Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, ΚΥΠΕ
Σε μία σεμνή και ιδιαίτερα συγκινητική τελετή την Πέμπτη 15η Ιανουαρίου, στην Μεγάλη Αίθουσα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο διεθνούς φήμης, γεννημένος στη Κύπρο, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Minnesota των ΗΠΑ Θεοφάνης Σταύρου.
«Η Κύπρος με διαμόρφωσε σαν ιστορικό. Δεν ξέρω τι και πως ακριβώς, αλλά ό,τι και να ήταν άγγιξε σε σημείο που απλούστατα δεν μπορώ καν να σκεφτώ ότι θα γινόμουν ποτέ ο ιστορικός που είμαι σήμερα χωρίς να είχα γεννηθεί σ’ αυτό το υπέροχο και ευλογημένο νησί», είπε στην αρχή της ομιλίας του με θέμα “Σχέσεις Ελλήνων και Σλαβικών λαών τον 19ο αιώνα: μια αποτίμηση”, αμέσως μετά την περιένδυσή του με την τήβεννο της Σχολής από την Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής, καθηγήτρια Ελένη Καραμαλέγκου.
Ο Θεοφάνης Σταύρου, γεννήθηκε στο χωριό Διόριος της κατεχόμενης Κερύνειας. Στην προσφώνηση του ο Αναπληρωτής Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής Κωνσταντίνο Νίκος Μπουραζέλης, αναφέρθηκε σε αυτόν ως «γόνο της κυπριακής γης, και μάλιστα από το τμήμα της που ακόμα βιώνει το αποτύπωμα του Αττίλα», κι απ’ όπου αποδήμησε ήδη από την δεκαετία του ’50 για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Έχει συμπληρώσει εκεί πάνω από μισό αιώνα συνεχούς και καρποφόρου ερευνητικής και διδακτικής δραστηριότητας».
«Ξεκίνησα λοιπόν από ένα μικρό χωριό στο βόρειο μέρος της Κύπρου, και δεν έχω καμία αμφιβολία για την σημαντική επιρροή που είχε επάνω μου αυτός ο τόπος», ανέφερε ο κ. Σταύρου. Και προσπαθώντας στη συνέχεια να προσδιορίσει ποια ακριβώς ήταν η επιρροή αυτή, παρατήρησε:
«Δεν ήταν αυτό που έλεγε ο Σεφέρης ότι η Κύπρος είναι ο τόπος όπου υπάρχουν ακόμα θαύματα. Δεν ήταν ούτε ότι η Κύπρος ήταν μία χώρα όπου μερικά από τα πιο σημαντικά θέματα και ιδέες της σύγχρονης ανθρωπότητας δοκιμάστηκαν με τόσο βάναυσο τρόπο. Όμως ήταν, θαρρώ, όσον αφορά εμένα, ότι η Κύπρος μου χάρισε το ωραιότερο δώρο που όλοι οι ιστορικοί εύχονται να λάβουν: Την προοπτική».
Και ποια ήταν αυτή η προοπτική, θα αναρωτήθηκαν πολλοί από τους περίπου 50 ανθρώπους, ακαδημαϊκούς, φοιτητές, και άλλους που βρέθηκαν στην Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου της Αθήνας και άκουγαν με φοβερή προσοχή κάθε λέξη από την εισήγηση του κ. Καθηγητή;
«Δεν ξέρω. Μου άνοιξε, υποθέτω, τους ορίζοντες, να κοιτάξω παραέξω και να αρχίσω να ψάχνω. Ό,τι και να ήταν, όμως, με άγγιξε σε τέτοιο βαθμό που μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι θα μπορούσα να γίνω ο Ιστορικός που είμαι σήμερα χωρίς να έχω γεννηθεί σ’ αυτό το πανέμορφο νησί. Εκεί, νομίζω, πλάστηκα ως Ιστορικός. Εκεί ήταν η πρώτη έκθεσή μου σε γεγονότα που συνέβαιναν και που έπαιρναν μεγαλύτερη διάσταση μέσα στο συγκρουσιακό περιβάλλον που πολλές φορές επικρατούσε. Ήταν εκεί, στη Κύπρο, όπου πραγματικά εξοικειώθηκα με κάθε πτυχή του χώρου, των ανθρώπων του, και της κουλτούρας του».
Αποτιμώντας τώρα, στα 80 του χρόνια, την μακρά επιστημονική του πορεία, στρέφεται προς τους φοιτητές του κυρίως, και λέει «προτού αποφασίσετε να σπουδάσετε Ιστορία, να μελετήσετε πρώτα τους ιστορικούς». Γιατί;
«Γιατί η Ιστορία δεν είναι μόνο τα γεγονότα που συνέβησαν και τα πρόσωπα που τα διαμόρφωσαν ή πρωταγωνίστησαν σε αυτά. Είναι, σε τελική ανάλυση, το τι οι Ιστορικοί νομίζουν ότι έγινε. Γι’ αυτό πρέπει πάντα να διερωτόμαστε ποιανού Ιστορικού είναι το βιβλίο που διαβάζουμε, και για το οποίο αυτός ξόδεψε τόσο χρόνο για να το γράψει».
Χαρακτηρίζεται «ιστορικός διεθνούς εμβέλειας», ο οποίος έχει εστιάσει την συμβολή του ιδιαίτερα στον εξαιρετικά σημαντικό χώρο των πολιτικών θρησκευτικών και πολιτισμικών σχέσεων των σλαβικών λαών και του μεσογειακού κόσμου. Με συχνό επίκεντρο βέβαια τα ενδιαφέροντα και τις τύχες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
«Εκτός όμως της επιστημονικής του καταξίωσης εντός και εκτός ελληνόφωνων συνόρων, ο κ. Σταύρου δεν έπαψε ποτέ να διερευνά για την σύναψη συγκεκριμένων επιστημονικών επαφών με τις κοιτίδες του», ανέφερε στην προσφώνησή του ο αντιπρύτανης κ. Μπουραζέλης, σημειώνοντας και «την αξιομνημόνευτη συνεργασία του κ. Σταύρου στην επιστημονική και διοικητική υποδομή και ενίσχυση του Πανεπιστημίου της Κύπρου, στα πρώτα και μετέπειτα του βήματα.
«Κύριε συνάδελφε. Το κεντρικό Πανεπιστήμιο του Ελληνισμού σας καλωσορίζει απόψε με ιδιαίτερη χαρά ως τηλαυγή φάρο ελληνότροπης σοφίας, και παραπέρα θέλει να τονίσει τον θερμουργό λόγο και έργο της πίστης και αφοσίωσης προς τους στόχους όπου ο ομφάλιος λώρος της φύσης και της σκέψης που σας ορίζουν»
Την παρουσίαση του έργου του τιμωμένου έκανε η καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Όλγα-Αναστασία Κατσιαρδή-Hering, που γνωρίζεται μαζί του από το 1984 και διατηρούν έκτοτε θερμή φιλία.
«Με πνευματική τροφή με γέμιζαν οι συναντήσεις μας κάθε φορά, και με τις συζητήσεις μας μυήθηκα πνευματικά σε έναν ευρύ κύκλο πνευματικών προσωπικοτήτων που συνόδευσαν τον Θεοφάνη Σταύρου στη μακρά επιστημονική πορεία του. Διαπίστωσα έτσι, ότι είναι εκτός από εξαιρετικός επιστήμονας και αλιευτής νέων ιστορικών ταλέντων αλλά και συγγραφέων με φιλολογικές και πρωτοπόρες λογοτεχνικές αναζητήσεις».
Ο τιμηθείς ιστορικός είναι απόφοιτος της Αγγλικής Σχολής στη Λευκωσία. Εκπόνησε την διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, ΗΠΑ, με ειδίκευση στη ρωσική ιστορία. Φοίτησε επίσης, για περαιτέρω μεταπτυχιακές σπουδές, και στο Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ.
Στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα διδάσκει από το 1961, Ρωσική ιστορία, ιστορία του σλαβικού κόσμου, των Βαλκανίων και της Ορθοδοξίας. Στο πανεπιστήμιο αυτό ίδρυσε και διευθύνει το πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών. Μέσω αυτού του Προγράμματος, διδάσκει Νεοελληνική Ιστορία και Πολιτισμό, καθώς και την Ελληνική Γλώσσα.
Το ερώτημα που ίσως θα ήθελαν να θέσουν όλοι οι παριστάμενοι στην τιμητική εκδήλωση για τον καθηγητή κ. Σταύρου, ήταν πώς, ένας νεαρός επιστήμονας από ένα μικρό νησί της Μεσογείου ο οποίος σπουδάζει Ιστορία στην Αμερική, αποφασίζει κάποια στιγμή να στραφεί προς την μελέτη της Ρωσικής Ιστορίας;
Είπε ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο τότε καθηγητής του στην Ιντιάνα τον προέτρεψε να στραφεί προς εκείνον τον χώρο, τον σλαβικό.
«Ήταν χρόνια του Ψυχρού Πολέμου τότε στη Ρωσία, και η χώρα επικέντρωνε την προσοχή της παγκόσμιας κοινότητας. Ήμουν και εγώ παιδί του Ψυχρού Πολέμου, αλλά δεν ανήκα στη σχολή των Ρώσων εμιγκρέδων που ήρθαν από την τότε Σοβιετική Ένωση για να κάνουν σλαβικές σπουδές. Ήμουν εκτός αυτού του κύκλου. Και όταν ο καθηγητής μου με προέτρεψε να γίνω Ιστορικός της Ρωσίας, δεν το έκανε για να γίνω ακόμα ένας ειδικός σε θέματα Ψυχρού Πολέμου, αλλά για να ανακαλύψω πολλά γνώριμα και σε μένα πεδία της ιστορίας αυτής της χώρας λόγω της ελληνικής και βυζαντινής κληρονομιάς που, όπως μου έλεγε ο καθηγητής, κουβαλούσα μαζί μου».
Έτσι λοιπόν, πίσω από «πολιτικό παραπέτασμα» της τότε Σοβιετικής Ένωσης, ο Θεοφάνης Σταύρου βρέθηκε μπροστά στη μεγάλη πρόκληση να εντρυφήσει στην ρωσική Ιστορία ώστε να μάθει περισσότερα και να καταλάβει βαθιά, όπως λέει, την κουλτούρα και την ιστορική διαδρομή εκείνης της κοινωνίας.
«Πήρα ένα ρίσκο, και το ρίσκο αυτό μου βγήκε», είπε κατά την τελετή αναγόρευσης του σε διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Λαχταρούσα να διερευνήσω το ρόλο της Ορθοδοξίας στη Ρωσία, όχι όμως ως θρησκείας, αλλά ως δύναμης που μπορούσε πραγματικά να διαμορφώσει πολιτισμούς».
Τα βιβλία του, γύρω από αυτήν την ιστορική προσέγγιση, θεωρούνται κορυφαία στην κατανόηση της κουλτούρας των σλαβικών λαών, αλλά και άλλων χωρών στην νοτιοανατολική Ευρώπη.
Την ανάγνωση των κειμένων του Ψηφίσματος του Τμήματος, της Αναγόρευσης και του Διδακτορικού Διπλώματος στον κ. Σταύρου, έκανε η Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, καθηγήτρια Αναστασία Παπαδία-Λάλα.
Την Κύπρο εκπροσώπησε στην εκδήλωση η Μορφωτική Ακόλουθος της Κυπριακής Πρεσβείας στην Αθήνα, Μαρία Παναγίδου.