Μία σημαντική οικονομική ανάλυση: Το Κυπριακό ως ένα πρόβλημα μη εξυπηρετούμενου χρέους




Του Παύλου Θ. Ιωάννου

Το Κυπριακό πρόβλημα είναι στην πραγματικότητα μια μορφή χρέους το οποίο η κοινωνία μας οφείλει να εξοφλήσει (μέσα από τη λύση του), πριν περάσουν στην ιστορία όλες οι γενιές που συνέβαλαν στη δημιουργία του. Αλλιώτικα, το χρέος αυτό θα αναληφθεί από τις επόμενες γενιές ελληνοκυπρίων (αλλά και τουρκοκυπρίων) με ανυπολόγιστες οικονομικές και άλλες επιπτώσεις.

ΕΤΣΙ, το κυπριακό πρόβλημα, δηλαδή η ΜΗ ΛΥΣΗ του ή πιο σωστά η ΜΗ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ του (πλέον), προσομοιάζει με ένα Μη Εξυπηρετούμενο Δάνειο (ΜΕΔ) που παραμένει μη εξυπηρετούμενο για πολλά χρόνια. Το κύριο χαρακτηριστικό ενός ΜΕΔ είναι ότι μεγαλώνει με την πάροδο του χρόνου στον οποίο εξακολουθεί να είναι Μη εξυπηρετούμενο, ενώ από την άλλη τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του οφειλέτη (σε σχέση με τον χρόνο) μεταβάλλονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μειώνονται καθοριστικά οι δυνατότητες να ανταποκριθεί στην υποχρέωση εξυπηρέτησής του στην εναπομένουσα οικονομικά παραγωγική ζωή του.

Ο ΒΑΘΜΟΣ δυσκολίας στην επίτευξη βιώσιμης αναδιάρθρωσης και κατά συνέπεια συμβατικής εξυπηρέτησης ενός ΜΕΔ συναρτάται θετικά με τον χρόνο στον οποίο το δάνειο παραμένει (συμβατικά) Μη Εξυπηρετούμενο. Αυτό είναι μια αδυσώπητη αντικειμενική πραγματικότητα, αποτέλεσμα των τεχνικών χαρακτηριστικών των δανειακών συμβάσεων που χρησιμοποιούνται στο τραπεζικό σύστημα. Συμβάσεις οι οποίες σε ό,τι αφορά στα εν λόγω τεχνικά χαρακτηριστικά αποκρυσταλλώνουν διαχρονικά την αντίληψη του συστήματος για τη δανειακή συναλλαγή, μια συναλλαγή η οποία άμεσα έχει να κάνει με τον χρόνο. Αποσκοπεί, δηλαδή, να μεταφέρει στο παρόν οικονομικές δυνατότητες του μέλλοντος (σε σχέση με τον χρεώστη) και αντίστροφα (σε σχέση με τον δανειστή).

ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑΚΑ, λοιπόν, όταν ο βαθμός δυσκολίας αναδιάρθρωσης ενός ΜΕΔ ανέρχεται σε τέτοια επίπεδα, ώστε να καθίσταται αδύνατη η βιώσιμη αναδιάρθρωσή του, το δάνειο δεν μπορεί παρά να καταλήξει. Δηλαδή, η ενυπόθηκη περιουσία που εξασφαλίζει το «λαβείν» του δανειστή εκποιείται, με ενδεχόμενο μάλιστα, ο οφειλέτης και οι εγγυητές του να οδηγηθούν στην πτώχευση. Στην πορεία αυτή το κόστος για τον χρεώστη δεν είναι μόνο οικονομικό. Εμπεριέχει τεράστιες ποσότητες ψυχολογικού άγχους και ψυχοσωματικού άχθους, με εξίσου σημαντικές επιπτώσεις στις εμπλεκόμενες οικογένειες και/ή επιχειρήσεις, επηρεάζοντας, έτσι, δυσμενέστατα τις δυνατότητές τους να συμμετέχουν παραγωγικά στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι.

ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ, ο βαθμός δυσκολίας βιώσιμης διευθέτησης του Κυπριακού προβλήματος (μάλιστα, όχι μόνο επειδή μια από τις σημαντικότερες διαστάσεις του είναι το περιουσιακό), συναρτάται θετικά με τον χρόνο στον οποίο το πρόβλημα εκκρεμεί χωρίς διευθέτηση. Η σημερινή πραγματικότητα στα κατεχόμενα είναι εύκολο να διαπιστωθεί. Σαράντα δυο χρόνια μετά το 1974, η Αμμόχωστος είναι μια πόλη φάντασμα που εάν και όταν αποδοθεί στους ιδιοκτήτες της θα απαιτηθούν δισεκατομμύρια ευρώ για να ανοικοδομηθεί. Στις υπόλοιπες περιοχές των κατεχομένων, σε τεράστιες εκτάσεις γης έχουν ανεγερθεί υπερπολυτελή ξενοδοχεία και βίλες, επίσης δισεκατομμυρίων, συνεπικουρούμενα με υποδομές ανάλογης αξίας. Συνάμα συντελέστηκε και συντελείται μεγάλης έκτασης αλλοτρίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σίγουρα δε, ενώ για πολλές δεκαετίες το καθεστώς των κατεχομένων δεν είχε οποιαδήποτε de facto ή de jure υπόσταση, σήμερα έφτασε να έχει, πώς να το κάνουμε (ή να το πούμε), καλπάζουσα de facto αναγνώριση. Η κατάσταση που μόλις περιγράφηκε είναι αυτό που οι πολιτικοί ονομάζουν «εδραίωση των τετελεσμένων της εισβολής». Εδραίωση τόσο επί του εδάφους όσο και σε επίπεδο, πλέον, διεθνούς δικαίου.

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΧΡΟΝΟΣ, το Κυπριακό πρόβλημα προσομοιάζει απόλυτα με ένα ΜΕΔ, όπως επεξηγήθηκε ήδη. Πράγματι, όσο διαρρέει ο χρόνος χωρίς να επέρχεται η λύση του (τώρα πια διευθέτησή του) τόσο πιο δύσκολη καθίσταται η αντιμετώπισή του. Αν για τη μεταβλητή αυτή (χρόνος) θα μπορούσε να καθοριστεί μια στιγμή ή έστω περίοδος που να αποτελεί τον άριστο χρόνο (optimal time) λύσης του προβλήματος, δυστυχώς ο χρόνος αυτός ανήκει πλέον στο παρελθόν. (Από την άποψή αυτή, θέλουμε λύση όχι ΧΘΕΣ, αλλά ΠΡΟΧΘΕΣ). Αν ήταν δυνατό να επιτευχθεί μια τέτοια λύση, δηλαδή λύση στον άριστο χρόνο, αυτή η λύση, εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων (οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών), θα μπορούσε να ήταν και μια διευθέτηση επιδεχόμενη τον προσδιορισμό «δίκαιη» λύση. Ωστόσο πλέον μπορούμε μόνο να ενδιαφερόμαστε για μια διευθέτηση βιώσιμη, που να διασφαλίζει σταθερότητα και ειρήνη, με το μέγιστο δυνατό οικονομικό όφελος. Αυτό που η πλευρά μας θα ονόμαζε «δίκαιη» λύση, έχει προ πολλού τεθεί εκτός των αντικειμενικών περιορισμών των επιλογών μας. Κατά συνέπεια, έχει καταστεί τεχνικά ανέφικτη. Τούτο δε συνιστά την αδυσώπητη πρακτική συνέπεια και πραγματικότητα της «εδραίωσης των τετελεσμένων της εισβολής».

ΔΕΔΟΜΕΝΗΣ της σχέσης του χρόνου που παρέρχεται, χωρίς διευθέτηση του Κυπριακού, με την παραγωγή του φαινομένου «εδραίωση των τετελεσμένων της εισβολής» (τόσο επί του εδάφους όσο και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων και διεθνούς δικαίου), είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι το μέρος εκείνο στη διαφορά το οποίο συνεχώς επωφελείται από τη ΜΗ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ του Κυπριακού δεν είναι άλλος από την Τουρκία. Έτσι, ο στρατηγικά απορριπτικός παράγοντας των προοπτικών διευθέτησης του Κυπριακού σε κάθε φάση της ιστορίας διαπραγμάτευσής του ήταν και παραμένει η Τουρκία (σε όρους ΜΕΔ προσομοιάζει με ένα είδος strategic defaulter), που συνήθως μέσα από διάφορους καλοσχεδιασμένους χειρισμούς διεγείρει (δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, δεν έχει σημασία) ανάλογα και τον απορριπτισμό στην πλευρά μας. Δυστυχώς, η πλευρά μας, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, συνεχώς «αναδιπλώνει ομαλώς» (κατά το ανατριχιαστικό πολεμικό ανακοινωθέν στον β’ γύρο της εισβολής του ’74, σύμφωνα με το οποίο «η Ε.Φ. αναδιπλούται ομαλώς) τις εκάστοτε προβαλλόμενες «κόκκινες γραμμές» της.

ΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ του Κυπριακού είναι πράγματι ιστορία χαμένων ευκαιριών, είναι έτσι επειδή πρωτίστως η πορεία των διαφόρων φάσεων διαπραγμάτευσής του υπήρξε μια ιστορία χαμένου χρόνου που συνεχώς «εδραίωνε τα τετελεσμένα» των τουρκικών παρεμβάσεων στο Κυπριακό (1963 – 1974 – 1981) και ενεργοποιούσε (πάντοτε σε βάρος μας) τις παρορμητικές μας αντιδράσεις. Το ελπιδοφόρο σήμερα είναι ότι το δίδυμο Αναστασιάδη – Ακιντζί φαίνεται να εργάζεται δημιουργικά, ειλικρινά, αφοσιωμένα και με τεχνική επάρκεια για την εξεύρεση μιας συμφωνημένης διευθέτησης του Κυπριακού. Δυστυχώς το άκρως ανησυχητικό για το μέλλον της προσπάθειας Αναστασιάδη – Ακκιντζί είναι η πρόσφατα διατυπωθείσα ανησυχία του Έσπεν Μπαρθ Άιντε (Συνέντευξη στην «Καθημερινή», Κυριακή 10 Ιανουαρίου, 2016) για το τι θα μπορούσε να αναστείλει τις πολύ αισιόδοξες εκτιμήσεις του για το μέλλον των προσπαθειών που καταβάλλονται. Σε σχετική ερώτηση, ο ειδικός απεσταλμένος του Ο.Η.Ε. απάντησε: «Αν ανησυχώ για κάτι είναι ένα εξωτερικό σοκ. Ο κίνδυνος να συμβεί κάτι μεγάλο εκτός Κύπρου που να μετατοπίσει το Κυπριακό σε άλλες ράγες. Εν τη απουσία ενός τέτοιου σοκ, μου είναι δύσκολο να δω ένα ζήτημα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάρρευση την πορεία προς τη λύση».

Η ΑΝΗΣΥΧΙΑ, που τόσο γλαφυρά περιέγραψε ο ειδικός απεσταλμένος του Ο.Η.Ε., ένας διπλωμάτης που αποδεικνύεται παράδοξα λαλίστατος, για «ένα εξωτερικό σοκ», να συμβεί δηλαδή «κάτι μεγάλο εκτός Κύπρου», σχετίζεται προφανώς με την προοπτική να επισυμβεί κάποιο θεαματικό γεωπολιτικό γεγονός με ενδεχόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στρατηγικών διαστάσεων, τέτοιες, ώστε «να μετατοπίσει το Κυπριακό σε άλλες ράγες». Δηλαδή να καταστήσει τη διευθέτησή του, στη βάση της τρέχουσας προσέγγισης ανέφικτη ή ακόμα και ανεπιθύμητη. Επομένως, να αναστείλει τη δυναμική λύσης του Κυπριακού όπως έχει διαμορφωθεί. Τέτοιο «εξωτερικό σοκ» είναι ένα φαινόμενο «Μαύρου Κύκνου», δηλαδή μια πολύ παράδοξη προοπτική με εξαιρετικά μικρή πιθανότητα επέλευσης, η οποία ωστόσο όταν και αν πραγματοποιείται, προκαλεί κατακλυσμικού χαρακτήρα ανατροπές. Ανάλογα δε με τις προσδοκίες των ενδιαφερομένων, το φαινόμενο των «Μαύρων Κύκνων» μετατρέπεται σε έργο του από «Μηχανής Θεού», δηλαδή ένα είδος θαύματος! Με άλλα λόγια σε εκείνα που τροφοδοτούν και διαμορφώνουν ποικιλόμορφες προφητείες (οι οποίες άρχισαν ξανά να πολυσυζητιούνται στην πλευρά μας σε διάφορα επίπεδα). Όλα αυτά συνιστούν καταστάσεις στις οποίες η πλευρά μας ανέκαθεν υπήρξε ιδιαίτερα επιρρεπής.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ, σε όρους ΜΕΔ, η προσδοκία για ένα φαινόμενο «Μαύρου Κύκνου» αντιστοιχεί με τον ευσεβή πόθο πολλών δανειοληπτών για κούρεμα χρεών. Ωστόσο, συστημικό και οριζόντιο κούρεμα χρεών δεν είναι εφικτό. Απλούστατα κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας. Από άποψη τακτικής, ανάλογη σημασία έχει και η ένταξη στη στρατηγική της πλευράς μας, για διευθέτηση του Κυπριακού, της προσδοκίας επέλευσης ενός «Μαύρου Κύκνου» με συνέπεια την άρδην αλλαγή προς όφελός μας των γεωπολιτικών δεδομένων του προβλήματος. Είναι δε γεγονός ότι η ανορθολογική αυτή προσέγγιση συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στον χαμένο χρόνο του Κυπριακού.

Ο Παύλος Θ. Ιωάννου είναι Οικονομολόγος

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: