«Ήμουν 13 ετών και στο μυαλό μου είχα μόνο βιβλία και κορίτσια. Ένας υγιής Ολλανδός με καταγωγή από το Μαρόκο. Ύστερα κάτι συνέβη που με έκανε να νιώσω διαφορετικά από τους συμμαθητές μου. Μια μέρα, στο μάθημα Ιστορίας, ήρθε η συζήτηση στη φάτουα εναντίον του Ρούσντι. Ο καθηγητής μάς μίλησε για ελευθερία της έκφρασης. Εγώ μίλησα για προσβολή του Προφήτη. Επικράτησε μια αμήχανη σιωπή: για ποιο πράγμα μιλάει ο Αμπντελκαντέρ;»

Αυτά γράφει σε άρθρο του στη Νιου Γιορκ Τάιμς ο συγγραφέας Αμπντελκαντέρ Μπενάλι, συγγραφέας του βιβλίου «Γάμος δίπλα στη θάλασσα». Απαντώντας εκείνη την ημέρα στον καθηγητή του, μίλησε για τον ιερό χαρακτήρα του Προφήτη. Κι όσο εκείνος απαντούσε με έναν ψυχρό ορθολογισμό, τόσο περισσότερο θύμωνε. Δεν καταλάβαιναν λοιπόν ότι το θέμα είχε να κάνει με κάτι περισσότερο από τη λογική; Δεν καταλάβαιναν ότι η κοροϊδία του Προφήτη συνιστά ένα ηθικό έγκλημα;

Οι συμμαθητές του τον κοιτούσαν σαν να ήταν τρελός. Κι εκείνος φώναζε ακόμη περισσότερο. Ποτέ δεν είχε θυμώσει τόσο πολύ. Δεν επρόκειτο πια μόνο για ένα μυθιστόρημα, αλλά για τον ίδιο και για την κοινότητά του. Ήθελε εκδίκηση. Ο καθηγητής τον κοίταξε ενοχλημένος από τη συμπεριφορά του και τον έδιωξε από την τάξη.

«Για πρώτη φορά στη ζωή μου», γράφει ο Μπενάλι, «ένιωσα τι σημαίνει να είμαι Μουσουλμάνος. Δεν ήθελα να αισθάνομαι έτσι. Ήθελα να δείχνω σαν τα άλλα παιδιά στην τάξη. Ένιωσα ντροπή που πρόδωσα τη θρησκεία μου, την οικογένειά μου, τον εαυτό μου τον ίδιο. Ντροπή για ένα θυμό που δεν κατανοούσα».

Εκείνη την εποχή, γράφει ο Μπενάλι, οι Μουσουλμάνοι στο Ρότερνταμ ένιωθαν υποχρεωμένοι να δώσουν απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα. Με ποιον ήταν; Γιατί είχαν προσβληθεί; Από πού προέκυπτε ο θυμός τους; Μπορεί το ισλάμ να συνυπάρξει με τις δυτικές αξίες;

Τις απαντήσεις, ο συγγραφέας δεν τις βρήκε στα ιερά κείμενα. Τις βρήκε στη λογοτεχνία. Διάβασε τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα και την «Πανούκλα» του Καμύ. Και κατάλαβε τι εννοούσε ο Ρούσντι στους «Σατανικούς Στίχους». Ένα βιβλίο, που όταν το είχε πρωτοδιαβάσει είχε αισθανθεί την απειλή που συνιστά μια ελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία για τους θρήσκους.

Η άνοδος των εξτρεμιστών που στρατολογούν νεαρούς Μουσουλμάνους στη Δύση με ισλαμικές ουτοπίες προκαλούν ναυτία στους ευρωπαίους Μουσουλμάνους, συνεχίζει ο Μπενάλι. Αγόρια και κορίτσια εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους και μετατρέπονται σε φονικές μηχανές. Δεν φεύγουν από τη Βαγδάτη, αλλά από τις Βρυξέλλες και τη Χάγη. Οι ευρωπαίοι Μουσουλμάνοι επιμένουν ότι αυτό δεν είναι το δικό τους ισλάμ και ότι αν αυτό είναι ισλάμ, δεν το θέλουν. Η εμπειρία όμως δείχνει ότι η έλξη του εξτρεμισμού μπορεί να γίνει πολύ ισχυρή όταν μεγαλώνεις σε έναν κόσμο όπου τα μέσα ενημέρωσης και όλοι γύρω σου δείχνουν να χλευάζουν και να προσβάλλουν την κουλτούρα σου.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν συμβάλλουν στην καταπολέμηση του εξτρεμισμού υιοθετώντας την ισλαμοφοβία που καλλιεργούν οι δεξιοί λαϊκιστές. «Αυτό που παρατηρώ», σημειώνει ο συγγραφέας, «είναι μια έλλειψη θάρρους στην αντιμετώπιση των Μουσουλμάνων της Ευρώπης ως αληθινών Ευρωπαίων».

Ένας από τους πρώτους που σκότωσαν οι τρομοκράτες στο Παρίσι ήταν μουσουλμάνος: ο Μουσταφά Ουράντ, γεννημένος στην Αλγερία. Μουσουλμάνος ήταν κι ένας αστυνομικός που σκοτώθηκε, ο Άχμεντ Μεραμπέτ. Οι τρομοκράτες σκότωσαν μουσουλμάνους στο όνομα του ισλάμ.

Αυτό που συνέβη την περασμένη εβδομάδα, υποστηρίζει ο Μπενάλι, δεν έχει σχέση με την έλλειψη χιούμορ ή την αδυναμία κατανόησης ενός σκίτσου. Ούτε με το μίσος για τη Δύση. Αυτό που συνέβη είναι προϊόν ενός θυμού που έλαβε λάθος κατεύθυνση.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΘΝΟΣ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: