Νίκος Μούγιαρης: Να εκδιωχθεί ο Ντάουνερ από διαμεσολαβητής




Του ΠΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, “Φιλελεύθερος”

Εκστρατεία για την απομάκρυνση του Αλεξάντερ Ντάουνερ από τη θέση του διαμεσολαβητή στο Κυπριακό ξεκινούν φορείς της Ομογένειας των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η ΠΣΕΚΑ, η Κυπριακή Ομοσπονδία Αμερικής και το Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC). Ο ιδρυτής και πρόεδρός του HALC, Νίκος Μούγιαρης, ανακοινώνει μέσω του «Φ» ότι το θέμα θα συζητηθεί στο ετήσιο συνέδριο της ΠΣΕΚΑ στην Ουάσιγκτον (4 με 6 Ιουνίου), ενώ ετοιμάζεται συγκέντρωση χιλιάδων υπογραφών με αίτημα προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για την αντικατάσταση του Αυστραλού αξιωματούχου.

Σχετικές συζητήσεις γίνονται με εκπροσώπους ομογενειακών οργανώσεων σε Αγγλία, Αυστραλία και Ελλάδα, καθώς και με μαζικούς φορείς στην Κύπρο, εκπροσώπους προσφυγικών σωματείων, κομμάτων και την Εκκλησία.

            «Είναι πλέον φανερό ότι ο κ. Ντάουνερ είναι μονόπλευρος και ξεπερνά τα όρια των καθηκόντων του. Δυστυχώς, απέδειξε ότι δεν είναι δίκαιος και αντικειμενικός διαμεσολαβητής. Επομένως, θα απαιτήσουμε όλοι μαζί την αποπομπή του για να προλάβουμε τα χειρότερα», δήλωσε ο κ. Μούγιαρης, σε εκτενή συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα μας. Για πρώτη φορά, μιλά για μια σειρά θεμάτων που αφορούν την προσωπική διαδρομή του στα δρώμενα της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, τις αδυναμίες και τις δυνατότητες της Ομογένειας, το Κυπριακό, την οικονομική κρίση, την αμερικανική πολιτική, την κυβέρνηση Ομπάμα και τους σκοπούς ίδρυσης -πριν ενάμισι χρόνο-, του μη κερδοσκοπικού οργανισμού «Hellenic American Leadership Council» (HALC), «με βασική επιδίωξη τη συστηματική, συντονισμένη και αποτελεσματική προώθηση θεμάτων του Ελληνισμού», όπως ανέφερε.

            Για τον Νίκο Μούγιαρη αναφερθήκαμε πριν λίγες εβδομάδες, με αφορμή την προσφορά του -600 χιλιάδων δολαρίων- προς την Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών «Οδυσσέας Ελύτης» στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ. Οι συνολικές δωρεές του για εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς και ανθρωπιστικούς σκοπούς είναι αρκετά εκατομμύρια δολάρια μέχρι σήμερα, χωρίς φυσικά να υπολογίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά που διέθεσε όλα αυτά τα χρόνια για την προβολή του Κυπριακού στις Ηνωμένες Πολιτείες.

            Απαντώντας σε ερωτήσεις μας για το Κυπριακό, σε σχέση με το ρόλο της Ομογένειας, ο κ. Μούγιαρης εξέφρασε την ελπίδα ότι «το 2004 μάς έγινε μάθημα, ώστε να μην βρεθούν πολιτικοί που να τρέφουν αυταπάτες ότι μπορεί να επανέλθουν τέτοιας μορφής σχέδια», υπογραμμίζοντας ότι «σίγουρα, εξακολουθούν να υπάρχουν συμφέροντα και πρόσωπα που σκοπεύουν να ξαναδημιουργήσουν τέτοιες καταστάσεις, αλλά πρέπει να φροντίσουμε από τώρα, εντός και εκτός Κύπρου, για να προλάβουμε το κακό».

            Ο συμπατριώτης μας ομογενής διατυπώνει την άποψη ότι «πρώτα, πρέπει να καταφέρουμε να πείσουμε και να είμαστε σίγουροι για την αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό, γιατί ακόμη η Ουάσιγκτον στο δικό μας θέμα επηρεάζεται από την πολιτική του Λονδίνου. Πρέπει να τους πείσουμε ότι δεν συμφέρει τις ΗΠΑ και το Ισραήλ να νομιμοποιηθεί στην Κύπρο ένα κράτος ή ένα κρατίδιο που θα είναι ισλαμικό, κάτι που επιδιώκει η Τουρκία. Και με τις εξελίξεις στο θέμα των υδρογονανθράκων έχουμε πλέον μια μοναδική ευκαιρία ώστε η Κύπρος να γίνει διεκδικητική και να έχει ρόλο στην περιοχή».

            Στην ερώτησή μας αν πιστεύει ότι μπορεί να λυθεί το Κυπριακό, απάντησε θετικά, σημειώνοντας ότι «για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο εξαρτάται πρώτα από την ενότητα και τον πατριωτισμό μας. Μπροστά στις πιέσεις για λύσεις απαράδεκτες, οι μεσολαβητές θα πρέπει να ξαναβρούν απέναντί τους αποφασιστικότητα και ξεκάθαρες θέσεις. Πρώτοι εμείς θέλουμε λύση, γιατί ο Κυπριακός λαός βιώνει τα τραγικά αποτελέσματα της τουρκικής κατοχής. Αν όμως δεν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει με μεθοδικότητα να τις καλλιεργήσουμε. Μπορούμε να αντεπεξέλθουμε και με τα καινούρια δεδομένα της οικονομικής κρίσης. Να μη ξεχνάμε ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει μεγαλύτερα προβλήματα, που, ακόμη δεν άρχισαν να φαίνονται σε όλη τους την έκταση. Πρέπει να αντέξουμε και να οργανωθούμε. Ξέρουμε επίσης ότι ιδανικές λύσεις είναι πια εκτός πραγματικότητας, αλλά μπορούμε να βρούμε μια σωστή, αποδεκτή λύση, χωρίς επεμβατικά δικαιώματα, χωρίς κατοχικά στρατεύματα και έποικους, μια λογική λύση που θα εγγυάται την ειρηνική συνύπαρξη των δυο κοινοτήτων και δεν θα θέτει σε κίνδυνο το μέλλον του Ελληνισμού στο νησί».

            Όσον αφορά τα «νέα δεδομένα» εξαιτίας της οικονομικής καταστροφής και τους κινδύνους που περικλείνονται για την ασφάλεια της Κύπρου, ο κ. Μούγιαρης υπογράμμισε ότι «το παιχνίδι δεν τελείωσε. Ο τόπος μας βίωσε χειρότερες τραγωδίες, όπως αυτή του 1974. Ψευτοϋποσχέσεις και λάθη πολιτικών, διαπλεκόμενα συμφέροντα του πολιτικού συστήματος με τραπεζίτες έφεραν τον τόπο μας σ’ αυτή την τραγική κατάσταση. Πιστεύω ότι η Κύπρος θα πρέπει να μείνει μέσα στην ευρωζώνη, γιατί αλλιώς θα έχουμε άλλες περιπέτειες. Με φαντασία, καινοτομία, όραμα και εξυπνάδα θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω οι τομείς του τουρισμού, της ναυτιλίας και της γεωργίας. Η Κύπρος και η Ελλάδα μπορούν να γίνουν περιζήτητες χώρες για εξαγωγές οικολογικών προϊόντων, μέσα από τη δημιουργία συνεταιρισμών, ανοίγοντας καινούριες αγορές και με πρωταρχικό στόχο την ανάπτυξη και το συμφέρον των πολιτών».

Οι στόχοι του HALC

            Για την απόφασή του να ιδρύσει το «Hellenic American Leadership Council» (HALC), διαθέτοντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, επισήμανε ότι «για πολλά χρόνια υπάρχει η κοινή διαπίστωση ότι στην Ομογένεια απουσιάζει ένας οργανισμός που θα έχει συντονιστικό ρόλο και θα μπορέσει να φέρει μαζί όλο τον Ελληνισμό και προπαντός τους νέους. Επίσης, λόγω του υπαρξιακού προβλήματος που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα, την Κύπρο και στο δικό μας χώρο, βλέπουμε ότι αν δεν γίνει κάτι, μια μέρα δεν θα υπάρχει ελληνική κοινότητα. Απουσιάζουν τα ινστιτούτα εκείνα που θα μπορούσε ο Έλληνας της Διασποράς να προσβλέπει και να πιστεύει, γι’ αυτό το λόγο οι περισσότεροι απομακρύνονται και η πλειοψηφία των ομογενών είναι εκτός των φορέων και των εκδηλώσεων της Ελληνοαμερικανικής κοινότητας. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Δυστυχώς, η Εκκλησία που θα έπρεπε να ήταν ο φύλακας της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού δεν είναι το ινστιτούτο που θα μπορούσε να είναι. Γι’ αυτό, όλο και λιγοστεύει ο αριθμός των ατόμων που ακολουθεί την Εκκλησία. Την ίδια στιγμή, φθίνουν και οι σύλλογοι γιατί δεν αποκτούν καινούρια μέλη. Στο Μανχάταν, που είναι το κέντρο του κόσμου και ζουν οι περισσότεροι πλούσιοι Έλληνες, δεν υπάρχει καν ένα ελληνικό πολιτιστικό κέντρο».

            Στην ερώτηση «πώς μπορεί να κάνει τη διαφορά το HALC και πάνω σε ποια βάση», ο κ. Μούγιαρης ανέφερε ότι «ο σκοπός του HALC είναι να οργανώσει τον Ελληνισμό με τέτοιο τρόπο, που να μπορέσουμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, να φέρουμε τις νέες γενιές της Ομογένειας πιο κοντά στον πολιτισμό μας, στη γλώσσα μας, στην ιστορία μας και στα εθνικά μας θέματα, ενδυναμώνοντάς μας σαν κοινότητα ώστε να έχουμε και πιο αποτελεσματική επιρροή στην Ουάσιγκτον και γενικά στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι δυνατότητες υπάρχουν, αλλά ποτέ δεν οργανωθήκαμε σωστά. Οι Εβραίοι, για παράδειγμα, παρά τις όποιες διαφορές μεταξύ τους, κατάφεραν να λειτουργούν επαγγελματικούς φορείς που ξέρουν πως να προωθούν τα δικά τους ζητήματα. Εμείς στηριζόμαστε πάντα σε εθελοντικούς οργανισμούς και γι’ αυτό το λόγο, όσον και να προσπαθούμε, όσα χρήματα και να ξοδεύουμε, δεν μπορούμε να καταφέρουμε πολλά».

            Για τις αιτίες της αποτυχίας, τόνισε ότι «το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο και οφείλεται σε πολλούς λόγους. Κάθε προσπάθεια πρέπει να έχει και ηγέτες και όταν δεν υπάρχουν ηγέτες που να αντιπροσωπεύουν επάξια τον κόσμο και να σκέφτονται ευρύτερα, με ενωτική διάθεση, γνώσεις και ξεκάθαρους στόχους, τότε οι σκόρπιες ενέργειες, όσο αξιόλογες και να είναι μερικές φορές, αποτρέποντας, ίσως, πιο δυσάρεστε εξελίξεις στο εθνικό μας θέμα, σε τελική ανάλυση δεν φέρνουν το απαιτούμενο αποτέλεσμα. Επαναλαμβάνω ότι ο μόνος οργανισμός που θα μπορούσε να διαδραματίσει αυτό το ρόλο ήταν η Εκκλησία. Αλλά, δεν ανταποκρίνεται και δεν μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτό το ρόλο, γιατί η Αρχιεπισκοπή υπάγεται στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης».

            Στην ερώτησή μας «αν αποτελεί αποτυχία της Ομογένειας, γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα αντιπροσωπευτικό πολιτικό φορέα και άφησε αυτό το ρόλο στην Εκκλησία;» ο γνωστός ομογενής παράγοντας υπογράμμισε ότι «στον χώρο της Εκκλησίας ισχυρίζονται ότι έχουμε και πολιτική αντιπροσώπευση, αλλά δεν έχουμε. Η πολιτική αντιπροσώπευση μιας κοινότητας εδώ στην Αμερική πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας σωστά οργανωμένης, δημοκρατικής διαδικασίας. Η αδυναμία εντοπίζεται και στο γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν μπορέσαμε ως ελληνοαμερικανική κοινότητα να έχουμε υπολογίσιμο ρόλο σε τοπικό πολιτικό επίπεδο, εκτός από μικροεξαιρέσεις. Οι κοινότητες που κατάφεραν να έχουν επιρροή σε εκλογικές αναμετρήσεις, υπολογίζονται από όλους τους υποψηφίους για δημοτικά, πολιτειακά και ομοσπονδιακά αξιώματα, ακόμη και για την εκλογή προέδρου των ΗΠΑ. Η ελληνοαμερικανική κοινότητα δεν μπόρεσε ακόμη να κατοχυρώσει ένα τέτοιο ρόλο. Χρειάζεται αρκετή δουλειά, στηριγμένη σε επαγγελματικά πλαίσια, με ικανούς ανθρώπους και με αποκρυσταλλωμένες θέσεις, όχι «ήξειςαφήξεις» ανάλογα με επιλογές και συμφέροντα προσώπων και οργανώσεων».

            Μιλώντας για το ίδιο θέμα, αναφέρθηκε στην περίπτωση των προεδρικών εκλογών του 2000. «Τότε, ο Τζορτζ Μπους κέρδισε την προεδρία με 1470 περισσότερους ψήφους στην πολιτεία της Φλόριντα, όπου ζουν γύρω στις 100 χιλιάδες Έλληνες. Φαντάσου να ήμασταν οργανωμένοι σε τέτοιο βαθμό και να πηγαίναμε στον Μπους ή στον Γκορ και να τους λέγαμε έχουμε δέκα ή είκοσι χιλιάδες ψήφους και ένα εκατομμύριο δολάρια, αλλά έχουμε κι αυτά τα θέματα-αιτήματα. Αν μας βοηθήσετε, θα σας βοηθήσουμε. Αυτό κάνει η εβραϊκή κοινότητα και άλλες κοινότητες. Εμείς δεν το έχουμε κάνει ποτέ και έχουμε αρκετό κόσμο σε όλες τις πολιτείες-κλειδιά. Ιδού η δύναμή μας!»

            Για τον Μπαράκ Ομπάμα εξέφρασε την άποψη ότι «για τα δικά μας θέματα είναι κακοπληροφορημένος και δεν μπορέσαμε ως κοινότητα να τον πλησιάσουμε. Μιλάμε με τον αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν, αλλά έχει αποδειχτεί, τουλάχιστον κατά την πρώτη τετραετία, ότι ο Μπάιντεν δεν έχει ουσιαστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική».

            Στην ερώτησή μας «αν το HALC, για παράδειγμα, εξελιχθεί σ’ ένα ισχυρό οργανισμό, αποκτώντας την ικανότητα να κάνει όλα αυτά που προανέφερε για το Κυπριακό και τα άλλα εθνικά ζητήματα, τι θα μπορεί να αλλάξει όταν η αμερικανική εξωτερική πολιτική, όπως υποστηρίζουν αρκετοί, είναι δεδομένη, με βάση συγκεκριμένα συμφέροντα; Θα έχει τη δυνατότητα ένας τέτοιος φορέας να αναθεωρήσει ακόμη και επιλογές της Ουάσιγκτον;», ο Νίκος Μούγιαρης απάντησε ως εξής:

            «Ναι, το πιστεύω απόλυτα. Αν δεν πίστευα σε μια τέτοια προοπτική, ούτε το HALC θα δημιουργούσαμε και ούτε θα διαθέταμε μεγάλα χρηματικά ποσά για την προώθηση των ελληνικών θεμάτων. Και πάλι, αν πάρουμε ως παράδειγμα την εβραϊκή κοινότητα, θα δούμε ότι κάποτε ήταν εξοστρακισμένη από την πολιτική, τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ και γενικά από την αμερικανική κοινωνία και με προγραμματισμό, πείσμα, μεθοδικότητα και επένδυση προσπαθειών και χρημάτων, κατάφερε να έχει κύρος και δύναμη. Ήδη, ξεκινήσαμε για να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για τις επιδιώξεις μας σε τοπικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας “ψήφο και χρήμα”. Έχουμε συχνές επαφές με Αμερικανούς αξιωματούχους σε διάφορες πολιτείες, με δημάρχους, κυβερνήτες, βουλευτές και γερουσιαστές, ώστε πρώτα να ξέρουν ποιοι είμαστε, ανοίγοντας κανάλια επικοινωνίας και συνεργασίας. Θα τους στηρίζουμε, αν μας στηρίξουν. Αυτή είναι η θέση μας».

            Για το ίδιο θέμα, πρόσθεσε ότι «εμείς, που έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας στο θέμα της Κύπρου, που έχουμε υπολογίσιμο αριθμό ομογενών σε όλη την Αμερική, ενώ δεν υστερούμε ούτε στον οικονομικό τομέα, μέχρι τώρα δεν καταφέραμε να έχουμε μια ενιαία φωνή και μια πολιτική εκπροσώπηση στην Ουάσιγκτον. Πιστεύω λοιπόν ακράδαντα ότι αν στο HALC καταφέρουμε να προσελκύσουμε νέους Ελληνοαμερικανούς επαγγελματίες, επιστήμονες, καθηγητές, άτομα που διαπρέπουν σε διάφορους κλάδους και ενώσουμε όλες αυτές τις σκορπισμένες μονάδες του Ελληνισμού, τότε μπορούμε να επιτύχουμε πολλά. Παράλληλα, μπορούμε να πείσουμε με το έργο μας την Αθήνα και τη Λευκωσία για πολιτικές που δεν θέλησαν μέχρι σήμερα να ακολουθήσουν ή που δεν τόλμησαν να τις θέσουν ως προτεραιότητά τους».

Το όνειρο της Αμερικής

            Ο Νίκος Μούγιαρης γεννήθηκε στην Αθηένου και φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Κερδίζοντας υποτροφίες, σπούδασε χημεία στο St. John’s University της Νέας Υόρκης και έκανε μεταπτυχιακά στο Rutgers University του Νιου Τζέρσεϊ. Στη συνέχεια, ανέπτυξε επιχειρηματικές δραστηριότητες στη βιομηχανία καλλυντικών. Είναι ιδρυτής και ιδιοκτήτης της εταιρίας “Mana Products”, με έδρα το Κουίνς της Νέας Υόρκης, ενώ παράλληλα ανέπτυξε επιχειρηματικές δραστηριότητες σε άλλους κλάδους. Βραβεύτηκε και τιμήθηκε από αρκετούς οργανισμούς στην Κύπρο, την Ελλάδα και τις ΗΠΑ, ενώ του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ellis Island.

            Κατά τη συνέντευξή του στο “Φ” αναφέρθηκε επίσης και στα πρώτα του χρόνια στην Αμερική, στις δυσκολίες που αντιμετώπισε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, στην επαγγελματική του δράση, στην ίδρυση της εταιρείας καλλυντικών, καθώς και στην ενεργοποίησή του στα κοινά της Ομογένειας.

«Η Αμερική ήταν ένα παιδικό όνειρο που είχα μαζί με το φίλο και συμμαθητή μου στο πρακτικό τμήμα του Παγκυπρίου Γυμνασίου, Ανδρέα Ζόρμπα, που ήμασταν γείτονες στην Αθηένου, όπως είπε, προσθέτοντας: «Επειδή και οι δυο είχαμε θείους στην Αμερική, θεωρήσαμε πως ήταν κάπως πιο εύκολο για να πάμε να σπουδάσουμε.  Όταν τον Ιούνιο του 1963 αποφοιτήσαμε, είχαμε μεταβεί στο αμερικανικό προξενείο στη Λευκωσία για να πάρουμε βίζα. Ο Ανδρέας είχε πάρει την βίζα και εμένα -για αδιευκρίνιστους λόγους- με είχαν απορρίψει και έτσι δεν μπόρεσα να έρθω μαζί του και αποφάσισα να μεταβώ στην Αγγλία, όπου εκεί ζούσαν τότε ο αδελφός μου και ο θείος μου. Στη συνέχεια, μπόρεσα τελικά να πάρω βίζα για τις ΗΠΑ από την αμερικανική πρεσβεία στο Λονδίνο. Αφίχθηκα στη Νέα Υόρκη στις 15 Απριλίου 1964 και δυο μέρες μετά ξεκίνησα να εργάζομαι ως πιατάς σε ντάινερ στο Νιου Τζέρσεϊ. Εκεί, δούλεψα ως τον Αύγουστου του 1964 και μάζεψα 1570 δολάρια και έτσι μπόρεσα να κάνω εγγραφή στο Πανεπιστήμιο του Σεντ Τζονς της Νέας Υόρκης. Από τα παιδικά μου χρόνια, το όνειρό μου ήταν πάντα να γίνω χημικός. Όταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, για τρία χρόνια δεν μπορούσα να βρω δουλειά σαν χημικός και εργάστηκα σε διάφορους επαγγελματικούς κλάδους, όπως σε ασφαλιστική εταιρία, οδηγός ταξί και άλλες. Τον Ιούνιο του ’73 βρήκα δουλειά σε μια εταιρεία καλλυντικών, μαθαίνοντας πως να φτιάχνω σκιές, ρουζ κλπ. Μετά από ένα χρόνο, σταμάτησα με την απόφαση να κάνω κάτι δικό μου, αλλά όχι στην Αμερική, αλλά στην Κύπρο. Μετέβηκα λοιπόν στο Λονδίνο, όπου εκεί ζούσε ακόμη ο αδελφός μου Απόστολος και από τον οποίο δανείστηκα έξι χιλιάδες δολάρια. Καθώς βρισκόμουν στο Λονδίνο, έγινε η τουρκική εισβολή και περίμενα μέχρι το Σεπτέμβριο, με την ελπίδα ότι σε ένα-δυο μήνες θα αποχωρούσαν τα τουρκικά στρατεύματα και η κατάσταση θα ομαλοποιείτο».

            Συνεχίζοντας την αφήγησή του για εκείνη την εποχή, πρόσθεσε: «Αφού πλέον η κατάσταση στο νησί μας δεν είχε αλλάξει, επέστρεψα στη Νέα Υόρκη. Το Φεβρουάριο του 1975 ίδρυσα την εταιρεία “MANA Products” με τα χρήματα που μου είχε δώσει ο αδελφός μου. Από τις έξι χιλιάδες όμως είχα μείνει μόνο δυο, επειδή μαζί με άλλους φίλους, γνωστούς και συμπατριώτες ήμασταν ενεργοποιημένοι στην Ένωση Κυπρίων Αμερικής και συγκεντρώναμε χρήματα, τρόφιμα, φάρμακα και είδη ρουχισμού για να στείλουμε στους πρόσφυγες στην Κύπρο. Επομένως, με δυο χιλιάδες ξεκίνησα μόνος μου την εταιρεία με εκείνη τη μηχανή που είναι πιεστήριο για σκιές ματιών (την έχει τοποθετημένη σε μια γωνιά του γραφείου του), την οποία είχε φτιάξει ένας Έλληνας στην Αστόρια με 150 δολάρια. Ο πρώτος μου υπάλληλος ήταν ο Γιώργος Ιορδάνους, που ήταν τότε 14 ετών και μόλις είχε έρθει με την οικογένειά του από την Κύπρο, μετά την τουρκική εισβολή. Με την πάροδο του χρόνου και με σκληρή δουλειά, η εταιρεία άρχισε να μεγαλώνει, συμμετέχοντας σε εκθέσεις και κερδίζοντας όλο και περισσότερους αγοραστές. Μετά από 38 χρόνια, φτάσαμε στο σημείο να απασχολούμε γύρω στους εννιακόσιους υπαλλήλους και να παράγουμε προϊόντα όλου του φάσματος της καλλυντικής βιομηχανίας -κυρίως για γυναίκες-, τα οποία αγοράζουν πολυεθνικές εταιρείες και τα πωλούν σε πάρα πολλές χώρες. Η “MANA Products” παραμένει η μητρική επιχείρηση και έχουμε ιδρύσει παράλληλα άλλες θυγατρικές εταιρείες».  

            Τέλος, αναφερόμενος στη συμμετοχή του σε φορείς και δραστηριότητες της Ελληνοαμερικανικής κοινότητας και ειδικότερα στους κυπριακούς συλλόγους, επισήμανε ότι «από το1967 έγινε μέλος στο τμήμα Νεολαίας της Ένωσης Κυπρίων Αμερικής, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος. Στη συνέχεια, μαζί με τον Άκη Ζαντίδη, Κυριάκο Παπαδημητρίου, Κώστα Περραίο, Ελένη Παπαδημητρίου και αρκετούς άλλους ιδρύσαμε την ΕΦΟΚΑ (Εθνική Φοιτητική Οργάνωση Κυπρίων Αμερικής)», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά και «στην οποία ΕΦΟΚΑ ο Ζαντίδης ήταν πρόεδρος και εγώ αντιπρόεδρος. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μου αποτραβήχτηκα για κάποιο διάστημα και επαναδραστηριοποιήθηκα το ’74, με τη συλλογή και αποστολή βοηθείας στους πρόσφυγες. Από τότε, συνεχίζω μέχρι σήμερα να συμμετέχω στα κοινά της Ομογένειας, μέσα από τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Αμερικής, την ΠΣΕΚΑ, την Κυπριακή Ομοσπονδία, άλλους φορείς στον ελληνοαμερικανικό χώρο και τώρα πιο πολύ με το Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC), δίνοντας πάντα ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή και διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων του λαού της Κύπρου για ελευθερία, δικαιοσύνη και εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους τους νόμιμους κατοίκους της πατρίδας μας».

www.philenews.com

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: