Το δικαίωμα στη στέγη είναι θεμελιώδες, αναφαίρετο, συνταγματικά κατοχυρωμένο




Της Παναγιώτας Καλαποθαράκου *

Ακριβώς δύο χρόνια πριν, η ΕΚΠΟΙΖΩ είχε προσπαθήσει με σειρά κινητοποιήσεων – όπως συγκέντρωση 131.000 υπογραφών διαδικτυακά και παράδοσή τους στον Αντιπρόεδρο της Βουλής, εκστρατείες ενημέρωσης των συμπολιτών μας σε όλη την Ελλάδα, ομιλίες, συνεντεύξεις Τύπου και με άλλους κοινωνικούς και επιστημονικούς φορείς, διανομή φυλλαδίων, κτλ – να αποτρέψει το ενδεχόμενο της απελευθέρωσης των πλειστηριασμών.

Πετύχαμε ένα σχετικό πάγωμα με ορισμένες προϋποθέσεις για ένα (1) έτος μέχρι τον Δεκέμβρη του 2014 και έκτοτε ισχύει η προφορική δέσμευση των τραπεζών ότι δεν θα βγάλουν στον πλειστηριασμό την κύρια (πρώτη) κατοικία μέχρι το τέλος του 2015.

Ωστόσο, από την καθημερινή μας επαφή με την κοινωνία διαπιστώνουμε ότι, όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας δεν μπορούν πλέον όχι μόνο να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις, αλλά ούτε καν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια…

Ας μην ξεχνάμε ότι η στέγη είναι το τελευταίο οχυρό των Ελλήνων που δεν έχει παραβιαστεί με σφοδρότητα, όπως τα εισοδήματα και η ποιότητα της ζωής τους…

Σήμερα όμως, περισσότερο από ποτέ, απειλείται η διάσωση της κύριας κατοικίας των υπερχρεωμένων καταναλωτών σύμφωνα με τις «επιταγές» των δανειστών μας ή άλλως των θεσμών ή «κουαρτέτο» όπως είθισται να λέγονται.
Οι εξωφρενικές απαιτήσεις των δανειστών σχετικά με τη διαφοροποίηση των ορίων του νόμου Κατσέλη, σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιεύονται, στην ουσία οδηγούν στην πλήρη απαξίωση του νόμου.

Το όριο των 120.000 ευρώ, για την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας, όταν οι αντικειμενικές αξίες παραμένουν σε παράλογα ύψη και τα εισοδήματα είναι πολύ χαμηλά, θα έχει ως αποτέλεσμα την προστασία της κύριας κατοικίας μόνο ελάχιστων οφειλετών.

Ειδικότερα, η πρόσφατη τροποποίηση του νόμου Κατσέλη (3869/2010), τον περασμένο Αύγουστο, άφησε στον αέρα τα κριτήρια για την προστασία της κύριας κατοικίας, μεταθέτοντας τον ορισμό τους με την έκδοση Υπουργικής Απόφασης. Πρόβλεψε όμως ότι θα σχετίζονται με την αξία του ακινήτου, το εισόδημα του οφειλέτη και το ύψος των οφειλών.

Πριν την τροποποίησή του, ο νόμος Κατσέλη προέβλεπε ότι ο οφειλέτης μπορούσε να σώσει το σπίτι του εφόσον η αντικειμενική του αξία δεν υπερέβαινε το αφορολόγητο όριο συν 50%. Δηλαδή, για τον άγαμο 300.000 ευρώ, για ζευγάρι χωρίς παιδιά 375.000 ευρώ κτλ. Παράλληλα, είχε την υποχρέωση να καταβάλει μέχρι το 80% της αντικειμενικής αξίας σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτές οι προϋποθέσεις ισχύουν μέχρι και σήμερα.

Όμως η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί (με την πρόσφατη τροποποίηση του νόμου Κατσέλη), για έκδοση υπουργικής απόφασης που θα θέτει τα όρια, ως προς το εισόδημα, την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας και το σύνολο των οφειλών, τα οποία θα λειτουργούν συνδυαστικά για να διασώσει την κύρια κατοικία του ο οφειλέτης.

Η πρόταση της κυβέρνησης σήμερα, όπως διαρρέει, δεν αναμένεται να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του νόμου Κατσέλη, αν τεθεί ως όριο του ύψους των οφειλών το ποσό των 200.000 ευρώ. Σε μια τέτοια περίπτωση, οφειλέτες με μεγάλα στεγαστικά δάνεια που χορηγήθηκαν τον καιρό της φούσκας των ακινήτων, θα κινδυνεύσουν να χάσουν την κατοικία τους. Από μια πρώτη άλλωστε επεξεργασία ενός μέρους των στοιχείων της ΕΚΠΟΙΖΩ – εξέτασε 1.200 φακέλους υπερχρεωμένων καταναλωτών (την τελευταία 5ετία έχει διαχειριστεί εξατομικευμένα 14.000 υπερχρεωμένους), προκύπτει ότι τουλάχιστον ένα στα τρία νοικοκυριά έχει οφειλές που ξεπερνούν τις 200.000 ευρώ, και τούτο χωρίς να υπολογίζουμε οφειλές στο Δημόσιο ή ασφαλιστικά ταμεία που τυχόν έχουν. Αν ληφθούν υπόψη και τα άλλα δύο κριτήρια (ετήσιο εισόδημα, αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας), τα οποία υποχρεωτικά συνυπολογίζονται, τότε είναι προφανές ότι με πλειστηριασμό θα κινδυνεύσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό οφειλετών.

Έτσι, δεν είναι δίκαιο να στερηθεί το δικαίωμα της προστασίας ένας οφειλέτης με μεγάλες έστω οφειλές, που κατά τα λοιπά υπάγεται στις διατάξεις του νόμου.

Η ΕΚΠΟΙΖΩ έχει προτείνει δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως:

1. Προσαρμογή των ενυπόθηκων και εξασφαλισμένων δανείων στην αξία των ακινήτων.
Εξαιτίας της μείωσης των αξιών των ακινήτων, πολλά ενυπόθηκα δάνεια δεν έχουν στην πραγματικότητα αντίστοιχη εξασφάλιση. Πολλοί δανειολήπτες, εξάλλου, μπροστά στην αδυναμία που βρίσκονται, χάνουν το κίνητρο εξυπηρέτησης των δανείων αυτών, όταν το ύψος των οφειλών από αυτά υπερβαίνει την αξία του ακινήτου. Γνωρίζουν ότι ακόμη κι αν πληρώσουν την αξία του σπιτιού τους και πάλι κινδυνεύουν να το χάσουν.

Είναι, γι’ αυτό, προς το συμφέρον όλων, πρωτίστως των πιστωτικών ιδρυμάτων, να προσαρμοστούν οι ενυπόθηκες απαιτήσεις στην πραγματική αξία των ακινήτων, ώστε να στηριχθεί η ικανότητα των κατόχων τους να αποπληρώσουν τα ενυπόθηκα δάνεια. Αν παρασχεθεί η προοπτική αυτή, θα αποτραπεί μία περαιτέρω κατάρρευση των αξιών των ακινήτων και κατ? επέκταση και η απαξίωση των ασφαλειών των τραπεζών.
Είναι, γι? αυτό, η κατάλληλη στιγμή να καθιερωθεί η αρχή της ευθύνης του δανειολήπτη μέχρι την εξασφάλιση που το ακίνητο πραγματικά προσφέρει στον δανεισμό που έλαβε για την αγορά του.

Η προτεινόμενη από την ΕΚΠΟΙΖΩ προσαρμογή των ενυπόθηκων και εξασφαλισμένων δανείων στην αξία των ακινήτων προστατεύει τους δανειολήπτες από αυθαίρετες συμπεριφορές και εξασφαλίζει στις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες καλύτερους όρους αποπληρωμής των δανείων.

2. Περιορισμός της αποπληρωμής των καταναλωτικών δανείων της προηγούμενης δεκαετίας σε μία διετία ή το πολύ τριετία και οριστική απαλλαγή από το υπόλοιπο.

Δεν μπορεί να συνεχίζεται η διαιώνιση της αποπληρωμής των καταναλωτικών πιστώσεων, απομυζώντας την οποιαδήποτε δημιουργική προοπτική των οφειλετών. Οι πιστώσεις αυτές από τη φύση τους εξυπηρετούν μεσοπρόθεσμες το πολύ καταναλωτικές ανάγκες και στόχους.

3. Να υπάρξει μέριμνα για ιδιαίτερα ευαίσθητες κατηγορίες δανειοληπτών, για ορισμένη μεταβατική περίοδο και μέχρι η χώρα μας να εισέλθει σε σταθερή περίοδο ανάπτυξης, για ρυθμίσεις με την καταβολή μόνο τόκων, υπολογιζομένων με το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αντίστοιχη επιμήκυνση της σύμβασης, αλλά και με διαγραφές εφόσον βρίσκονται σε μόνιμη και πραγματική αδυναμία.

4. Να δοθεί η δυνατότητα υπαγωγής στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και εμπόρων, οι οποίοι μέσα από την εμπορική τους δραστηριότητα καλύπτουν τον βιοπορισμό τους ή έχουν μικρά εμπορικά χρέη.

5. Να στηριχθεί, με κίνητρα, πόρους που θα προέλθουν από τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και υποδομές, η διαμόρφωση ενός δικτύου, που θα συνδράμει τους υπερχρεωμένους οφειλέτες στην αντιμετώπιση των προβλημάτων από τα χρέη και στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων ρύθμισης των χρεών τους.

6. Να μην επιτραπεί, πριν εφαρμοστεί μία πολιτική προσαρμογής των χρεών και δοθεί η δυνατότητα ρύθμισης αυτών, η πώληση επισφαλών δανείων των ελληνικών συστημικών τραπεζών, οι οποίες βρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο, σε ξένες επενδυτικές εταιρείες (distressed debt funds) με αδιαφανείς, όπως δυστυχώς συμβαίνει, διαδικασίες.

7. Να τεθεί σε εφαρμογή ο Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών, ο οποίος εδώ και 10 μήνες μετά την ψήφισή του ΔΕΝ έχει εφαρμοστεί για την εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών με προτάσεις εξατομικευμένες, ρεαλιστικές και βιώσιμες από τις τράπεζες, οι οποίες οφείλουν να συνυπολογίσουν το κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι, τόσο η προστασία της κύριας κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, όσο και η αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων» είναι μια δημόσια ευθύνη και οφείλει η Πολιτεία να λάβει, ΑΜΕΣΑ, μέτρα οριζόντια, καθολικά, ουσιαστικά και αποτελεσματικά, ώστε κανένα νοικοκυριό να μην στερηθεί το θεμελιώδες και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην στέγη.

* Η Παναγιώτα Καλαποθαράκου είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγο, γενική διευθύντρια της ΕΚΠΟΙΖΩ και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Καταναλωτών – Π.ΟΜ.Ε.Κ. «Η Παρέμβαση»

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: