Να φύγουμε μπροστά χωρίς αμφιθυμίες




Του Χαράλαμπου Γκότση*

Τελικά, φαίνεται ότι η υποκρισία σ’ αυτόν τον τόπο περισσεύει. Αφού πρώτα εκλιπαρούσαν όλοι τον πρωθυπουργό να κάνει τη σωστή επιλογή (άρθρο μου στο ΑΠΕ- ΜΠΕ στις 15 Ιουλίου του 2015) και να κρατήσει τη χώρα στο ευρώ, απορρίπτοντας κάθε σχέδιο ή σκέψη για μια καταστροφική επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, άρχισαν την επομένη της υπογραφής της συμφωνίας, την κριτική. Μια κριτική αλλοπρόσαλλη, χωρίς εναλλακτικές προτάσεις, χωρίς τεκμηριωμένες αναλύσεις, χωρίς κάποια αιτιολογική βάση. Ωσάν να μη γνώριζαν εκ των προτέρων, ότι σε όποια συμφωνία και να καταλήγαμε με τους δανειστές, αυτή θα περιείχε μέτρα υφεσιακού χαρακτήρα, μέτρα λιτότητας.

Είναι γνωστό στους πάντες πλέον στη χώρα μας, ότι οι μοναδικοί στον κόσμο δανειστές, είτε πρόκειται για θεσμούς, είτε για κράτη, δεσμεύονται από το καταστατικό τους αλλά και τα κοινοβούλιά τους, να μη δανείζουν χρήματα χωρίς δεσμεύσεις, δηλαδή μέτρα από την πλευρά του δανειζόμενου, που κατ’ αυτούς στοχεύουν στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την επιστροφή των κεφαλαίων τους.

Στην αρχή της νέας διακυβέρνησης πιστέψαμε πράγματι, όλοι εμείς που προσπαθήσαμε για μια στροφή στην αδιέξοδη οικονομική πολιτική για το καλό της χώρας, ότι θα τα καταφέρουμε. Πράγματι, στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και μετά την πρώτη συνάντηση του πρωθυπουργού με την κ. Μέρκελ στο Βερολίνο, φάνηκε ότι η χρησιμοποίηση του όρου «δυνατή ευελιξία» έδινε την ευχέρεια της αντικατάστασης των περιοριστικών μέτρων με διαρθρωτικές αλλαγές, ικανές να φέρουν ανάλογα και διατηρήσιμα αποτελέσματα.

Δυστυχώς όμως, οι δανειστές, πρωτοστατούντος του κ. Σόιμπλε, παρά τα αρνητικά αποτελέσματα που παρήγαγαν τα δύο προηγούμενα μνημόνια και ακόμη, την αποδεδειγμένη ανθρωπιστική κρίση που προκάλεσαν, δε θέλησαν να αλλάξουν ρότα και επέμεναν στην υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου που αντί να αντιμετωπίζει την ύφεση, την επιδεινώνει. Χωρίς αμφιβολία, τα συμπεράσματα από την άκαμπτη στάση των δανειστών θα έπρεπε να τα έχουμε βγάλει πολύ νωρίτερα, κυρίως όταν μας πρόσφεραν πρωτογενές πλεόνασμα για το 2015, 1% και πακέτο ανθρωπιστικής βοήθειας 2 δισεκ. ευρώ και να κλείσουμε τη συμφωνία.

Ας μην αφήσουμε όμως την πικρία και την απογοήτευση από την εξέλιξη των πραγμάτων να μας παρασύρουν και ας δούμε με ρεαλιστικό μάτι τι προσφέρει αλλά και τι απαιτεί αυτή η συμφωνία.

Πρώτον, χρηματοδότηση 86 δισεκ. ευρώ, που επαρκούν για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας μέχρι το 2018, αλλά και για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπως επίσης και 8+8 δισεκ. ευρώ για την αποπληρωμή των εσωτερικών οφειλών της κυβέρνησης προς τους προμηθευτές και τους φορείς από τους οποίους δανείστηκε το τελευταίο τρίμηνο, για να αποπληρώσει τα ομόλογα που έληγαν.

Δεύτερον, πολύ μειωμένα σε σχέση με το προηγούμενο μνημόνιο πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία, αθροιστικά, μας δίνουν ένα ποσό 20 δισεκ. ευρώ, που θα παραμείνουν στην οικονομία για να ενισχύσουν την ανάπτυξη.

Τρίτον, προοπτική δημιουργίας συνθηκών διατηρήσιμης ανάπτυξης μέσω των κεφαλαιακών ενισχύσεων του τρέχοντος προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι, όπως και των επενδυτικών ευκαιριών του πακέτου Γιούνκερ. Συμπληρωματικά, υλοποιούνται -με κάποια καθυστέρηση είναι αλήθεια- τα δύο προγράμματα ΕΣΠΑ, όπου το ένα ολοκληρώνεται φέτος, ενώ το νέο πολλά υποσχόμενο που στοχεύει στην ενίσχυση της νέας οικονομίας απλώνεται μέχρι το 2020. Ας μην ξεχνάμε επίσης, τις δανειακές ενισχύσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για την ολοκλήρωση των μεγάλων έργων και άλλων επενδύσεων.

Από την άλλη, το τρίτο μνημόνιο περιέχει όλες τις εκκρεμότητες των δύο προηγούμενων, όπως και μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που να ανταποκρίνονται αφ’ ενός στην αποτύπωση της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης, αλλά και στις υποθέσεις για την εξέλιξή της.

Μια δέσμη επώδυνων υφεσιακών μέτρων, τα οποία αν δεν αμβλυνθούν από μια θετική, γενναία απομείωση του χρέους με στόχο τη βιώσιμη εξυπηρέτησή του, είναι αμφίβολο αν θα μπορεί και να υλοποιηθεί. Τα μέτρα διαχέονται σε όλη την οικονομία και πλήττουν τους πάντες, άλλους περισσότερο και άλλους λιγότερο, μισθωτούς, συνταξιούχους, επιχειρήσεις, γεωργούς, τουριστικές δραστηριότητες κ.λπ. Αυτή η διασπορά του κόστους του νέου μνημονίου δίνει σε κάποιο βαθμό ένα αίσθημα δικαιοσύνης, όμως δεδομένου ότι μια μεγάλη μερίδα του λαού μας έχει φθάσει στα όρια της αντοχής της, κάθε περαιτέρω επιβάρυνση εισπράττεται ως αφόρητη.

Η υλοποίηση αλλά και η προσδοκώμενη επιτυχία του προγράμματος απαιτεί μια σειρά από δράσεις αλλά και προϋποθέσεις.

Πρώτον, να ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση, αφού πρώτα περάσουν από τη Βουλή μια σειρά από εφαρμοστικούς νόμους και προαπαιτούμενα μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου. Έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για τις συζητήσεις για την απομείωση του επίσημου χρέους, στο πλαίσιο μιας μεγάλης επιμήκυνσης της ωρίμανσης των ελληνικών ομολόγων, άνω των 50 ετών, μιας περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων, κατά προτίμηση με μια μεγάλη περίοδο σταθερών, όπως επίσης και μιας μεγάλης περιόδου χάριτος για την καταβολή των τόκων.

Δεύτερον, θα πρέπει μέχρι τα τέλη του έτους να έχει ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία θα γίνει μέσω του ΤΧΣ και όχι του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου για τη σωτηρία εκ των έσω, στην οποία προβλέπεται και κούρεμα των καταθέσεων άνω των 100.000 ευρώ και η οποία θα αρχίσει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2016. Αποκλείεται συνεπώς το κούρεμα των καταθέσεων, κάτι που συνάγεται και από τη συμφωνία αλλά και τις δηλώσεις Ντάισελμπλουμ, με την προσδοκία να δημιουργηθούν συνθήκες ομαλότητας και να επιστρέψει τουλάχιστον ένα μέρος των καταθέσεων του κοινού στις τράπεζες.

Τρίτον, θα πρέπει να δοθεί λύση στο θέμα των κόκκινων δανείων, το οποίο συνδέεται και με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Στόχος θα πρέπει να είναι ο διαχωρισμός των οφειλετών σε εκείνους που είναι ικανοί να πληρώσουν τα δάνειά τους, αλλά καιροσκοπούν αναμένοντας ανώμαλες εξελίξεις από τις οποίες νομίζουν θα επωφεληθούν, από εκείνους που πράγματι δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Στους πρώτους θα πρέπει να δοθεί απλά η δυνατότητα μιας χρονικής διευκόλυνσης, στους δεύτερους θα πρέπει να εξετασθεί ακόμη και η διαγραφή των δανείων μέχρι ενός ανώτατου ποσού, στο πρότυπο της λύσης που δόθηκε σε άλλες χώρες. Οι μεγάλοι οφειλέτες, άτομα ή επιχειρήσεις, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση.

Η σοβαρότητα και το μέγεθος των παραπάνω προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα άμεσα και για το επόμενο τετράμηνο, δείχνουν ότι απαιτείται μια ελάχιστη έστω εθνική συνεννόηση για να μην πέσουν στο κενό οι θυσίες του λαού μας και βρεθούμε μπροστά σε μεγαλύτερα και δραματικότερα αδιέξοδα. Πρωτίστως όμως χρειαζόμαστε πολιτική και κοινοβουλευτική σταθερότητα, κάτι που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν υπάρχει και θα πρέπει το γρηγορότερο να αποκατασταθεί. Ο ιδανικότερος χρόνος για την οικονομία βέβαια, θα ήταν αμέσως μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων για το χρέος. Έτσι, δεν θα διακινδυνεύσουμε έναν εκτροχιασμό, ο οποίος μπορεί να καταστεί μοιραίος. Θα πρέπει να κατανοήσουμε όλοι ότι με το πρόγραμμά μας δίνεται μια ευκαιρία. Ο πρώτος χρόνος προβλέπεται να είναι πολύ δύσκολος. Όμως η συνέχεια εξαρτάται από εμάς. Στο χέρι μας είναι να κάνουμε τις βαθιές τομές που χρειάζεται η χώρα για να μπει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης, να βρουν οι νέοι μας δουλειές και να συμπορευτούμε μαζί με τις άλλες χώρες της Ευρώπης στο δρόμο της προόδου.

*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής Oικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Αθηναϊκό Πρακτορείο, ΑΘΗΝΑ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: