Παρακαταθήκη ενός διπλωμάτη: Σκέψεις και προβληματισμοί από την 38ετή σταδιοδρομία του Γεωργίου Παπούλια




Του ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΑΠΑΡΣΕΝΟΥ*

Γνώρισα τον πρέσβη Γεώργιο Παπούλια τον Σεπτέμβριο του 1983, όταν ανέλαβε την πρεσβεία της Ελλάδος στην Ουάσιγκτον, σε μια περίοδο έντασης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων όταν τις δύο χώρες κυβερνούσαν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Με την αρχοντιά και αυτοπεποίθηση που τον ξεχώριζαν, πρόβαλλε ακατάπαυστα τις ελληνικές θέσεις σε όλα τα κέντρα εξουσίας και προστάτευσε αποτελεσματικά τα εθνικά συμφέροντα σε ένα δύσκολο περιβάλλον αμοιβαίας δυσπιστίας, που επιβαρυνόταν από την αρνητική στάση της κυβέρνησης Ρέιγκαν και από την ενοχλητική ρητορεία του Παπανδρέου, δυσχεραίνοντας έτσι την αποστολή του.

Με πολλά «αγκάθια» στις διμερείς σχέσεις, δεν φοβόταν και δεν κρυβόταν όπως άλλοι συνάδελφοί του σε περιόδους κρίσεων και απέδειξε τις ικανότητές του και στις «τρικυμίες» που κυριαρχούσαν στις διμερείς σχέσεις, με αποκορύφωμα την ταξιδιωτική οδηγία το καλοκαίρι του 1985, και στα «ήρεμα νερά» που ακολούθησαν, χωρίς όμως να εκλείψουν τα σύννεφα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ενέπνεε τον σεβασμό και την αφοσίωση στους συνεργάτες του δημιουργώντας ένα μοναδικό esprit de corps και μια «σχολή» στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον μέχρι την επιστροφή του στην Αθήνα έξι χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1989, για να αναλάβει αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών στις υπηρεσιακές κυβερνήσεις Γρίβα (Οκτώβριος 1989) και Ζολώτα (Φεβρουάριος 1990) καθώς και αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις επί ένα τρίμηνο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1990).

Δύο ενότητες

Το βιβλίο του «Κείμενα Διπλωματίας και Πολιτικής» που κυκλοφόρησε πέρυσι τον Οκτώβριο από το Μουσείο Μπενάκη, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, αποτελείται από δύο τμήματα. Στο πρώτο και μεγαλύτερο καταγράφονται οι αναμνήσεις του από τη 38ετή διπλωματική σταδιοδρομία του και στο δεύτερο περιλαμβάνονται ομιλίες, άρθρα και ανέκδοτα κείμενά του για επίκαιρα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Από τον Σεπτέμβριο 1955, όταν εισήλθε στο υπουργείο Εξωτερικών, μέχρι το τέλος του 1993, οπότε αφυπηρέτησε, ο Γ. Παπούλιας ήταν παρών σε κρίσιμες φάσεις των εθνικών θεμάτων. Ιδιαίτερα από τα τέσσερα πρεσβευτικά του πόστα κατά σειράν, στη Νέα Υόρκη (ΟΗΕ), Αγκυρα, Ουάσιγκτον και Λονδίνο (1975-1993), ενεπλάκη σε λεπτές διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το «Μακεδονικό» προσερχόμενος σ’αυτές πάντα «με θάρρος και όχι με δέος». Η πλούσια διπλωματική εμπειρία του (νωρίτερα είχε υπηρετήσει ως γραμματέας ή σύμβουλος πρεσβείας σε Νέο Δελχί, Βόννη, Γενεύη, Θεσσαλονίκη και Παρίσι), καθώς και η εκτίμηση και η εμπιστοσύνη με τις οποίες τον περιέβαλαν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής, συνέβαλε στην υπουργοποίησή του την περίοδο 1989-1990.

Στο βιβλίο του, που αποτελεί μια παρακαταθήκη για τη νεότερη γενιά των Ελλήνων διπλωματών, εκτός από τις προσωπικές στιγμές του και τις κρίσεις του για πλήθος προσωπικοτήτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, είναι εμφανή η αγωνία και οι προβληματισμοί του για την πορεία των εθνικών θεμάτων, αφού εκτός από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που τη χαρακτηρίζει «το σημαντικότερο επίτευγμα των μεταπολιτευτικών χρόνων» χάρις στην ηγετική προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ανησυχεί ότι κανένα από τα μείζονα ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν έχει επιλυθεί.

Ετσι, για το Κυπριακό εκφράζει την απογοήτευσή του από την έλλειψη προόδου λόγω της αδιαλλαξίας της τουρκικής πλευράς και τη μη εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά θεωρεί εσφαλμένη την εκτίμηση των ηγετών της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι «ο χρόνος εργαζόταν υπέρ αυτών», μια αντίληψη που συνέβαλε στην απώλεια ευκαιριών για την επίλυση του προβλήματος.

Παρότι τάσσεται υπέρ της εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, υποστηρίζει ότι αυτή προσκρούει στην «αναθεωρητική» πολιτική της Αγκυρας, που επιδιώκει τη μετατροπή του ανατολικού Αιγαίου σε ζώνη τουρκικής συνδιαχείρισης ή και συγκυριαρχίας. Για το «Μακεδονικό», όπου ορίσθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ειδικός διαπραγματευτής στον ΟΗΕ από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο 1993, επισημαίνει τις χαμένες ευκαιρίες και τους εσφαλμένους χειρισμούς, θεωρώντας ως μόνη διέξοδο μια σύνθετη ονομασία για το γειτονικό κράτος, όπως η Nova Makedonija, που προτάθηκε τον Μάιο 1993 με το σχέδιο συμφωνίας Βανς-Οουεν και «κάλυπτε λυσιτελέστερα τις ελληνικές επιδιώξεις».

Ιδιαίτερα καυστικός είναι ο συγγραφέας για τις διαχρονικές ελληνικές παθογένειες, όπως η «άμετρη εσωστρέφεια», η εξάρτηση της εξωτερικής πολιτικής από εσωτερικές σκοπιμότητες, το πολιτικό κόστος και τα δεινά του λαϊκισμού, «ο μαξιμαλισμός» χωρίς διαθέσιμα μέσα για την επίτευξη των στόχων, «ο υφέρπων απομονωτισμός», καθώς και η «άρνηση διαπραγμάτευσης, που υπονομεύει τη διεθνή θέση της χώρας, όσο δίκαιο και αν έχει».

«Αν επιμείνουμε στον λαϊκισμό και σε έναν κούφιο μαξιμαλισμό, αν συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε στην εξωτερική πολιτική μια γλώσσα που έχει παύσει να είναι διεθνώς κατανοητή, αν συνεχίσουμε να υβρίζουμε και να λοιδορούμε ξένους λαούς, κυβερνήσεις και ολόκληρα συστήματα, όπως η Ε.Ε., θα λογοδοτήσουμε για την άδικη ζημιά που θα έχει συντελεσθεί εις βάρος της πατρίδας μας», έγραφε χαρακτηριστικά το 1994, διαπιστώσεις που ηχούν εξίσου επίκαιρες δύο δεκαετίες αργότερα.

​​Γεώργιος Δ. Παπούλιας, «Κείμενα Διπλωματίας και Πολιτικής»,  Εκδοση Μουσείου Μπενάκη, 2012, σελ. 265

* Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στο γραφείο Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον επί θητείας Γ. Παπούλια

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή”: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_18/05/2013_520770

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: