Λόγω Κίνας φοβούνται εξοπλιστικό εμπάργκο στην Τουρκία, όπως το 1974




Του Μιχαήλ Βασιλείου

Παρότι επιφανειακά η τουρκική πλευρά δείχνει ψύχραιμη, η νευρικότητα που επικρατεί αναφορικά με την εξέλιξη του θέματος της επιλογής κινεζικού αντιαεροπορικού συστήματος μακρού βεληνεκούς δεν μπορεί να κρυφτεί. Είναι δε τόσο μεγάλη η ανησυχία, που ορισμένοι δείχνουν να φοβούνται ακόμα και επανάληψη της τραυματικής εμπειρίας του εξοπλιστικού εμπάργκο που επιβλήθηκε στην Τουρκία αμέσως μετά την εισβολή στην Κύπρο του ΑΤΤΙΛΑ το 1974.

Τούρκοι επίσημοι βρίσκουν συνεχώς την ευκαιρία να επαναφέρουν το θέμα κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων Τύπου και δηλώσεων, σε μια προσπάθεια να περάσουν στην «απέναντι» πλευρά μηνύματα τα οποία μάλλον θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ένα μίγμα σημάτων συμβιβασμού και συγκεκαλυμμένων απειλών, αφού το τουρκικό «DNA» είναι άρρηκτα δεμένο με το αυτοκρατορικό παρελθόν.

Αυτό, συχνά πυκνά οδηγεί σε μεγάλα λάθη, καθώς η εξαιρετικά «διογκωμένη» εικόνα που έχουν οι Τούρκοι για τον εαυτό τους και τη χώρα τους, προσβάλλει τη λογική και μάλιστα σε χώρες που γενικά δεν εκτιμούν και πολύ τα «κοκοράκια» στις διεθνείς σχέσεις. Και είναι τέτοια η φύση των διεθνών σχέσεων, ώστε δεν πρόκειται ποτέ η Τουρκία να βιώσει με δηλώσεις την αμφισβήτηση αυτής της συμπλεγματικής αυτοπεριγραφής, καθώς όλα γίνονται με πράξεις…

Για μια ακόμη φορά, το θέμα εγέρθηκε μέσω δηλώσεων ενός από τα πλέον σοβαρά και έμπειρα στελέχη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, τον υφυπουργό του τομέα (SSM), Μουράντ Μπαγιάρ (φωτογραφία), ο οποίος ίσως και να αποχωρήσει μετά από δεκαετή θητεία στη θέση, με τους ψιθύρους να αναφέρουν ότι ίσως επρόκειτο για την τελευταία του συνέντευξη στο συγκεκριμένο αξίωμα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το SSM είχε συνολικά τέσσερις επικεφαλής τα τελευταία 30 χρόνια…

Μπορεί η πολιτική ηγεσία να επιχειρεί να πιστωθεί ένα «βιομηχανικό θαύμα», όμως η επί πολλά έτη ηγεσία του συγκεκριμένου αξιωματούχου, έχει οδηγήσει σε πολλά από τα σημερινά αποτελέσματα, έχοντας συνολικά διαχειριστεί περί τα 400 εξοπλιστικά και αναπτυξιακά προγράμματα την τελευταία δεκαετία. Ο Μπαγιάρ ακολούθησε σχετική αναφορά του υπουργού Εξωτερικών, Αχμέτ Ντραβούτογλου, στο διεθνούς φήμης συνέδριο του Μονάχου για τα θέματα της διεθνούς ασφάλειας.

Ο Μπαγιάρ λοιπόν, βρήκε ξανά την ευκαιρία να απορρίψει την κριτική που ασκείται για την προμήθεια του κινεζικού συστήματος HQ-9 (κωδικοποίηση εξαγωγικής έκδοσης, FD-2000), ότι η Τουρκία αδιαφόρησε για τις ανησυχίες της Δύσης. Ταυτόχρονα όμως μίλησε για «κάποιες ανησυχίες που θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε», κατονομάζοντας τη διαλειτουργικότητα και συνεργασία του συστήματος με αυτά της Δύσης, καθώς επίσης και στον τομέα της ασφάλειας πληροφοριών. «Τις έχουμε αποδεχτεί και παίρνουμε μέτρα», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας, «εάν το επιθυμούν, μπορούμε να τους εξηγήσουμε», αφού «οι σύμμαχοί μας δεν έχουν όλες τις λεπτομέρειες.

Αμέσως μετά φρόντισε να υπενθυμίσει με έναν τόνο που έμοιαζε σχεδόν παρακλητικός, ότι οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές εταιρίες έχουν περιθώριο μέχρι τον Απρίλιο (επεκτάθηκε η αρχική προθεσμία που έληγε στα τέλη Ιανουαρίου) να βελτιώσουν τις προσφορές τους στον διαγωνισμό που παραμένει ακόμα ανοιχτός, σε μια έμμεση διαμήνυση από την πλευρά της κυβέρνησης Ερντογάν προς τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, ότι αναζητά το πρόσχημα που θα επιτρέψει στη χώρα του να απεμπλακεί από την – καταρχήν – επιλογή του κινεζικού συστήματος.

Κάπου εκεί όμως αρχίζει και η αντίστροφη ανάγνωση. Η εκ νέου αναφορά του ζητήματος τη στιγμή που εκπνέει και ο Φεβρουάριος και έμειναν πλέον περί τους δυο μήνες για να παρέλθει η νέα προθεσμία, μάλλον θα πρέπει να ερμηνευθεί ότι μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ουδείς έσπευσε να καταθέσει βελτιωμένη πρόταση για να «χτυπήσει» τους Κινέζους.

Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στον ότι από οικονομικής απόψεως και με κριτήριο τα μεταφορά τεχνογνωσίας, η πρότασή τους είναι απλώς αχτύπητη. Θα μπορούσε όμως να σημαίνει και ότι η «προσβεβλημένη Δύση» έχει αποφασίσει να μη «διευκολύνει» την Τουρκία, διαμηνύοντας στους Τούρκους, ότι «εσείς δημιουργήσατε το πρόβλημα, εσείς να το επιλύσετε». Και ας μην ξεχνάμε, ότι η κινεζική Precision Machinery Export-Import Corp. (CPMIEC), είναι εταιρία που βρίσκεται στο στόχαστρο των αμερικανικών κυρώσεων, αφού εμπλέκεται στη διασπορά τεχνολογίας σε περιοχές του πλανήτη που… δεν θα έπρεπε (Ιράν Βόρεια Κορέα).

Εάν αυτή είναι η στάση τηρηθεί μέχρι το τέλος, θα πρόκειται για έναν συστηματικό και απολύτως σκόπιμο πόλεμο νεύρων, με στόχο την κυβέρνηση Ερντογάν και τον πρωθυπουργό της Τουρκίας αυτοπροσώπως. Κάπου εκεί ο Μπαγιάρ προέβη στην τραυματική αλλά τόσο διδακτική εμπειρία με το αμερικανικό εξοπλιστικό εμπάργκο το 1974, ένα εμπάργκο το οποίο έπεισε την Τουρκία ότι η δραστική μείωση της εξάρτησης από διεθνείς προμηθευτές για τις ένοπλες δυνάμεις της, θα πρέπει απλά να αναδειχθεί σε πρωτεύοντα στόχο στον τομέα της εθνικής ασφάλειας.

Η αναφορά φαίνεται πως έγινε για να βρει ευκαιρία να προσθέσει ο αξιωματούχος, σε μια ακόμη τοποθέτηση με στόχο να ακουστεί στη Ουάσιγκτον και στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ, ότι ενδεχόμενο εμπάργκο θα ήταν μια αμοιβαίως αυτοκαταστροφική ενέργεια. Γιατί όμως αναφέρθηκε; Ανησυχούν για τέτοιο ενδεχόμενο οι Τούρκοι, ή/και έχουν λάβει πληροφόρηση πως κάτι παίζεται στο παρασκήνιο;

Κάπου εκεί, ο Μπαγιάρ ζήτησε και την αύξηση του προϋπολογισμού για την άμυνα από τα 16 δισεκατομμύρια δολάρια που είναι σήμερα, αποκαλύπτοντας ένα ενδιαφέρον αριθμητικό στοιχείο και επιχειρώντας να αφυπνίσει τους αφελής στην Ελλάδα που ονειρεύονται αμοιβαίες μειώσεις εξοπλισμών, ενώ αφήνουν τις Ένοπλες Δυνάμεις στην τύχη τους.

Το βέβαιο είναι, ότι ενώ ο λάτρης της «σκληρής και άκαμπτης» γραμμής, Ερντογάν, αποφάσισε να προκαλέσει τη Δύση επιχειρώντας να αποσπάσει ανταλλάγματα, ποτέ δεν περίμενε να εξελιχθεί στο θέμα που θα έφερνε τη δική του χώρα με την πλάτη στον τοίχο…

ΠΗΓΗ: www.defence-point.gr

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: