Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΓΙΑΝΝΗΣ
Αν δεν είχε μεσολαβήσει το δημοσίευμα της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» (21/4) όπου παρουσιάστηκαν τα ευρήματα του Βαρόμετρου της Metron Analysis για το καθεστώς της δικτατορίας (1967-1974), κατά την οποία το 30% του δείγματος φέρεται να απαντά ότι «στη δικτατορία τα πράγματα ήταν καλύτερα», η «επέτειος» του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967 θα είχε περάσει μάλλον απαρατήρητη, πέραν των καθιερωμένων μηνυμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, των πολιτικών κομμάτων και άλλων φορέων.
Κατά τους αναλυτές της «Ελευθεροτυπίας» η ερμηνεία φαίνεται πολύ απλή: είναι αποτέλεσμα της φτώχειας και της απόγνωσης στις οποίες έχει φέρει την κοινωνία η μνημονιακή πολιτική. Τα Μνημόνια, λοιπόν, μήτηρ πάσης κακίας και νόσου της κοινωνίας. Αν τα «καταργήσουμε» ή τα «αναστείλουμε» ευλόγως έπεται ότι τα πάντα θα επανέλθουν στην προτέρα ιδανική τους κατάσταση. Ευτυχώς οι αρθρογράφοι του Athens Voice και άλλοι αλλού πρόσφεραν πολύ πιο σύνθετες αναλύσεις πέραν των ανωτέρω επικίνδυνων απλουστεύσεων ούτως ώστε όσες δυνάμεις ενδιαφέρονται γνήσια για το φαινόμενο να μπορέσουν να το συζητήσουν νηφάλια και να το αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά στην πράξη.
Εάν οι αναλυτές της «Ε» είχαν κάνει τον κόπο να ανατρέξουν στα φύλλα της εφημερίδας από 13 έως 18 Απριλίου 1997, θα ανακάλυπταν τις εξαιρετικές επεξεργασίες του Τάκη Καφετζή σχετικά με την έρευνα που είχε πραγματοποιήσει για λογαριασμό της εφημερίδας το Ινστιτούτο V-PRC τον Μάρτιο του 1997 (Η 21η Απριλίου στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας), στην 30κοστή δηλαδή επέτειο του πραξικοπήματος. Εξ όσων δύναμαι να ενθυμούμαι ακόμη Μνημόνια τότε δεν υπήρχαν. Η «έκπληξη» των ευρημάτων εκείνων με πιο νωπά τα βιώματα, τις παραστάσεις και τις προσλαμβάνουσες ως εγγύτερα προς το γεγονός, μπορεί να εντοπιστεί σε πολλά και ενδιαφέροντα ευρήματα που αναλύονται, ως έδει, με ψυχρό τρόπο, μεταξύ των οποίων και το υψηλό ποσοστό του 47% του συνολικού δείγματος το οποίο πιστεύει ότι «η δικτατορία έκανε και καλό και κακό στην Ελλάδα» ενώ μόνο το 38.7% ( ο αμιγής αντιδικτατορικός πυρήνας) δηλώνει ότι «έκανε μόνο κακό στην Ελλάδα».
Συγκριτική ανάλυση των δυο αυτών ερευνών δεν μπορεί να γίνει εδώ. Ίσως ένα από τα κοινά τους χαρακτηριστικά να είναι οι αυταρχικές πολιτικές τάσεις, όπως ταξινομούνται στον άξονα Αριστερά-Δεξιά καθώς ορισμένες διφορούμενες και «γκρίζες» ζώνες των απαντήσεων.
Κάθε φαινόμενο για να αντιμετωπιστεί πρέπει πρωτίστως να κατανοηθεί στις πολύπλοκες διαστάσεις του. Η επίκληση αορίστως στο «δημοκρατικό φρόνημα», ο στρουθοκαμηλισμός και ο εφησυχασμός, ο ρητορικός εξορκισμός των δαιμόνων βλάπτουν την υγεία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η διαπραγμάτευση μεταξύ παρόντος και σημαντικών ιστορικών γεγονότων είναι συνεχής, επηρεάζεται από την οικονομική και πολιτική συγκυρία, ενισχύει ή αποδυναμώνει στερεότυπα και μύθους, οδηγείται σε νέες ερμηνείες και συνθέσεις που δεν είναι αναγκαστικά ορθολογικές ούτε προς το συμφέρον του δημοκρατικού πολιτεύματος και της χώρας.
Να μην έχει, άραγε, γίνει αντιληπτή η δημοσκοπική αποτύπωση των σημερινών αυταρχικών τάσεων του πολιτικού σώματος; στο δεξιό άκρο το ελληνικό νεο-ναζιστικό μόρφωμα έχει απροκάλυπτους ιδεολογικούς και πολιτικούς αντι-κοινοβουλευτικούς στόχους. Η φαιά προπαγάνδα οργιάζει κι ας μην αναγεννήθηκε ο Φοίνικας από τις στάχτες του αλλά πνίγηκε στο αίμα της Κύπρου, ενώ οι ψεκάζοντες αλλά περιέργως μη ψεκαζόμενοι οι ίδιοι αλιεύουν ό, τι μπορούν μέσα στη σύγχυση, με τον ιδεολογικό και πολιτικό τους πολτό.
Στο άλλο άκρο η κομμουνιστική αριστερά, από διαφορετική πολιτική και ιδεολογική αφετηρία, δεν παύει να μας υπενθυμίζει, όπως πρόσφατα ο νέος του γενικός γραμματέας της ΚΕ σε σχετική του ομιλία για την 21η Απριλίου, την ανάγκη της «λαϊκής εξουσίας», το ωραίο περικάλυμμα της «δικτατορίας του προλεταριάτου», ήτοι του κόμματός του, εφόσον, έτσι κι αλλιώς, «πάντα αστράφτει και βροντάει ο λαός» (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΔΣΕ). Η «αστική νομιμότητα» λοιδορείται ως υποταγή και μοιρολατρία, η επαγγελία-στρατηγικός στόχος συνοψίζεται «στην ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου σε όλες της τις μορφές και την αστική κοινοβουλευτική και τη δικτατορική», ενώ θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι επίκειται «η ανακήρυξη του αντι-κομμουνισμού ως επίσημης κρατικής ιδεολογίας»!. Έχουν χρεία άλλων μαρτύρων όσοι επαναπαύονται στις «λεγκαλιστικές τους αυταπάτες»;
Στο αντι-κοινοβουλευτικό τόξο θα πρέπει να προστεθούν οι διάφορες ακρο-αριστερές και ακρο-δεξιές ομάδες που και αριθμητικά δεν είναι πλέον αμελητέες και η δράση τους, οσάκις εκδηλώνεται βίαια, προκαλεί προβλήματα και αναταραχή αποσταθεροποιητικού χαρακτήρα. Στις γκρίζες και διφορούμενες περιοχές συγκαταλέγονται διάφορες αριστερές «συνιστώσες» του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενώ ηγετικά της στελέχη δε φαίνεται να έχουν ακόμη κατανοήσει πόσο επικίνδυνες είναι τόσο οι «επαναστατικές ασκήσεις», όσο και η συναφής ρητορεία. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων φοιτητικών εκλογών έδειξαν ότι στο πεδίο αυτό άλλοι έχουν τα πρωτεία.
Η κομμουνιστογενής αριστερά δεν έχει ακόμη συμφιλιωθεί ούτε ιδεολογικά προσαρμοστεί στο πλαίσιο της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δεν αναφέρομαι σε εκδηλώσεις κρατικού αυταρχισμού, που πρέπει αμέσως και ομοφώνως να καταδικάζονται, αν μη τι άλλο για λόγους αυτοπροστασίας του πολιτεύματος από κατολισθήσεις, αλλά για τις αντιλήψεις περί του ρόλου της πολιτικής βίας και της «κοινωνιολογικής» της δικαιολόγησης.
Όλα τα ανωτέρω έχουν εναποθηκεύσει αρκετή εκρηκτική ύλη το μείγμα της οποίας μπορεί, υπό ορισμένους όρους, να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνο. Απαιτείται κάποιος ενωτικός και συναινετικός συναγερμός, για να εξαλειφθούν τα φαινόμενα αυτό-εξευτελισμού και αυτό-απαξίωσης των δημοκρατικών θεσμών τα οποία παρέχουν άφθονα και επίκαιρα υλικά στην τηλεοπτική εικονική δίαιτα, να καλυφθούν τα εμφανή ελλείμματα στη δημοκρατική αγωγή, παιδεία και αρετή, γενικότερα στην πολιτική μας κουλτούρα. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι απολύτως αναγκαίο αρκεί να συνειδητοποιηθεί ότι, συνήθως, το σχοινί για να μας κρεμάσουν το παρέχουμε εμείς οι ίδιοι. Έντρομοι μπροστά στις «εκπλήξεις» ας μη φανούμε.