Η ιστορία και η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσα από το βιβλίο του Αγγελου Μ. Συρίγου




ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει μέσα από διάφορες διακυμάνσεις, ουδέποτε όμως έχουν ομαλοποιηθεί. Η πορεία των σχέσεων αυτών αναδεικνύει μια μόνιμη σχεδόν αντιπαράθεση, καχυποψία και εχθρότητα. Από τη Συνθήκη της Λοζάνης (Ιούλιος 1923) και εντεύθεν πολλές είναι οι εξελίξεις και οι φάσεις που πέρασαν οι σχέσεις των δυο γειτονικών χωρών. Στο επίκεντρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν το Κυπριακό και από το 1974 και μετά η ομαλοποίηση τους περνά απαραίτητα μέσα από τη λύση του Κυπριακού.

Ο ακαδημαϊκός Άγγελος Μ. Συρίγος εξέδωσε πρόσφατα ένα εξαιρετικό βιβλίο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ( εκδόσεις Πατάκη). Πρόκειται για ένα ογκώδη τόμο 895 σελίδων, που καταγράφει την ιστορία, την πορεία ενώ αναδεικνύει σημαντικές πτυχές. Γνώστης του αντικειμένου, ο Άγγελος Συρίγος εμβαθύνει και αναλύει τα ιστορικά γεγονότα. Δεν κάνει απλά μια καταγραφή. Από ένα τόσο μεγάλο σε όγκο τόμο, με τόσα σημαντικά ζητήματα να περιέχονται, δύσκολα μπορεί να κάνει κανείς μια επιλογή. Αν και αρκούντως σημαντικά είναι τα παλαιότερα, αξιολογήσαμε τα σχετικώς νεώτερα.

Ο συγγραφέας αναφέρει πως το 2003 η Τουρκία αρνήθηκε να επιτρέψει τη χρήση του εδάφους της για την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ. Υποτίθεται ότι επρόκειτο για την πρώτη δημόσια εκδήλωση της επιθυμίας της νέας τουρκικής κυβερνήσεως να μην υιοθετήσει εχθρική συμπεριφορά έναντι ενός γειτονικού μουσουλμανικού κράτους ( στην πραγματικότητα η άρνηση της Τουρκίας οφειλόταν στον βάσιμο φόβο της ότι η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ θα οδηγούσε νομοτελειακά στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους). Έκτοτε η κυβέρνηση Ερντογάν ακολούθησε πολιτική περιορισμένων αντιπαραθέσεων με τους γείτονες της. Η λεγόμενη πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες έγινε περισσότερο γνωστή επικοινωνιακά από το 2009, όταν ο Αχμέτ Νταβούτογλου ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών. Για πολλούς μήνες, τα δυτικά μέσα μαζικής ενημερώσεως εξέφραζαν με θαυμασμό έναντι αυτής της επιλογής μίας χώρας που ήταν μάλλον γνωστή για τα προβλήματα που δημιουργούσε στους γείτονες της. Από το 2010 και μετά, όμως, η πολιτική αυτή κατέρρευσε εν τοις πραγμάσι από τα πολύπλοκα προβλήματα που προέκυψαν, πολλά από τα οποία συνδέονταν με την «Αραβική ’Ανοιξη».

Σύμφωνα με τον Άγγελο Συρίγο, ακόμη και στη θεωρητική της μορφή, η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες εξαιρούσε την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό φάνηκε στην πράξη κατά τη δωδεκαετή πρωθυπουργία Ερντογάν. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δίπλα στα τόσα προβλήματα, ο Νταβούτογλου καθιέρωσε και την επίδειξη σημαίας από τουρκικά πολεμικά που πραγματοποιούν «αβλαβείς» διελεύσεις ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου. Κατά τον Νταβούτογλου, οι κινήσεις αυτές θα βοηθήσουν τους Έλληνες να πάψουν να αντιμετωπίζουν το Αιγαίο ως ελληνική λίμνη. Ίσως οι «αβλαβείς» διελεύσεις αποτελούσαν αντίβαρο για τη μείωση των πτήσεων πάνω από ελληνικά νησιά την περίοδο 2010-2014 και τον περιορισμό των εικονικών αερομαχιών στο Αιγαίο. Στην περίπτωση της Κύπρου, πλην της ευελιξίας που έδειξε ο Ερντογάν κατά την τελική φάση του σχεδίου Ανάν το 2004, στα χρόνια που ακολούθησαν δεν φάνηκε κάποιο σημάδι αλλαγής της τουρκικής αντιλήψεως, που θεωρεί ότι τα πάντα λύθηκαν με την τουρκική εισβολή του 1974. Ο βασικός λόγος για αυτή τη στάση έναντι Ελλάδος- Κύπρου είναι ότι οι ισλαμιστές και οι κεμαλικοί μοιράζονται την ίδια εθνικιστική προσέγγιση και αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής έναντι των μη μουσουλμάνων. Ελλάδα και Κύπρος θεωρείται ότι παρεμβαίνουν στον «ζωτικό χώρο» της Τουρκίας. Κατ΄ακολουθίαν, η Τουρκία καλείται να ελέγξει αυτό το χώρο περιορίζοντας τις δυο χώρες από την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Η επιλογή των κεμαλικών κυβερνήσεων μετά το 1974 να εγείρουν διάφορα θέματα ( π.χ. αύξηση χωρικών υδάτων, όρια FIR Αθηνών, όρια εναέριου χώρου, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, «γκρίζες ζώνες» ( Πρακτικό της Βέρνης) αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η Ελλάδα απετράπη από την εφαρμογή των ευνοϊκών για αυτή διατάξεων του διεθνούς δικαίου. Ο χρόνος στις ελληνικές θάλασσες «πάγωσε» το 1974. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτικών των προκατόχων του Ερντογάν αποδείχθηκε επιτυχημένη και απλώς έπρεπε να συνεχισθεί.

… Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια ποιοτική διαφορά στις σχέσεις Τουρκίας- Ελλάδος κατά την περίοδο Ερντογάν, αναφέρει ο συγγραφέας. Πιο συγκεκριμένα, μετά το 1923, η Ελλάδα και η Τουρκία προσδιόριζαν τη θέση τους στο διεθνές σύστημα κυρίως μέσα από τις διμερείς τους σχέσεις. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις όπου οι δυο χώρες υιοθέτησαν στρατηγικές που ξέφυγαν από αυτό το πλαίσιο.

Ο νέο-οθωμανισμός και η Κύπρος

Εν αντιθέσει προς τη Θράκη, στην περίπτωση της Κύπρου το κρίσιμο σημείο δεν είναι τα «κατάλοιπα» του οθωμανικού παρελθόντος, δηλαδή οι Τουρκοκύπριοι. Στην Κύπρο, η γεωστρατηγική αποτελεί προτεραιότητα για τους ισλαμιστές, που ταυτίζονται σε αυτό το σημείο με τις αντίστοιχες θεωρήσεις των κεμαλικών. Η ταύτιση των απόψεων δεν εκπλήσσει. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο ιστορικός ηγέτης του ισλαμικού κράτους στην Τουρκία, Νετσμετίν Έρμπακαν, ήταν αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβερνήσεως, κατά την εισβολή του 1974 στην Κύπρο. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που ο Ερντογάν μετά τον χειρισμό του σχεδίου Ανάν άφησε τη διαχείριση των πραγμάτων στην Κύπρο στον τουρκικό στρατών

Δεν είναι προτεραιότητα για Άγκυρα, αλλά είναι ζωτικής σημασίας

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, τη δεκαετία που ακολούθησε την ανάδειξη Ερντογάν στην πρωθυπουργία το 2003, η κατάσταση αυτή φαίνεται ότι έχει αλλάξει. Η Ελλάδα έχει πάψει να αποτελεί τη βασική προτεραιότητα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Παρουσιάζει δε προς τούτο τους παράγοντες που ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση ( Η Τουρκία ανέπτυξε περιφερειακές στρατηγικές, η αυξανόμενη εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή και η αναβάθμιση της γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας). Στον αντίποδα βρίσκεται η Ελλάδα που έχει αυτοεγκλωβισθεί στα σοβαρά δομικά εσωτερικά της προβλήματα και έχει παγιδευτεί στην οικονομική κρίση. Έχει απαξιωθεί διεθνώς, και λαμβάνεται υπόψη κυρίως ως παράγοντας που μπορεί να έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες στο διεθνές σύστημα.

Σύμφωνα με τον Άγγελο Συρίγο, παρά τα πιο πάνω, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξακολουθούν να ενδιαφέρουν σοβαρά την Άγκυρα διότι:

Πρώτο, παρενοχλούν δυνητικά τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, όπως προαναφέρθηκε.

Δεύτερο, συνδέονται άμεσα με την πορεία της Τουρκίας με την Ευρώπη.

Τρίτο, συνδέονται με την πιθανή ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ανατολική Μεσόγειο, που ως προοπτική ενδιαφέρει άμεσα την Τουρκία.

Η σημασία των ελληνοτουρκικών σχέσεων φαίνεται και από τη συστηματική καλλιέργεια συμμαχιών της Άγκυρας με την Πγδμ και την Αλβανία. Στόχος η μείωση της ελληνικής επιρροής στα Βαλκάνια.

Συμφέρει την Ελλάδα η ένταξη της Τουρκίας; Τα δυο σενάρια και οι κόκκινες γραμμές

Κυρίαρχο ερώτημα είναι εάν συμφέρει την Ελλάδα στρατηγικά της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η απάντηση είναι αρνητική. Όπως αναφέρει ο Άγγελος Συρίγος, η Τουρκία θα είναι από πλευράς πληθυσμού το μεγαλύτερο κράτος μέσα στην Ένωση. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα έχει τουλάχιστον ίσο μερίδιο εξουσίας και ισχύος με τα άλλα τέσσερα μεγάλα κράτη ( Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία). Η σύμπραξη και συμφωνία μαζί της θα είναι περίπου απαραίτητη για τη λήψη αποφάσεων. Η συμμετοχή Τούρκων εκπροσώπων σε όλα τα όργανα της Ε.Ε. καθώς και σε καίριες θέσεις, θα είναι δεδομένη ( επίτροπος, ανώτατα στελέχη στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, τα δυο κόμματα στην Τουρκία θα έχουν τις μεγαλύτερες κοινοβουλευτικές ομάδες στο Λαϊκό και στο Σοσιαλιστικό κόμμα κλπ). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η αναβάθμιση αυτή, σε συνδυασμό με την ηγεμονική συμπεριφορά της Τουρκίας, θα έσβηνε την ήδη μικρή δυνατότητα παρεμβάσεως της Ε.Ε. στις ελλαδοτουρκικές διαφορές και θα έθετε τις διαφορές αυτές εκτός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Κυρίως, θα εκμηδένιζε τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής της Ελλάδος στην Ε.Ε. σε πολιτικό επίπεδο.

Επιπλέον, αναφέρει πως, αν και η προσοχή επικεντρώνεται στα προφανή πλεονεκτήματα που θα έχει για την Ελλάδα μια δημοκρατική-ευρωπαϊκή Τουρκία, ουδέποτε υπήρξε βέβαιο ότι κάτι τέτοιο θα ήταν νομοτελειακό αποτέλεσμα της εντάξεως της Τουρκίας στην Ε.Ε. Παραπέμπει επί τούτο το γεγονός ότι η Ένωση παραδέχεται την ιδιαιτερότητα της Τουρκίας και η Άγκυρα παρουσιάζεται να μην είναι έτοιμη να δεχθεί εκπτώσεις στις διεκδικήσεις της έναντι Ελλάδος και Κύπρου, διεκδικώντας την ίδια ώρα την ένταξη στην Ένωση.

Είναι προφανές πως ο συγγραφέας θέτει τις παραμέτρους μιας ελληνικής πολιτικής έναντι της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Μεταξύ άλλων σημειώνει πως συμφέρει την Ελλάδα η διατήρηση της αβεβαιότητας ως προς το τελικό καθεστώς της Τουρκίας, περισσότερο από τη διευκρίνιση ότι θα υπάρχει ειδική σχέση. Σε άλλη περίπτωση, θα εξανεμισθούν και οι ελάχιστες ελπίδες που υπάρχουν να δεχθεί η Τουρκία να διαπραγματευθεί κάποια ελληνοτουρκικά θέματα από πιο λογικές θέσεις. Εάν τα πράγματα κατασταλάξουν προς την ειδική σχέση, θα πρέπει η Ελλάδα να σπεύσει να θέσει όρους για κάτι τέτοιο. Περαιτέρω, σημειώνει μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να γίνουν σαφή προς όλες τις πλευρές τα ελληνικά όρια, οι λεγόμενες κόκκινες γραμμές, τις οποίες όταν παραβιάσει η Τουρκία, θα έχει πρόβλημα.

Το σχέδιο Ανάν και η Αθήνα: Σε διάστημα 3-4 ωρών τοποθετήθηκε στο ογκώδες εγγράφου η κυβέρνηση Σημίτη 

Η στάση της Ελλάδος: Σύμφωνα με τον Άγγελο Συρίγο, από το 1999 η κυβέρνηση Σημίτη είχε υιοθετήσει μία νέα στρατηγική επιλύσεως/διευθετήσεως του συνόλου των ελληνοτουρκικών διαφορών, που περιελάμβανε και την Κύπρο. Το Κυπριακό αντιμετωπιζόταν ως μια από αυτές τις «παλιάς κοπής» διαφορές που συνδέονταν με εθνικιστικές διαμάχες, εθνικές κυριαρχικές και κρατικά σύνορα.

…Πρωταρχικός στόχος παρέμενε η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Ήταν, όμως, πλέον αποδεκτή και η παράλληλη επίλυση του Κυπριακού, έστω και με σοβαρές υποχωρήσεις. Η κυρίαρχη κυβερνητική αντίληψη θεωρούσε πως τα μακροπρόθεσμα οφέλη από την επίλυση του Κυπριακού θα διευκόλυνε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, γεγονός καλοδεχούμενο. Θα εσήμαινε ότι η Τουρκία θα εισερχόταν σε μια υποχρεωτική φάση μετασχηματισμού, μακριά από τα εθνικιστικά πρότυπα.

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, λειτουργώντας σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση ενεθάρρυνε τις διεθνείς προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού και συμμετείχε στις σχετικές διαπραγματεύσεις. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε διάστημα 3-4 ωρών αφότου παρουσιάσθηκε το σχέδιο Ανάν, τον Νοέμβριο του 2002, η ελληνική κυβέρνηση, διά στόματος του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, έσπευσε να το χαρακτηρίσει ως «ιστορική ευκαιρία». Επρόκειτο περί μιας βιαστικής ανακοινώσεως, που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τον όγκο του σχεδίου, που μόνο μπορούσε να φυλλομετρηθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Φωτογραφία in.gr

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: