Καλό και φεγγαρόλουστο το νέον έτος εύχεται η Εταιρεία Συγγραφέων




Καλό και φεγγαρόλουστο το νέον έτος εύχεται η Εταιρεία Συγγραφέων με το επιτραπέζιο ημερολόγιό της, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. 

Εν όψει της Πρωτοχρονιάς, και ύστερα από συνεννόηση με την Eταιρεία Συγγραφέων, το ΑΠΕ-ΜΠΕ διαλέγει τέσσερα από τα κείμενα που έχουν γραφτεί ειδικά για το ημερολόγιο. Τα κείμενα ανήκουν σε συγγραφείς που προέρχονται από διαφορετικές γενιές και τάσεις.

Αναδημοσιεύουμε, επίσης, το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Η φεγγαράδα», που δεν γράφτηκε βεβαίως για το ημερολόγιο, αλλά μας θυμίζει μια σημαντική στιγμή της μεταπολεμικής ποίησης. Όπως παρατηρεί στο εισαγωγικό του σημείωμα ο πρόεδρος της εταιρείας Δημήτρης Καλοκύρης, το φετινό ημερολόγιο είναι αφιερωμένο στο φεγγάρι, ένα θέμα που απασχολεί εδώ και αιώνες τη λογοτεχνία σε όλη την υδρόγειο. Το εξώφυλλο έχει φιλοτεχνηθεί από τον συγγραφέα και εικαστικό Γιώργο Ρωμανό. 

Η φεγγαράδα

Από αίμα πουλιών πλημμυρισμένο

κρυμμένο μένει το φεγγάρι

πότε πίσω από δέντρα

πότε πίσω από θηρία

πότε πίσω από σύννεφα

με θόρυβο που ξεκουφαίνει τα φτερά αγγέλων

κάτι θέλουν να πουν κάτι σημαίνει

είναι ακόμα καλοκαίρι

όμως μια μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώνα

δεν έχει ούτε καρέκλα να καθίσεις

και οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

[Σφραγίδα ή Η όγδοη σελήνη, 1964]

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής

ΦΕΓΓΑΡΑΔΑ

(Χειρόγραφο τροβαδούρου)

Μόλις έριξε το αυγό στο τηγάνι, πρόσεξε το φεγγάρι. Από το παράθυρο είδε το φεγγάρι κόκκινο σαν κόκκινα χείλη αφίλητα, Αύγουστος και φεγγαράδα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Το ασπράδι του αυγού είχε απλωθεί στο τηγάνι.

Έλα να φας, είπε.

Εκείνη δεν θα έτρωγε. Είχε χορτάσει να βλέπει φεγγάρι αφίλητο από τη χάση ως την πανσέληνο.

Ένα μόνο; παραπονέθηκε εκείνος.

Δεν βαριόταν να τρώει αυγό από τη μια χάση του φεγγαριού στην άλλη.

Τόση η διαφορά: μισό φεγγάρι αφίλητο.

Ολόκληρο φεγγάρι εκείνη για εκείνον.

Μισό φεγγάρι εκείνος για εκείνη.

Το υπόλοιπο πήγαινε χαμένο. Εκείνη έλεγε μέσα της πως είχε πια το συνήθειο να πετάει το υπόλοιπο στα σκουπίδια. Τη στενοχωρούσε που εκείνος κατέβαζε τα σκουπίδια στον δρόμο και δεν είχε προσέξει πως τόσο βάρος έπεφτε στον κάδο, πως ο γδούπος που ακουγόταν ήταν παρακάλιο.

Ωστόσο, καθόταν απέναντί του στην κουζίνα και τον παρακολουθούσε να απολαμβάνει το αυγό του. Την έτρωγε η αμαρτία πως ολόκληρο φεγγάρι ήταν εκείνη για εκείνον. Πρόσεχε λοιπόν τις κινήσεις του: πώς κρατούσε το πιρούνι, πώς έκοβε το ασπράδι, πώς έσπρωχνε μια μπουκιά ψωμί στον κρόκο. Ήθελε να επιβεβαιώσει πως, ελάχιστα τώρα, οι κινήσεις του άλλαζαν σειρά, περίσσευαν, λιγόστευαν, παραμελούσαν την αμαρτία της. Εκείνος την έβλεπε αναμάρτητη απέναντι του στην κουζίνα. Έτρωγε λοιπόν σαν να υποκλινόταν, σαν τα χέρια του και το στόμα του να απλώνονταν προς το μέρος της για να τη χαϊδέψουν και να τη φιλήσουν.

Κατάπιε την τελευταία μπουκιά.

Θα κατεβάσω τα σκουπίδια, της είπε.

Θα τα κατεβάσω εγώ, τού απάντησε.

Και του εξήγησε, γελώντας:

Έχει φεγγαράδα.

Είχε βάψει τα χείλη της κόκκινο της φωτιάς, στον κάδο γκρεμίστηκαν τα σκουπίδια, ανέβηκε λαχταρώντας τα σκαλιά του ουρανού, αγκάλιασε το φεγγάρι. Το φίλησε: κόκκινο στο κόκκινο. Αρκετά είχε χαραμίσει το κόκκινο κραγιόνι της και είχε τηγανίσει τόσα αυγά.

Κατερίνα Ζαρόκωστα

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΛΟ ΝΑΖΙ

Το φεγγάρι όλο νάζι, γλιστρούσε στην κάμαρα, την κυρίευε με χάρη, φώτιζε τ’ αλλιώτικα. Σφαίρα αψεγάδιαστη, κομματάκι δεν έλειπε ούτε ακρούλα να δαγκώσει το λαμπερό περίγραμμα. Απ’ τη φεγγοβολή η κάμαρα έμοιαζε χιονισμένη.

Να ρίξουμε το στρώμα καταγής, να βρεθούμε στον δρόμο του, πρότεινε ο άντρας. Στην κόχη τούτη που είναι το κρεβάτι μας…

Σκύλοι αλυχτούν από μακριά, γρύλοι, η λόγχη του κυπαρισσιού κόβει το παράθυρο.

Μα το φεγγάρι όλο νάζι γλιστράει στην κάμαρα. Βρίσκεται στο μεσουράνημά του κι έχουν την τύχη να κατέχει το κέντρο του παραθύρου τους.

Έμεναν ήσυχοι και απλοί.

Θέλω να σ’ αγγίξω, είπε ο άντρας.

Κι εγώ, είπε η γυναίκα.

Μα δεν έκαναν καμία κίνηση. Ένιωθαν το φεγγαρόφωτο να χαϊδεύει το σώμα τους με τα ελαφριά, ψυχρά του δάχτυλα. Η σάρκα έδινε τη θέρμη.

Η γυναίκα ανακάθισε γονατιστή, ύψωσε τα χέρια.

Δες, είμαι όμορφη;

Γύρισε προς το παράθυρο. Το πρόσωπό σου είναι στη σκιά.

Μα σαν γυρίσω θα με βλέπεις;

Θα σε βλέπω.

Στράφηκε. Πρώτα κατά μέτωπο, ύστερα στο πλάι. Ο άντρας κοίταζε συγκινημένος τις αγαπημένες γραμμές με το φωτερό τους περίγραμμα.

Είσαι όμορφη. Απ’ το σώμα σου πουλιά και ψάρια εξακτινώνονται στο δωμάτιο, ασημένια ψαράκια που φωσφορίζουν, τσίχλες, καρδερίνες, χελιδόνια, κορυδαλλοί.

Δε θέλω, είπε η γυναίκα και πλάγιασε στο πλευρό.

Θύμωσες;

Εκείνη γέλασε.

Το ναζιάρικο, πού μας πάει απόψε! Πώς μας παίζει, το ατιμούλι!

Έμειναν πάλι ήσυχοι κι απλοί, με το σώμα τους ν’ αρμενίζει στον θόλο.

Μακρινά αλυχτίσματα, γρύλοι, το κυπαρίσσι.

Μ’ άρεσε απόψε, είπε η γυναίκα και τεντώθηκε νωχελικά.

Έχει δρόμους ο έρωτας…

Έμειναν να κουβεντιάζουν σιγανά για κείνα που ποτέ δεν είχαν ονομάσει, ώσπου ο δίσκος έπλευσε έξω απ’ το κάντρο του παραθύρου κι έκλεισαν τα μάτια.

Δήμητρα Κολλιάκου

ΠΡΩΙΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

«Να το το φεγγάρι, ανάμεσα στα κυπαρίσσια!» άκουσε πίσω της μια φωνή. Η γυναίκα του ή η κόρη του.

Μπροστά τους, μια μικρή αλέα, συμμετρικά ασπρόμαυρη απ’ τις σκιές των κωνοφόρων που έπεφταν λογχωτές, χωρίς να διασταυρώνονται. Κι υπήρχε κάτι το συμμετρικό στις ηλικίες των τεσσάρων γυναικών που τον συνόδευαν: η κόρη του, συνομήλική της -τις χώριζαν απ’ τη γυναίκα του και τον ίδιο όσα περίπου χρόνια απείχε από τις δυο τους η δική της κόρη. Δεκατριών, η τελευταία ολοφάνερα βαριόταν τη βόλτα στον βοτανικό κήπο, που έκανε τους άλλους να αναφωνούν σε κάθε ανακάλυψη.

«Δεν το βλέπω!» της ξέφυγε, ενώ το βλέμμα της ακόμη έψαχνε τον ουρανό. Είχε να κάνει ίσως με τον λεπτό κερατοειδή, το κοντό οπτικό νεύρο, την ασυνήθιστη καμπύλη του οπτικού της νεύρου -«στατιστικά ασυνήθιστη» είχε πει η οφθαλμίατρος-, την προδιάθεση για γλαύκωμα. Σ’ εκείνον είχε πει για την προδιάθεση κάποια φορά που ήταν μόνοι, λίγο πριν χωρίσουν.

«Εκεί είναι…» ξανάπαν τώρα όλες οι φωνές μαζί -η δική του, καταπραϋντική.

«Δεν φεύγει απ’ το μυαλό μου η φωνή σου» της είχε πει από πολύ νωρίς. κοντραμπασίστας, είχε μουσικό αυτί. Στην ερώτησή της αν θα προτιμούσε να χάσει την όρασή του ή την ακοή του, είχε απαντήσει χωρίς κανένα δισταγμό «την όραση».

Μετακινήθηκε λίγο πιο πίσω, και τώρα μπόρεσε να το δει, αχνό και λίγο φαγωμένο. Μπορούσε ακόμα να το δει, όπως το έβλεπαν οι άλλοι. Προηγουμένως, απλώς της το έκρυβαν τα κυπαρίσσια. Ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο θα προβάλλονταν μια μέρα όλα τα είδωλα: ασπριδερά, όπως το πρωινό φεγγάρι ακόμη και στα μάτια που δεν πάσχουν. «Γι’ αυτό υπάρχει η πρόληψη» είχε πει η οφθαλμίατρος.

Οι άλλες δύο σίγουρα υποπτεύονταν, παρ’ όλ’ αυτά τις είχαν προσκαλέσει -την ίδια και την κόρη της-, για να το «παρακολουθήσουν». Γιατί είναι πάντα προτιμότερη η πρόληψη.

Θωμάς Κοροβίνης

ΦΕΓΓΑΡΟΠΛΗΞΙΑ

«Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται […] Πολλάκις γάρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ». ΜΑΤΘ., ιζ, 15

Καλοκαίρι του ’80 στο Γομάτι Χαλκιδικής. Νιάτα λιμπιστικά. Ερωτιάρικα χρόνια. Παραλία ολοπάρθενη, σχεδόν απάτητη. Ολόφεγγο. Όσο ο ουρανός είναι κοντά στην Πανσέληνο, η θάλασσα λούζεται στα φώτα του ανακριτή-προβολέα της που τη ριπίζει από ψηλά παντού και τα ψάρια της περπατούν πονηρεμένα στον φωταγωγημένο βυθό και δεν τσιμπάνε. Αλλιώς είν’ το φεγγάρι στα μισά του και στη χάση του· τα ολόγιομα φεγγάρια είναι καλά για τους ποιητές, δεν είν’ για τους ψαράδες. Όμως είχαμε μια βάρκα μαζί μας. Κι είχαμε ανεβάσει, οι τυχεροί, μια καλάδα μένουλες και τσέρουλες και τις καταβροχθίσαμε βουλιμικά ξεροτηγανισμένες προς τα μεσάνυχτα. Με άφθονη ρετσίνα, περιπαθείς αγκαλιές και τραγούδι αβίαστο. Κάποιος μού πρόσφερε έναν μπάφο. Ήμουν αμάθητος. Κι ακόμα δεν το πολυσηκώνω το μαύρο. Πώς μου ‘ρθε όμως, και τράβηξα όχι μιαν ελαφριά αλλά πέντε βαθιές απανωτές τζούρες! Ξαφνικά ένιωσα ένα τρελαμένο πιόνι, μια ανεξέλεγκτη ύπαρξη, μπλεγμένος στα μάγια της μυθικής, αρχέγονης Σελάνας. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας και παραδόθηκα σ’ ένα αχαλίνωτο τρεχαλητό, τσακίζοντας τα πέλματα σε κροκάλες και ξέρες της ακρογιαλιάς, κάνοντας μακροβούτια, αλλοπαρμένος. Έπεσα στην αμμουδιά ξερός ποθώντας τον ύπνο. Ήταν ένα μεθυσμένο ξυπνόνειρο, μια αλλόκοτη παραζάλη, «φεγγαροζάλη» ήταν αυτή, μ’ είχε «πιάσει» η Σελήνη. Σηκώθηκα, στήθηκα σ’ έναν βράχο, ξανακαρφώθηκα στον ουράνιο φανό και του απάγγειλα, φεγγαρόπληκτος, ένα αυτοσχέδιο εγκώμιο:

Χαίρε φεγγάρι μου θεϊκό

Που μου ‘μαθαν εσύ λαμπρό

Και φέγγε μου να περπατώ

Δεν έκανα κρυφό σχολειό

Μα σ’ είχα φάρο και βοηθό

Σ’ άγριες πορείες στο στρατό

Βασίλισσα της σκοτεινιάς

Σελαγισμέ παρηγοριάς

Ουράνιε φανέ των μεθυσμένων

Φανάρι των καραβοτσακισμένων

Θεά μου εσύ των μαγισσών

Φεγγάρι των μοιραίων τρελών

‘Αστρο της νύχτας, Φοίβη μου κι Εκάτη μου

Ασήμι και φλουρί, πλατίνα, αχάτη μου

Ήλιε νυχτερινέ μου

Ελπιδοφόρε μου

Λυχνάρι στο στερέωμα

Δορυφόρε μου

Δημήτρης Μίγγας

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Απ’ όλα τα ουράνια σώματα το φεγγάρι είναι το πιο κοντινό και οικείο. Τον ήλιο, στον οποίο οφείλεται κάθε μορφής ενέργεια, ακόμα και η ύπαρξη της ζωής στον πλανήτη μας, δεν τολμάμε να τον κοιτάξουμε. Περιστρεφόμαστε γύρω του, μας ζεσταίνει, ελέγχει τις κινήσεις της γης, εξουσιάζει, αλλά δεν εμπνέει. Το φεγγάρι μάς ακολουθεί, αλλάζει σχήματα, φωτεινότητα και θέσεις, χάνεται και επανέρχεται, δανείζεται το φως, μας δείχνει μονάχα τη μια πλευρά του, ωστόσο μας συνεπαίρνει. Έχει σύμμαχο τη νύχτα που οι άνθρωποι κρύβονται και μαλακώνουν, που οι σκιές επιμηκύνονται και δίνουν στα πράγματα επιπλέον διαστάσεις. Ποιος κάνει ερωτική εξομολόγηση καταμεσήμερο; Ο καθένας όμως είναι ικανός να γίνει ποιητής, ακόμα και να τραγουδήσει μια νύχτα με πανσέληνο.

Κάθε γυναίκα γίνεται πιο όμορφη με το φεγγάρι στα μαλλιά· αν είχε στα μαλλιά τον ήλιο, θα καιγόταν και δεν θα προλάβαινε ο καλός της να τη δει και να της τραγουδήσει. Το φεγγάρι μπορεί να είναι αυγουστιάτικο, σαλονικιώτικο, κόκκινο, κίτρινο, ματωμένο, πράσινο, χάρτινο, ακόμα και πικρό. Υπάρχουν νύχτες χωρίς φεγγάρι, βραδιές που το σβήνουμε για να μη μας βλέπουν ή που παραγγέλνουμε να μη βγει. Το φεγγάρι είναι συνεχώς κοντά και μέσα στη ζωή μας, κάνει βόλτες, ζηλεύει, φταίει που είμαστε μονάχοι, έχει κόκκινα γαρίφαλα στις άκριες του, το κόβουμε για να το βάλουμε στο πέτο, το πίνουμε, κυλάει μεθυσμένο, νυστάζει και αποκοιμιέται στην αγκαλιά μας κι εμείς στη δίκιά του, κοιμάται στα νερά. Μπορούμε να το κοιτάξουμε και να προτρέψουμε κάποιον αγαπημένο που βρίσκεται μακριά να κάνει και αυτός το ίδιο, για να συναντηθούμε μέσα στο αραιό του φως.

Τα μονοπάτια του φεγγαριού πάνω στο νερό είναι οι δρόμοι που περπατάμε για να φτάσουμε ίσαμε τα όνειρά μας, αρκεί να αγαπάμε, να είναι νύχτα με πανσέληνο και να στεκόμαστε δίπλα στη θάλασσα.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: