Του Πανίκου Παναγιώτου – www.philenews.com
Βρισκόμασταν στη διαδικασία ελέγχου επιβατών του αεροδρομίου Λαγκουάρντια της Νέας Υόρκης. Μπροστά μας ήταν μια γυναίκα με μηχανική υποστήριξη αναπνοής.
Όταν πέρασε από τον σαρωτή, τής ζήτησαν να σταθεί στο πλάι. Το μηχάνημα έδειξε ότι υπήρχε υγρό στην χειραποσκευή της.
«Είναι ασθενής», τούς είπε ο σύζυγός της, «και μεταφέρει αρκετά φάρμακα, ορισμένα σε υγρή μορφή».
Με ευγενικό τρόπο τού ανέφεραν πως έπρεπε να ελέγξουν λεπτομερώς την αποσκευή, σύμφωνα με τους κανονισμούς.
Κατάχλωμη και εξαντλημένη, φαίνεται ότι δεν άντεχε άλλο να στέκεται και βάδισε αργά για να βρει καρέκλα. Έμοιαζε γύρω στα σαράντα, αλλά η ασθένεια μάλλον της πρόσθεσε χρόνια.
Ο σύζυγός της παρέμεινε στο σημείο ελέγχου μέχρι ο υπάλληλος ασφαλείας να ολοκληρώσει το έργο του.
Μετά από μερικές κουβέντες που ανταλλάξαμε για την ταλαιπωρία που υποβαλλόμαστε κάθε φορά που ταξιδεύουμε, καθώς και για τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου στο δέρμα από τα μηχανήματα ελέγχου-σαρωτές που χρησιμοποιούν ακτίνες Χ, ο Πολ -αυτό ήταν το όνομά του- μας είπε ότι «οι γιατροί τής έδωσαν μέχρι τρεις μήνες ζωή και ήδη έχουν περάσει δυόμισι. Αφιέρωνε όλο τον χρόνο της στην εκπαίδευση και στη φροντίδα της οικογένειάς της. Τώρα, ταξιδεύουμε σε ορισμένα μέρη που ήθελε πάντα να επισκεφθεί. Βιάζεται να προλάβει».
Ήταν από τις στιγμές που νεκρώθηκαν ακόμα και οι λέξεις.
Αντευχηθήκαμε «καλό ταξίδι» και κρατώντας την χειραποσκευή με τα φάρμακα περπάτησε προς το μέρος της. Την βοήθησε να σηκωθεί και κατευθύνθηκαν προς την αίθουσα αναχωρήσεων της πτήσης τους.
Μείναμε και τους κοιτάζαμε μέχρι να χαθούν στο βάθος του διαδρόμου.
Τον Πολ, ίσως, κάπου, κάποτε, ενδεχομένως και πάλι περιμένοντας για τον έλεγχο επιβατών σε κάποιο αεροδρόμιο, να τύχει να τον ξαναδούμε. Την σύζυγό του όμως ποτέ.
Για μερικά λεπτά είχε γίνει ένα κομμάτι της ζωής μας, ως ένα πέρασμα της συνείδησής μας.
Πολλοί άνθρωποι έχουν την ευλογία να ενηλικιώνονται και να γερνούν. Αρκετοί άλλοι όμως φεύγουν νωρίς, πολύ νωρίς, άδικα και ανεξήγητα.
Είναι γι’ αυτό το λόγο, που, όσο και να προσπαθώ, ακόμα δυσκολεύομαι να πιστέψω στη «δικαιοσύνη του Θεού».