Το τέλος της αυταπάτης: Οι δήθεν απαραβίαστες “κόκκινες γραμμές” και οι «παρωπίδες»




Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχει πιο ανίατη ασθένεια από αυτή που επιλέγουμε υπό το πρόσχημα ότι δήθεν έτσι αποφεύγουμε κάποια άλλη πολύ χειρότερη. Εάν σήμερα ο κόσμος πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, υπάρχουν πάντα δικηγόροι του διαβόλου για να δατείνονται ότι, χωρίς την εσφαλμενη συνταγή που σήμερα καταποντίζει, θα πήγαινε ακόμη χειρότερα. Η εποχή μας αλαζονικά αυτοπροβάλλεται ως ασεβής και αδιάφορη για όλα τα φετίχ και ταμπού του παρελθόντος.

Ωστόσο, θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι η ίδια δεν εγείρει τα δικά της. Αυτές τις δήθεν απαραβίαστες «κόκκινες γραμμές» που σαν «παρωπίδες» την εμποδίζουν σήμερα να βλέπει ότι στη ζωή δεν υπάρχουν «μονόδρομοι» και ότι για τα προβλήματα που η ίδια συσσωρεύει με τις εμμονές, μια διαφορετική διαχείριση θα ήταν οπωσδήποτε εφικτή και επωφελέστερη. Το ταμπού της εποχής μας ονομάζεται «παγκοσμιοποίηση» και δεν αναφέρομαι εδώ τόσο στο περιεχόμενο του όρου, όσο κυρίως στην ιδεοληψία που κυκλοφορεί γύρω από αυτόν, στη χρήση και κατάχρησή του.

Ακόμη μια φορά, η γηραιά ήπειρος αποδεικνύεται περισσότερο ακεραιόφρων και αμετακίνητη από ό,τι οι Αγγλοσάξονες που ως γνωστόν αυτοί πρώτοι εφηύραν την «παγκοσμιοποίηση» από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Υποτίθεται ότι στις συνθήκες της «νέας εποχής», με την αλλλοδιείσδυση μεταξύ των εθνικών οικονομιών, καταπίπτουν και αχρηστεύονται τα εργαλεία της μακροοικονομικής διαχείρισης. Ιδίως η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική ως «μοχλοί» για τη στήριξη και προσαρμογή της εθνικής οικονομίας, για τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη. Υποτίθεται ότι έτσι δεν απομένει στα κράτη παρά η αναγκαστική οδός της λεγόμενης «εσωτερικής υποτίμησης» με τις περιβόητες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», που την συνοδεύουν.

Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, δεν υπάρχει δυνατότητα διαφορετικής και αποκλίνουσας πολιτικής ούτε μέσω της διακύμανσης του εθνικού νομίσματος ούτε μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών. Ωστόσο, παρ’ όλο που στη θεωρία η δυνατότητα δεν υπάρχει, εν τούτοις στην πράξη όλες οι χώρες του κόσμου καταφεύγουν σε αυτήν προκειμένου να σταθεροποιηθούν, οσάκις οι καιροί το επιβάλλουν. Και εάν σήμερα η παγκοσμιοποίηση απειλείται και υποχωρεί, αυτό αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στον συγκεκαλυμμένο ανταγωνισμό μεταξύ των οικονομικών περιοχών του κόσμου: αυτό που επισημαίνεται ως «πόλεμος των νομισμάτων» απορρέει από την επέκταση των δημοσίων δαπανών σε κάθε περιοχή προς αντιμετώπιση της κρίσης, με συνέπεια την πτωτική πίεση επί των νομισμάτων. Οι ΗΠΑ αυξάνουν τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές δαπάνες, όπως επίσης η Ιαπωνία, αλλά και η Κίνα. Μόνον η Ευρώπη τις μειώνει, με αποτέλεσμα ότι αυτή εισπράττει την εξαγωγή της ύφεσης και ανεργίας από τις άλλες περιοχές του πλανήτη.

Στη δημόσια συζήτηση των Αμερικάνων οικονομολόγων, ο Λάρυ Σάμερς από το Χάρβαρντ εμφανίζεται απαισιόδοξος σχετικά με τη δυνατότητα επανόδου του καπιταλισμού στις υψηλές επιδόσεις προ του 2008. «Επιχειρήσαμε όλους τους τρόπους», εξηγεί ο ίδιος, «όμως η οικονομία δεν επανεκκινεί όπως πριν, αλλά παραμένει σε στασιμότητα». Από την άλλη πλευρά, ο Μπάρυ Άικενγκρην από το Μπέρκλεϊ απαντά ότι εάν αυτό ίσχυε, δεν θα ήταν προϊόν της ειμαρμένης, αλλά θλιβερή συνέπεια από τις μέχρι σήμερα ακολουθούμενες οικονομικές επιλογές. Στο σημερινό κόσμο, συνεχίζει ο ίδιος, υπάρχουν τεράστιες και πρωτοφανείς ποσότητες χρήματος που αποφεύγουν να επενδύονται, ενόσω οι αποδοσεις παραμένουν χαμηλές. Υπάρχουν επίσης τεράστιες ανάγκες για επενδύσεις στις υποδομές, στην εκπαίδευση, στην επιμόρφωση. «Αντί να ισχυριζόμαστε ότι η στασιμότητα μακράς διαρκείας αποτελεί τη νέα πραγματικότητα του καπιταλισμού, θα ήταν προτιμότερο και οπωσδήποτε εφικτό να κάνουμε τα πάντα προκείμενου να αποφύγουμε μια παρόμοια προοπτική».

Η ανάκαμψη δεν πρόκειται ποτέ να έλθει από τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως πρόθυμα διαβεβαιώνουν οι απολογητές των οικονομικών της προσφοράς, αφού, ως γνωστόν, ουδείς επενδύει ενόσω η οικονομία παραμένει σε αστάθεια και ύφεση. Μόνος τρόπος εξόδου από το φαύλο κύκλο της στασιμότητας είναι η ενίσχυση της ενεργού ζήτησης, είτε ιδιωτικής είτε δημόσιας, η σταθεροποίηση των αγορών, που θα ξαναδώσει εμπιστοσύνη στους επενδυτές.

Στην υπό γερμανική διεύθυνση Ευρώπη κυριαρχεί η άποψη ότι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, οποιαδήποτε αύξηση της εσωτερικής ζήτησης θα απέβαινε προς όφελος των εισαγωγών και θα διόγκωνε το εξωτερικό έλλειμμα. Η παγκοσμιοποίηση υποτίθεται ότι απαγορεύει κάθε προσπάθεια ανόρθωσης της εσωτερικής αγοράς και ταυτόχρονα κάθε δυνατότητα ανάκαμψης μέσω της αύξησης της δημοσίας δαπάνης. Κατά συνέπεια, ο στόχος της ανάκαμψης αντικαθίσταται με αυτόν της δημοσιονομικής ισοσκέλισης. Όμως έτσι, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν αντιμάχονται πλέον τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά αντίθετα επιδιώκουν να προσαρμόζονται σε αυτές και μάλιστα σε όλο και πιο χαμηλό επίπεδο λειτουργίας. Ποια ακριβώς είναι η αλήθεια και ποια η ιδεολογία στο αξίωμα της παγκοσμιοποίησης στις αρχές του αιώνα μας;

Ας αφήσουμε κατά μέρος το διεθνές εμπόριο που δεν παύει να επιβραδύνεται μετά το κρίσιμο έτος 2007. Το Ελβετικό Οικονομικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης KOF, που παρακολουθεί συστηματικά τις διεθνείς εξελίξεις, διαπιστώνει ότι από το 2008 όλοι οι δείκτες της παγκοσμιοποίησης βρίσκονται σε υποχώρηση. Τα στοιχεία για τις διεθνείς επενδύσεις το επιβεβαιώνουν με αδιαμφισβήτητο τρόπο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα*, το σύνολο των ξένων επενδύσεων στην παγκόσμια οικονομία, από 2129 δισεκατομμύρια δολάρια το 2007, είχε συρρικνωθεί σε 1354 δισεκατομμύρια το 2015. Οι επενδύσεις στο εξωτερικό, αυτές που υποτίθεται ότι είναι οι φορείς και το «μοτέρ» της παγκοσμιοποίησης, δεν απορροφούν πλέον παρά ένα ελάχιστο και συρρικνούμενο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος των χωρών προέλευσης. Οι επενδύσεις της Γερμανίας στο εξωτερικό, από 4,79% του γερμανικού ΑΕΠ το 1998, είχαν μειωθεί σε 3,1% το 2014. Της Γαλλίας, από 3% του γαλλικού ΑΕΠ το 1998, είχαν περιορισθεί σε 1,1% το 2014. Όσον αφορά στις αγγλοσαξονικές χώρες, τα στοιχεία δεν είναι διόλου διαφορετικά: στις ΗΠΑ, πρώτη επενδυτική χώρα στον κόσμο, οι επενδύσεις στο εξωτερικό, μετά την άνοδο του 2007, είχαν συρρικνωθεί σε 1,7% του αμερικανικού ΑΕΠ το 2011 και σε 0,8% το 2014. Οι βρετανικές επενδύσεις στο εξωτερικό, από 10% του ΑΕΠ το 2011, είχαν αρνητικό πρόσημο -2,6% 2014. Κατά την αυτή περίοδο, τα αντίστοιχα στοιχεία της Κίνας δεν υπερβαίνουν το 1,7% του κινεζικού ΑΕΠ, ενώ της Ιαπωνίας κυμαίνονται μεταξύ 0% και 0,2% του ιαπωνικού ΑΕΠ. Για το έτος 2014-2015, το σύνολο των επενδύσεων όλων των χωρών του κόσμου στο εξωτερικό εκτιμάται σε περίπου 1,73% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Συμπερασματικά, οι ξένες επενδύσεις που υποτίθεται ότι αποτελούν τον κινητήρα της παγκοσμιοποίησης έχουν σήμερα κατέλθει αισθητά κάτω του 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ και με περαιτέρω πτωτική τάση, παρά ανοδική.

Εάν σήμερα η Γερμανία, με το μεγαλύτερο στον κόσμο εξωτερικό εμπορικό πλεόνασμα ανερχόμενο σε 8,2% του ΑΕΠ της, δεν επιστρέφει στη διεθνή οικονομία μέσω επενδύσεων στο εξωτερικό παρά μόνον 3,1% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί σε μόλις 0,8% της εθνικής αποταμίευσης της, θα θυμίσουμε το ακριβώς αντίθετο παράδειγμα της Βρετανίας στη διάρκεια 54 ετών, μεταξύ 1860 και 1914: η γηραιά Αλβιώνα, παρά το βαθύ έλλειμμα του εξωτερικού εμπορικού ισοζυγίου της, εν τούτοις δεν έπαψε να επενδύει στο εξωτερικό όλα αυτά τα χρόνια 75% της εθνικής αποταμίευσης της, δηλαδή 20% του ΑΕΠ της. Η σύγκριση μεταξύ των αρχών του 20ού αιώνα και του 21ου όσον αφορά στο μέγεθος και στο βάθος της παγκοσμιοποίησης αποβαίνει συντριπτική υπέρ του χθες και εις βάρος του σήμερα: το φαινόμενο είχε ασύγκριτα μεγαλύτερη βαρύτητα πριν από έναν αιώνα από ό,τι σήμερα, ήταν πολύ πιο πραγματικό παρά υποθετικό, όπως συμβαίνει σήμερα, και όμως οι μεταβαλλόμενες ανάγκες της πραγματικότητος το τελείωσαν, όπως οι ίδιες τελειώνουν και το σημερινό. Με τα πρόσφατα δεδομένα, η σημερινή παγκοσμιοποίηση βρίσκεται περισσότερο πίσω μας, παρά μπροστά μας. Παύει με επιτάχυνση να αποτελεί τον υποτιθέμενο απαράκαμπτο ορίζοντα της εποχής μας.

Εάν σήμερα κλείνει η παρένθεση της παγκοσμιοποίησης, πόσο δικαιολογημένη είναι η πολιτική της μάταιης προσαρμογής των χωρών σε μια «πραγματικότητα» που αποβαίνει όλο και πιο υποθετική; Στην πρόσφατη σύνοδο των 20 πλουσιότερων χωρών του κόσμου στη Σαγκάη, όλοι συμφώνησαν μαζί με το ΔΝΤ, με μοναδική αντίρρηση από τη Γερμανία, ότι επιβάλλεται να δοθεί σήμερα μια «μεγάλη ώθηση» στην παγκόσμια οικονομία προκείμενου να απεμπλακεί από το τέλμα στο οποίο την καθηλώνουν οι μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενες συρρικνωτικές πολιτικές. Άραγε θα πρέπει να περιμένουμε ακόμη μέχρι την ολική κατάρρευση των ευρωπαϊκών οικονομιών και κοινωνιών, όπως ακριβώς στη δεκαετία του 1930, για να αποδεχθούν οι Ευρωπαίοι αρμόδιοι ότι ένας άλλος δρόμος για την ανοικοδόμηση επιβάλλεται και είναι εφικτός;

E-mail: [email protected] – www.huffingtonpost.gr

[1] Cf KOF, Swiss Economic Institute, KOF Index of Globalization, Zürich 2015.

[2] Cf World Bank, Foreign Direct Investment, Net Outflows (% of GDP) Washongton 1915.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: