνητές και γαλάζιες λίμνες δίπλα σε ηρωικές θέσεις μάχης, στην καρδιά του βουνού. Τα ορεινά χωριά επωφελούνται απ’ τον υδάτινο πλούτο, «βλασταίνουν», πνίγονται στα καστανοδάση. Στα πεδινά, η γη αποφέρει τους δικούς της καρπούς.

Το κλάδεμα άρχισε πάλι, ο μούστος ωριμάζει στα κελάρια, η ιστορία της αμπελουργίας συνεχίζεται. Στα παλιά καπνοχώρια, οι αγρότες στρέφονται σε νέες καλλιέργειες, φροντίζουν τις συκιές, τις κερασιές, μοχθεί ο καθένας στο δικό του μποστάνι. Κι όλα κάνουν κύκλο. Και συ ακόμα, που έφτασες χωρίς να το καταλάβεις στην κρήνη της κεντρικής τους πλατείας της Γουμένισσας- την παρακαταθήκη των Γάλλων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπνωτισμένος από τα εμβατήρια της κατανυκτικής λιτανείας υποκλίνεσαι στη δεξιοτεχνία της 8μελούς μπάντας -οι μισοί τους παιδιά, τα όργανά τους τα ξεπερνούν σε μπόι! Μα έτσι συνηθίζεται εδώ. Οι πολυμελείς οικογένειες των Ρομά καταπιάνονται από τα γεννοφάσκια τους με τη μουσική. «Πού να δείτε τη μεγάλη πομπή του Πάσχα!» προλαβαίνουν… Μέχρι τον Αγιο Ραφαήλ, στις παρυφές της Γρίβας φτάνουν, μα δεν θα ‘σαι εκεί.
Η ακολουθία σταματά. Ο ηγούμενος αποδίδει στην Εικόνα ακόμα ένα παράδοξο: ποτέ δεν βρέχει κατά τη διάρκεια της περιφοράς. Ο,τι επαναλαμβάνεται παύει να είναι σύμπτωση. Ενδόμυχα παρακαλείς την Παναγιά για ακόμη ένα θαύμα…

Δρόμοι από μετάξι & κρασί

Δύο κατ’ εξοχήν καλλιέργειες όριζαν πάντα τη Γουμένισσα. Σηροτροφία και αμπελουργία. Κρασί, τσίπουρο και η εκτροφή μεταξοσκωλήκων. Το μαρτυρούν τα αρχοντικά· οι διώροφες, μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής κατοικίες με τα περίτεχνα χαγιάτια. Ολα ήταν υπολογισμένα στην εντέλεια. Στο υπόγειο παρασκεύαζαν κρασί, στο μεσοπάτωμα ζούσε η οικογένεια, στον επάνω όροφο άπλωναν τον «σπόρο» του μεταξοσκώληκα.
Τέλη Μαΐου τα κουκούλια ήταν έτοιμα προς πώληση στα 3 αναπηνιστήρια μετάξης της περιοχής (εξ ου και το κουφάρι της μεταξοϋφαντουργίας «Χρυσαλίς» στην είσοδό του οικισμού). Εν συνεχεία ξεκινούσε ο κύκλος της αμπέλου. Ανάσα δεν έπαιρναν, πραγματικά! Μα είχαν δύο εισοδήματα. «Οι μεγάλες οικογένειες του παρελθόντος -100 χρόνια πριν- είχαν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές στο Παρίσι», εξηγεί ο Χρήστος Αϊδαρίνης, ένας από τους 5 οινοπαραγωγούς του κόκκινου, μπρούσκου κρασιού ΠΟΠ Γουμένισσα.

Στις «μικρές» οικογένειες ανήκει ο ίδιος, μα θυμάται τους παππούδες του, 3-4 γενιές πίσω, να ασχολούνται με την οινοπαραγωγή. «Είχαμε υπολογίσει πως τα 1.000 σπίτια της Γουμένισσας είχαν τουλάχιστον από ένα πατητήρι για να μπορούν να επεξεργάζονται τα σταφύλια των 11.000 στρ. του τότε αμπελώνα», προσθέτει.
Η καλλιέργεια διεκόπη ξαφνικά την περίοδο ’18-’19, όταν χτυπήθηκε απ’ την ασθένεια της φυλλοξήρας. Απ’ το ’70 και μετά (και με πρωτοβουλία του Γιάννη Μπουτάρη) 4.000 στρ. ξαναπήραν ζωή. Τα πατητήρια, όμως, έσβησαν. Γκρεμίστηκαν. Ολα εκτός από ένα.

Στο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειας Αϊδαρίνη ξετρυπώνεις το μοναδικό διασωθέν. «Μικρό» το ονομάζει, μα σε σένα φαντάζει τεράστιο. Με χωρητικότητα 15 τόνους, φτιαγμένο από ξύλο καστανιάς -«υπογεγραμμένο» απ’ τους βαρελάδες της Γρίβας εν έτει 1852-, «έφτιαχνε» το περίφημο φρουτώδες και αρωματικό κρασί έως το 1986. «Δεν έχει ίχνος μεταλλικού αντικειμένου πάνω του, όλα τα σημεία του είναι ενωμένα με σφήνες». Σου τα δείχνει. Μοιράζεται μαζί σου εικόνες και βιώματα απ’ το δωματιάκι του πατητηριού, απ’ το μούλιασμα των ξύλων, το πλύσιμο, το «φόρτωμα» με τα καδιά. Δεκαπέντε ημέρες κρατούσε η διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης, έτσι μαθαίνεις, ένας πατούσε τα σταφύλια -στην αρχή μέχρι και 3 φορές τη μέρα-, να αναμειχθεί το «καπέλο» (τα κοτσάνια και τα στέμφυλα) με την αλκοόλη, να ξεπλυθούν τα χαρακτηριστικά που υπάρχουν στη φλούδα, να δώσουν το χρώμα, τη γεύση, το άρωμα… Ευτυχώς να λες που αυτή τους η παράδοση αναβίωσε. Η σηροτροφία έσβησε στα 1985, η «βιομηχανία» των 17 κάποτε νερόμυλων, 2 χρόνια αργότερα.

Ο Γρηγόρης Γιαμπατζής διατηρεί επισκέψιμο τον τελευταίο, 1 χλμ. βόρεια του οικισμού. Ο τελευταίος που «άντεξε» ήταν και ο μεγαλύτερος. Ολοι οι άλλοι έχουν πέσει. «Τον δουλεύαμε γι’ αυτό τον κρατήσαμε», σου λέει. Πριν από 4 χρόνια τον αναπαλαίωσε. Τον φρόντισε με μεγάλη προσοχή – ήξερε, άλλωστε, το κάθε του χούι. Δίπλα στον πατέρα του -στον παππού του παλιότερα- άλεθαν σουσάμι, πλιγούρι και άλευρα – και καθώς έφθινε η λειτουργία τους, αποκλειστικά γιαρμάδες για τα ζώα. Στα 1780, παρέα με τους άλλους 16 (13 καταγεγραμμένους και 4 τα «ίχνη» των οποίων χάθηκαν στην τουρκοκρατία), εξυπηρετούσε τα καραβάνια των αγροτών απ’ τα Γιαννιτσά, την Αξιούπολη, «μετά το ’50, ο κόσμος ερχόταν με τα κάρα από τη Χαλκιδική για να αλέσει το σουσάμι…». Πού λόγος για ελαιόλαδο σ’ ετούτη την περιοχή. Σησαμέλαιο και άγιος ο θεός. Να και οι πρέσες που έκαναν το λάδι.

Ακολουθείς το μονοπάτι που τους ένωνε, παράλληλα κινείσαι με το ρέμα του Πάικου, ένα απ’ όλα – το συγκεκριμένο καταλήγει στα «Δυο Ποτάμια», τον χώρο αναψυχής. Η πανέμορφη διαδρομή διακλαδίζεται μες στα κτήματα, με θέα στον κάμπο του Πολυκάστρου, πάνω σε κατεστραμμένα καλντερίμια που συνδέουν τα χαλάσματα. Δέντρα ατίθασα σφίγγουν στις ρίζες τους παλιές μυλόπετρες, δένουν στον «ιστό» τους τα ερείπια της στιβαρής λιθοδομής. Σαν να έκαναν από χρόνια «δικούς τους» τους μύλους· έτσι μοιάζει… Κάπου παρακάτω, ο μύλος Κλιάφα, το κόσμημα όλων, με την ανέγγιχτη φτερωτή από καστανιά, περήφανος, λουλουδιασμένος αντιστέκεται πεισματικά στον χρόνο. Καταγής, ο Γρηγόρης υποδεικνύει τα κομμάτια της γεννήτριας που τοποθέτησαν, λέει, στον πόλεμο οι Γερμανοί. «Εδιναν ρεύμα στις άκρες της Γουμένισσας, να βλέπουν τους αντάρτες…». Πόσο πρόσφατα χάθηκαν όλα; Πόσο εύκολα διέλυσαν. Τι κρίμα που δεν είναι προσιτό σε όλους αυτό το μονοπάτι.

Άξιες πόλεις

Στο Πολυκάστρο, την έδρα του δήμου, ένα άσημο οθωμανικό λουτρό απέναντι απ’ τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, αυτό θυμάσαι. Και τον συνοριακό σταθμό των Ευζώνων να φρουρεί τα σύνορα. Το διασυμμαχικό μνημείο στο 60ό χλμ. της νέας Εθνικής οδού, την παράκαμψη προς το Μικρόδασος και το άλσος του Αγίου Παντελεήμονα- ωραία στημένο, μα σίγουρα, εκτός εποχής. Τα τελευταία χρόνια το ποτάμι ρυπαίνεται από αστικά και βιομηχανικά λύματα που εισρέουν απ’ τα Σκόπια. Κι αν δεν αρκούν αυτά, σκέψου τι μπορεί να κατεβάζει το νερό τον χειμώνα…
Στον δρόμο για Αξιούπολη διασχίζεις ακόμα μία γέφυρα, περνάς απέναντι – πίσω ξανά στη δυτική όχθη. Η αγαπημένη του Αξιού πόλη των 3.000 κατοίκων συνιστά κομβικό σημείο για τη μετέπειτα πορεία σου. Από δω οι καταρράκτες του Σκρα, από δω το φαράγγι του Κοτζά Ντερέ, η τεχνητή Λίμνη Μεταλλείου, η Ευρωπός, η Γουμένισσα… Οπου κι αν πας από εδώ θα περάσεις.

Μην αμελήσεις να επισκεφτείς το καλοστημένο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και τον νεότευκτο, «διαφορετικό» ενοριακό ναό Αξιον Εστί. Πρωτότυπο τον λες τουλάχιστον. Αξιοπρόσεκτο, μοντέρνο, ζωγραφισμένο με φαντασία. Αναχρονισμοί, προσωποποιήσεις και έντονα χρώματα αλλάζουν τα όσα ήξερες έως τώρα για την αγιογράφηση (την ανάγουν σε μοντέρνα τέχνη). Ο δραστήριος και ιδιαίτερα συμπαθής πάτερ Ιγνάτιος Καλογεράκης (είναι και Κρητικός!) ξεναγεί τους επισκέπτες, διοργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα, φέρνει τον κόσμο πιο κοντά στην εκκλησία. Κι αν επιμένεις στην παλιά «τεχνική», σου ξεκλειδώνει και τον συνορεύοντα Αγιο Δημήτριο. Κειμήλιο αυτός, απ’ το 1700, με περίτεχνα ταβάνια που συμπληρώνουν ένα από τα τελειότερα εκκλησιαστικά σύνολα της Παιονίας.

Ο νους σου ταξιδεύει στα παλιά, στη Μακεδονία της αρχαιότητας, στον 3ου αι. κιβωτιόσχημο τάφο της Τούμπας, στον γειτονικό αρχαιολογικό χώρο της Ευρωπού. Η νεκροπόλη, που ανασκάφηκε 1 χλμ. νοτιοδυτικά της ομώνυμης πολιτείας, αποκαλύπτει σημάδια συνεχούς κατοίκησης από τον 2ο μέχρι τον 5ο μ.Χ. αι., ενώ παρουσιάζει ως κορυφαίο εύρημα τον κυκλαδίτικης τεχνοτροπίας, υπερμεγέθη (ύψους 1.80 μ.) Κούρο της Ευρωπού. Αν θες να ολοκληρώσεις τον κύκλο (ο δρόμος συνεχίζει μέχρι τη Γουμένισσα), πραγματοποιείς μια πανέμορφη διαδρομή μέσα απ’ το πλατανόρεμα έως το τρίπτυχο Πολύπετρο – Φιλυριά – Γερακώνας, την αμπελουργική ζώνη ΠΟΠ Γουμένισσας!

Επιστροφή στη γαλάζια λίμνη
Κάπου εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Πρώτον: γιατί για να βρεις τη «σωστή» διαδρομή για τη λίμνη Μεταλλείου σίγουρα θα αναγκαστείς να… λοξοδρομήσεις. Δεύτερον: γιατί αν συνεχίσεις για τους καταρράκτες του Σκρα και τη διάσημη Γαλάζια (ή Σμαραγδένια λίμνη) θα χρειαστεί να διασχίσεις τα 10 υπόλοιπα χιλιόμετρα σε χωμάτινο, δασικό δρόμο. Το θετικό, βέβαια, είναι πως και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει εναλλακτική λύση, αλλά το σημαντικότερο μειονέκτημά της είναι πως δεν διασχίζει το Κοτζά Ντερέ…
Ο λόγος για το Μεγάλο Ρέμα, το θαύμα του Πάικου, παράλληλα στο οποίο κινείται ο παλιός δρόμος που ένωνε το Σκρα με την Αξιούπολη. Από δω περνούσαν τα στρατεύματα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, διακρίνεις μισογκρεμισμένα γεφύρια χαμηλά στο ποτάμι, υπολείμματα γαλλικών νοσοκομείων και, φυσικά, γνωρίζεις εκ των έσω το πλούσιας βλάστησης μακεδονίτικο βουνό.

Μέσω του χωριού Πηγή φτάνεις στην τεχνητή λίμνη Μεταλλείου. Με μήκος 2 χλμ. και βάθος 35 μ. φτιάχτηκε μεν για αρδευτικούς σκοπούς, παρ’ όλα αυτά πολλοί την επισκέπτονται για αναψυχή ή ψάρεμα (μάλιστα ετοιμάζονται και παιδικές κατασκηνώσεις). Οσο για τα παλιά μεταλλεία που λειτουργούσαν γύρω της έως τον Β’ Παγκόσμιο, λέγεται πως «απασχόλησαν» για 2 χρόνια τον Γιώργο Zορμπά, τον άνθρωπο που ενέπνευσε τον μυθικό ήρωα του Ν. Kαζαντζάκη.

Τρυπώνεις ξωπίσω του, μες στα πλατάνια, τα σκλήθρα, τις οξιές. Κιόσκια και μονοπάτια οδηγούν σε θέσεις θέας, μπορείς να χαρείς τα φουσκωμένα νερά απ’ όλες τις μεριές. Αλλοι κάνουν πεζοπορία, άλλοι ποδήλατο, άλλοι δοκιμάζουν τις δυνατότητες της 4κίνησης. Ολοι, πάντως, καταλήγουν στην αγκαλιά του βουνού, μεταξύ των χωριών Κούπα και Σκρα, έκθαμβοι εμπρός στους φημισμένους καταρράκτες. Ξύλινα γεφύρια, πρασινογάλαζα νερά και το καλοκαίρι, βουτιές στη γαλάζια λίμνη! Το μόνο «μεμπτό» στοιχείο είναι τα σκαλιά της ανάβασης, τα οποία δυστυχώς δεν ενδείκνυνται για όλες τις ηλικίες…

Στο Ηρωικό Σκρα με την πλατεία με τα ταβερνάκια -4 χλμ. ανατολικά-, το Μουσείο της ιστορικής μάχης και το Ηρώο της «Ελληνικής Μεραρχίας Κρητών και Αρχιπελάγους» μαγνητίζουν το δικό τους κοινό. Μιλάμε, άλλωστε, για την πρώτη και καθοριστική νικηφόρα μάχη του Ελληνικού Στρατού έναντι των καλά οχυρωμένων Βουλγαρικών δυνάμεων που έλαβε χώρα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην κορυφή «Κούνια» του όρους Τζένα. Το ύψωμα Σκρα Ντι Λέγκεν χάρισε το νέο τοπωνύμιο στη βλαχόφωνη Λιούμνιτσα.

Μια ανάσα είσαι πάλι από τα σύνορα. Περνάς ξυστά από την επικράτεια της Πέλλας, πριν καταλήξεις στο ορεινότερο χωριό του δυτικού Κιλκίς. «Μεγάλα Λιβάδια». Το λέει και το όνομα: τα κάποτε «δίδυμα» χωριά εξαπλώνονται σε ένα γυμνό οροπέδιο του Πάικου στα 1.200 μ. υψόμετρο. Το αμιγώς κτηνοτροφικό βλαχοχώρι κάηκε συθέμελα δύο φορές. Μία από του Γερμανούς το ’44 και εν συνεχεία το ’47, στον Εμφύλιο. Το 1930, στα χρόνια της μεγάλης ακμής του, μετρούσε περί τους 6.000 κατοίκους. Μα όλοι έχασαν τα σπίτια τους, αναζήτησαν την τύχη τους στη γειτονική Πέλλα, στο Κιλκίς, τη Θεσσαλονίκη. Επέστρεφαν δειλά δειλά, έστηναν όπως όπως τα καλυβάκια τους και από το ’70 και μετά, οι περίπου 100 εναπομείναντες οικογένειες ξανάδωσαν ζωή στα πάτρια.

Μέσα Μαρτίου συναντήσαμε τον φύλακα του οικισμού και τον διαχειριστή του ενός και μοναδικού ξενώνα, Αρη Λιβανό. Μέσα Μαρτίου μετράς στα δάχτυλα αγρότες και τενίτες. Κατά τη διάρκεια του σκληρού ηπειρώτικου χειμώνα το χωριό πέφτει σε… χειμερία νάρκη. Στα «καλά» κρύα το θερμόμετρο δείχνει έως και -31º C! «Από το Πάσχα και μετά ξανάρχεται ο κόσμος», σε ενημερώνει ο Αρης, γέννημα-θρέμμα Μεγαλολιβαδιώτης. «Οι αγρότες (το χωριό φημίζεται για τις ορεινές του πατάτες) επιστρέφουν μετά τις 21 Μαΐου και κάθονται μέχρι τις 25 Οκτωβρίου. Το καλοκαίρι είμαστε 500 άτομα». Τρομερή αλλαγή. Μα εδώ και 5 χρόνια και τον χειμώνα φέρνουν κόσμο! Στα τέλη Φεβρουαρίου διοργανώνουν τη «Γιορτή Χιονιού»: φαΐ, τζάκι, λευκοντυμένες «φυσικές» πίστες και αποκέντρωση. Εδώ είναι η ζωή… Αλλιώς έρχεσαι παρέα με τους επισκέπτες του καλοκαιριού. Αν όχι για το φυσικό περιβάλλον, τότε για τα περιπατητικά μονοπάτια του Πάικου, για κωπηλασία στην τεχνητή λίμνη «Χαμάνια», για αραλίκι ή για ψάρεμα…

Αν συνεχίσεις στην ίδια πορεία, ο δρόμος σε βγάζει πίσω στη Γρίβα μέσω Καστανερής. 120 άτομα όλα κι όλα, στα 800 μ. υψόμετρο στις παρυφές του 4.500 στρ. καστανοδάσους. Ολοι ηλικιωμένοι, οχυρωμένοι σχεδόν γύρω από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Καλοδιατηρημένα σπίτια από ξύλο και πέτρα με θέα στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, αυτά βλέπεις. Και πιάνεις την κουβέντα… «Ωραίο το χωριό σας», τους λες. Το θαυμάζεις. Μα αυτοί το ζουν απ’ όλους πιο πολύ. «Ωραίο είναι, αλλά ορεινό!». Τι άλλο να πεις τώρα;

Κείμενο: Ηλέκτρα Φατούρου – www.ethnos.gr

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: