Αλέξανδρος Μαλλιάς: Μια Λύση για τη Κύπρο (Υστερόγραφο)




Του πρέσβη ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΛΛΙΑ, http://topotami.gr/

Ο αγαπητός από τα παλιά φίλος κ. Νίκος Μπίστης , με το άρθρο του που αναρτήθηκε στη Μεταρρύθμιση στις 8 Αυγούστου , θέλησε να σχολιάσει και να αποδοκιμάσει το περιεχόμενο δικού μου άρθρου που αναρτήθηκε στο Βήμα.gr και αναδημοσιεύτηκε στη «Μεταρρύθμιση».

Προσπαθώ ακόμη να καταλάβω αν ο στόχος του άρθρου του είναι η άσκηση κριτικής προς το Ποτάμι ή ως προς εμένα ως υποψήφιο Ευρωβουλευτή.

Στο πλαίσιο ενός ανοικτού διαλόγου, θέλω να πιστεύω ότι ο φίλος κ. Μπίστης θα μου αναγνωρίσει τουλάχιστον το δικαίωμα να εκφράζω και εγώ τις δικές μου απόψεις. Μπορούμε να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε. Μπορούμε επίσης να συμφωνήσουμε ότι σε ορισμένα θα διαφωνούμε. Δεν υπάρχει όμως λόγος να γινόμαστε άδικοι και δυσάρεστοι.

Για αυτό τον λόγο, θέλω να πιστεύω ότι τα γραφόμενα περί «εθνικισμών» ʼκλπ δεν απευθύνονται στο πρόσωπο μου.

Κατ’ αρχήν, σαν διπλωμάτης που υπηρέτησε την πατρίδα του για 35 χρόνια, υπό 11 Κυβερνήσεις και 14 Υπουργούς Εξωτερικών, σπεύδω, όπως άλλωστε έχω κατά κανόνα πράξει όταν ήμουν στο Υπουργείο Εξωτερικών, να αναλάβω το μέρος της ευθύνης που μου αναλογεί ή που μου καταλογίζεται για εσφαλμένους χειρισμούς. Αν είμαι ο μόνος υπεύθυνος, τότε μπορούμε εφεξής να είμαστε πιο ήσυχοι και ανακουφισμένοι ότι όλα θα πάνε καλά.

Οφείλω όμως να παρατηρήσω ότι η χειρότερη υπηρεσία που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε σήμερα στην εξωτερική μας πολιτική είναι μια προσέγγιση που φέρει κομματικές διόπτρες και βλέπει τα πράγματα μέσα από ιδεολογικούς φακούς. Για τον λόγο αυτό, δεν προτίθεμαι να αναφερθώ στα συν και τα πλην των χειρισμών συγκεκριμένων κυβερνήσεων, κομμάτων και πολιτικών για το Κυπριακό. Ένα μόνο θα πω: δεν είναι δυνατό όλοι να έχουν άδικο και μόνο ένας ή ένα κόμμα να έχει δίκιο.

Οι κατηγορίες στην Ελλάδα κάνουν λόγο συνήθως για: 1) «προδότες-μειοδότες» και 2) «ακροδεξιούς – εθνικιστές». Λόγω των θέσεων μου σε θέματα βαλκανικής πολιτικής, τα οποία αρμοδίως χειρίστηκα για 17 περίπου χρόνια , οι καταγγέλλοντες με κατέτασσαν στην πρώτη κατηγορία.

Σήμερα, λόγω του άρθρου μου για το Κυπριακό- στη δεδομένη χρονική συγκυρία- βλέπω ότι κάποιοι με τοποθετούν στο άλλο άκρο. Αλήθεια, τι να πω;

Είμαι επίσης υποχρεωμένος να κάνω μια επισήμανση: Είναι ανακριβής ο ισχυρισμός ότι το Ποτάμι δεν έχει πάρει θέση για το Κυπριακό.

Έχει πάρει και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και ξεκάθαρο στο βασικό κείμενο «Για μια Διαφορετική Ελλάδα σε μια πιο Δίκαιη Ευρώπη», δηλαδή στο αρχικό του μανιφέστο πριν από τις Ευρωεκλογές. Είναι εύκολο να το βρει κανείς στην ιστοσελίδα του Ποταμιού.

Επιπλέον, στο πλαίσιο του Συνεδρίου του Λαυρίου και της πρωτότυπης ανοικτής ψηφοφορίας «dotmocracy» , η συντριπτική πλειοψηφία των συνέδρων ταχθήκαμε υπέρ της στήριξης της νέας πρωτοβουλίας για το Κυπριακό ( 76% υπέρ και 18% κατά). Αυτά είναι ήδη γνωστά και δημοσιευμένα. Άρα;

Έρχομαι τώρα στην ουσία της κριτικής του φίλου κ. Νίκου Μπίστη. Αφού επέλεξε με συνοπτικές φραστικές διαδικασίες να επιχειρήσει να αποδομήσει την επιχειρηματολογία μου, παραθέτοντας εντός εισαγωγικών τις σκέψεις μου, θα τον παρακολουθήσω κάνοντας κάτι ανάλογο με τις επίσημες σημερινές θέσεις του Υπεξ.

Πριν γράψω το συγκεκριμένο άρθρο, συμβουλεύτηκα με προσοχή, όπως έχω μάθει να κάνω, την επίσημη και πρόσφατη θέση της Ελλάδας, δηλαδή της Κυβέρνησης και δη του κ. Αντιπροέδρου και Υπουργού Εξωτερικών, τις οποίες βρήκα συνθετικές ,καθαρά πολιτικές και οι οποίες με βρίσκουν σύμφωνο.

Φρόντισα επίσης, όπως τακτικά επίσης κάνω, να ενημερωθώ για το περιεχόμενο των συνομιλιών του Προέδρου κ. Νίκου Αναστασιάδη στην Αθήνα και μάλιστα για τις ζωηρές ανησυχίες που διατυπώθηκαν εκατέρωθεν για το «περιεχόμενο της λύσης». Συνεπώς, η γνώμη μου έπεται της γνώσης των πραγματικών γεγονότων.

Αλήθεια συμβαίνει το ίδιο με τις απόψεις του κ. Μπίστη; Σε μια από τις τακτικές του επισκέψεις στο πρώτο όροφο του νεοκλασσικού τον προτρέπω να ζητήσει να πληροφορηθεί. Και μετά ας κρίνει…

Παραθέτω, πρώτα, αυτούσια τα κείμενα των αντίστοιχων δηλώσεων του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου που είναι πάντοτε αναρτημένες στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ.

Τρίτη, 15 Ιούλιος 2014

Με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα ετών από την εκδήλωση του πραξικοπήματος στην Κύπρο, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ, Ευ. Βενιζέλος, προέβη στην εξής δήλωση:

«Σήμερα, το Ελληνικό Έθνος θυμάται με θλίψη και αυτοσυνειδησία το προδοτικό χουντικό πραξικόπημα του 1974 σε βάρος του Προέδρου Μακαρίου και της νόμιμης υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία πρέπει να διαφυλάττουμε ως το πιο πολύτιμο αγαθό, διότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημά μας είναι αυτό ακριβώς, η διεθνής νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως κυρίαρχο κράτος-μέλος του ΟΗΕ, ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.

Νομίζω ότι όλοι αντιλαμβανόμαστε πως χωρίς δημοκρατία και κράτος δικαίου οδηγείσαι σε επικίνδυνα ολισθήματα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε εμείς οι Ελλαδίτες, απευθυνόμενοι στους Κύπριους αδελφούς μας, είναι πως έχουμε πλήρη συνείδηση του ιστορικού βάρους.

Είμαστε ένα έθνος, είμαστε πάντα συστρατευμένοι στον κοινό σκοπό που είναι μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Κεκτημένου. Μια λύση που βασίζεται στην ύπαρξη μιας και μόνης διεθνούς νομικής προσωπικότητας, μίας κυριαρχίας και μίας ιθαγένειας.

Μιλάμε για μια λύση που θα γίνει αποδεκτή από τον Κυπριακό λαό που θα εκφραστεί άμεσα με δημοψήφισμα. Και αυτό είναι ένα κεκτημένο του Κυπριακού λαού που πρέπει να το διαφυλάξουμε, επίσης, ως ένα πολύτιμο αγαθό».

Παρασκευή, 18 Ιούλιος 2014

«Σαράντα χρόνια από την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο, η Ελλάδα υποκλίνεται στη μνήμη των πεσόντων αδελφών μας και εκφράζει το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη της προς όλους τους γενναίους, Κυπρίους και Ελλαδίτες υπερασπιστές της Μεγαλονήσου, που αντιμετώπισαν τις υπέρτερες δυνάμεις του εισβολέα, σε μία σκληρή και άνιση αναμέτρηση.

Σαράντα χρόνια μετά, οι πληγές παραμένουν ανοικτές: η συνεχιζόμενη, παράνομη τουρκική στρατιωτική κατοχή και ο παράνομος εποικισμός των κατεχομένων, το δράμα των οικογενειών των αγνοουμένων, ο ξεριζωμός των διακοσίων χιλιάδων και πλέον εκτοπισμένων αδελφών μας, η σύληση των ορθόδοξων τόπων λατρείας και των αρχαίων μνημείων του πολιτισμού μας.

Η Τουρκία εξακολουθεί να παραβιάζει κατάφωρα τη διεθνή νομιμότητα στην Κύπρο, να δηλώνει προκλητικά ότι δεν πρόκειται να συμμορφωθεί με Αποφάσεις όπως η πρόσφατη Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να αρνείται τις κυπρογενείς υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτή η σκληρή αλήθεια είναι η μία μόνο όψη της σημερινής «πραγματικότητας» του Κυπριακού. Υπάρχει και η άλλη όψη, η άλλη αλήθεια, η δική μας αλήθεια, που είναι η δοκιμασμένη αντοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία αποτελεί πλήρες και ισότιμο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγνωρίζεται ως στρατηγικός εταίρος τρίτων και αναντικατάστατος παράγοντας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο τερματισμός της κατοχής και των συνεπειών της και η εξεύρεση εθνικά αποδεκτής, συνολικής, δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού, στο πλαίσιο των σχετικών Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε. και του ευρωπαϊκού κοινοτικού κεκτημένου συνιστούν κορυφαία προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και κοινό στρατηγικό στόχο Κύπρου και Ελλάδας. Πηγή και εγγύηση της αποτελεσματικότητάς μας είναι η αδελφική συνεργασία και ο διαρκής συντονισμός των δύο κρατών μας.

Η Ελλάδα θα παραμείνει στο πλευρό της Κύπρου, συμπαραστάτης και αρωγός του κυπριακού Ελληνισμού. Η θέση μας αυτή είναι ιστορικά δεδομένη και η πορεία μας κοινή».

Αυτές είναι λοιπόν οι πλέον επίσημες θέσεις, διατυπωμένες όχι μόνο από τον κ. Αντιπρόεδρο και Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, σε μια κρίσιμη συγκυρία για το Κυπριακό, αλλά και κορυφαίο συνάμα συνταγματολόγο.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ή συμπτωματικό ότι θέλησα να τις ακολουθήσω στο άρθρο μου στο Βήμα. Διότι ακριβώς πιστεύω ότι το Κυπριακό δεν προσφέρεται για ανάλυση μέσα από ιδεολογικούς, πολιτικούς ή κομματικούς φακούς, τους οποίους ούτως ή άλλως δεν διαθέτω. Επίσης μια ιδεολογική-κομματική προσέγγιση προκαλεί σύγχυση και έχει προβλήματα. Ειδικά στην Ελλάδα.

Κοιτάξτε τι γίνεται με τη Ρωσία και την Κριμαία. Έχουμε εισβολή και προσάρτηση αλλά στην Ελλάδα, αντί να δούμε τον παραλληλισμό με το Κυπριακό, καταδικάζουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αν μη τι άλλο, τα λάθη μας θα έπρεπε να μας έχουν διδάξει ότι οι αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική πρέπει να γίνονται με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Απαιτείται επίσης, η ενημέρωση, η σύνθεση, η συνεργασία και η ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Το δικό μου άρθρο, ισχυρίζομαι ότι έχει όλα τα στοιχεία στα οποία συμφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, των νεο-φασιστών και νοσταλγών της χούντας εξαιρουμένων. Ευτυχώς.

Η κριτική όμως του φίλου Νίκου Μπίστη;

Προσωπικά ούτε απορώ ,ούτε ανησυχώ για την μη αναφορά στις δηλώσεις του κ. Αντιπροέδρου του «χαρακτήρα της δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας». Διότι , όπως έχουν σήμερα τα πράγματα , είναι μεν δεδομένος, αλλά το ζήτημα δεν είναι στον ορισμό. Είναι στο περιεχόμενο.

Όταν στο άρθρο μου κάνω σύγκριση με το δυσλειτουργικό κράτος της Βοσνίας και για την ανάγκη να μην αποδεχθούμε «μόνιμη εκτροπή από το Κοινοτικό κεκτημένο και τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλειας» τι εννοώ; Ο κ. Νίκος Μπίστης, ένας ευφυής πολιτικός, ασφαλώς καταλαβαίνει .Προσπαθεί, όμως να το αγνοήσει η και να το υποτιμήσει. Κρίμα.

Εξάλλου, οι Αποφάσεις και η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχουν κεντρική θέση στη Δήλωση της 18ης Ιουλίου.

Εγώ, επιπλέον, αναφέρθηκα στη βάση, ή στο θεμέλιο αν προτιμάτε, των Αποφάσεων αυτών που είναι η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (τότε) Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου στις δυο αρχικές προσφυγές της Κύπρου.

Λυπούμαι ειλικρινά που ο Νίκος Μπίστης, στη βιασύνη του να «αποδομήσει» την επιχειρηματολογία μου, μίλησε με τέτοια απαξίωση για τις Εκθέσεις του θεσμού αυτού. Άλλοι θα μπορούσαν και ίσως έχουν ιδιοτελές συμφέρον να το κάνουν. Όχι όμως ο αγωνιστής κατά της δικτατορίας Νίκος Μπίστης και άλλοι της γενιάς μας που γνωρίζουν την σημασία του.

Και κάτι άλλο. Όταν καθημερινά μιλάμε στη Μέση Ανατολή και αλλού για εισβολή, κατοχή, εγκλήματα πολέμου, διωγμούς αμάχων, βιασμούς, λεηλασία περιουσιών και εκκλησιών, πρόσφυγες κλπ γιατί νομίζει ο κ. Μπίστης ότι μια υπόμνηση των τουρκικών πρακτικών στη Κύπρο είναι σήμερα επιζήμια για τη διαπραγμάτευση; Ευτυχώς , στη δήλωσή του ο Υπουργός Εξωτερικών καταγράφει τις πρακτικές και τις συνέπειες των στρατευμάτων εισβολής, αγνοώντας προφανώς και τις επιφυλάξεις του κ. Μπίστη.

Ο κ. Μπίστης έχει βέβαια κάθε δικαίωμα να συνεχίσει να διαφωνεί.

Επίσης, τα στοιχεία του άρθρου μου περί της σημασίας του δημοψηφίσματος συμπεριλαμβανομένης, μπορεί να τα βρει και στη δήλωση της 14ης Ιουλίου. Αλήθεια είναι δυνατό να πιστεύει κανείς ότι αναφέρεται απλά και μόνο ως μια διαδικασία τυπικής επικύρωσης μιας ενδεχόμενης Συμφωνίας; Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προς τι η σταθερά επαναλαμβανόμενη θέση Λευκωσίας και Αθηνών ότι «δεν πρόκειται να αποδεχτούμε πιεστικά χρονοδιαγράμματα, επιδιαιτησία (τύπου κ. Ντε Σότο) και ότι τελικός κριτής θα είναι ο Κυπριακός λαός μέσω δημοψηφίσματος»;

Τον παρακαλώ και πάλι να προσέξει τη διατύπωση της εν λόγω παραγράφου της δήλωσης του κ. Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης ως προς τη σημασία του δημοψηφίσματος. Γνωρίζει πότε και γιατί έγινε «πολύτιμο κεκτημένο»;

Θυμίζω επίσης, ότι ακριβώς τα ίδια διλήμματα είχαν διατυπωθεί, με εκφράσεις τύπου «η τελευταία ευκαιρία για το Κυπριακό», και στη Λουκέρνη το 2004 . Επιπλέον, ότι πολλά ταμεία χρηματοδότησαν μια τέτοια εκστρατεία πληροφόρησης πριν από το δημοψήφισμα. Υπάρχουν δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία.

Συνεπώς, αν διαφωνεί, όπως έχει κάθε δικαίωμα ο κ. Μπίστης με το άρθρο μου, φοβούμαι ότι δεν μπορεί ταυτόχρονα να συμφωνεί με τις δηλώσεις του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών. Εκτός και εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Δεν επιθυμώ επίσης να γίνω απολογητής της πολιτικής του Τάσου Παπαδόπουλου. Σήμερα, η σώφρων στάση του Προέδρου κ. Ν. Αναστασιάδη δείχνει ότι ο εκλιπών άφησε στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα ισχυρές πολιτικές υποθήκες. Η – πίσω από τις κλειστές πόρτες- ανάπτυξη των σχέσεων της Κύπρου με το Ισραήλ και η Συμφωνία για την Α.Ο.Ζ. αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα.

Εν τέλει, αν διαφωνεί με τα γραφόμενα μου ο κ. Νίκος Μπίστης τότε σίγουρα δεν μπορεί να συμφωνεί ταυτόχρονα και με την επίσημα διατυπωμένη σημερινή θέση της Ελλάδας.

Ομολογώ ότι σκέφτηκα πολύ πριν αποφασίσω να γράψω το άρθρο αυτό ως απάντηση. Ομολογώ, επίσης, ότι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα είναι να συνεχίσω μια αρθρογραφία που σε τρίτους θα έδινε την εντύπωση ότι πρόκειται για εσωστρεφή πολιτική αντιπαράθεση.

Γιατί οφείλω να παραδεχθώ ότι δεν είμαι πολύ καλός στο ρόλο αυτό.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: