ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ.- Yπόθεση της ελληνικής κυβέρνησης είναι η απόφαση για τη μείωση ή όχι του ΦΠΑ στην εστίαση και του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης, δήλωσε ο επικεφαλής της Αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, κ. Πολ Τόμσεν, ενώ αναφερόμενος στη συμφωνία συγχώνευσης της Εθνικής Τράπεζας με τη Γιούρομπανκ διέψευσε ότι η Τρόϊκα την είχε εγκρίνει.
Μιλώντας σε Ελληνες ανταποκριτές και δημοσιογράφους, ο κ. Τόμσεν ξεκαθάρισε το θέμα του ΦΠΑ και του πετρελαίου θέρμανσης και άφησε ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι δεν εναντιώνεται στη μείωση της φορολογίας εφόσον η κυβέρνηση καλύψει τις απώλειες.
«Υπήρχε», είπε, «μια σαφής και πολύ ισχυρή και ξεκάθαρη συμφωνία ότι πρέπει να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και σε μεγάλο βαθμό λόγω της σημασίας της έκθεσης βιωσιμότητας χρέους. Αυτό εγείρει το ερώτημα πόσο μεγάλα δημοσιονομικά περιθώρια υπάρχουν για μείωση φόρων και αύξηση δαπανών,. Αυτό ήταν μια κάπως τεχνική συζήτηση”,
Ο επικεφαλής της Αποστολής τόνισε ότι «βεβαίως όλα συνδέονται μεταξύ τους, και πρέπει να έχεις προτεραιότητες», και πρόσθεσε: :Στο τέλος η κυβέρνηση έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε διαφορετικές προτεραιότητες, τη μείωση του φόρου ακινήτων κατά 15%. Επομένως είναι τελικά απόφαση της κυβέρνησης. Δεν είμαστε γενικά κατά της μείωσης των φόρων», υπογράμμισε δίνοντας έτσι «πάσα» στην κυβέρνηση να επιλέξει εάν δύναται να προχωρήσει σε μείωση του ΦΠΑ εφόσον οι απώλειές της θα είναι μεγαλύτερες.
Στο ζήτημα της συγχώνευσης των δύο τραπεζών και επειδή πρόκειται για ιδιωτικές οντότητες, οι αξιωματούχοι του Ταμείου είναι εξαιρετικά προσεκτικοί, καθώς δεν μπορούν να παραβιάζουν το Καταστατικό. Οταν τέθηκε η ερώτηση γιατί οι επικεφαλείς της Τρόϊκα έγκριναν πριν από μερικούς μήνες τη συγχώνευση, απάντησε ως εξής:
«Δεν είχαμε «εγκρίνει» πότε όπως λέτε εσείς αυτή την συναλλαγή. Ήταν μια συμφωνία μεταξύ δυο ιδιωτικών οντοτήτων.Από νωρίς είχαμε εγείρει ανησυχίες για το εάν αυτή η συναλλαγή ήταν ορθή σε επίπεδο πολιτικής . Ποτέ δεν είχαμε εγκρίνει αυτή τη συναλλαγή όπως λέτε. Ήταν σαφές από την αρχή πως αυτές οι οντότητες θα χρειάζονταν πρόσθετα χρήματα από τον EFSF».
Πάντως, δεν έκρυψε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι «πάει καλά» η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα, και είπε ότι εάν οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιηθούν απευθείας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην περίπτωση που δεν συγκεντρώσουν το απαιτούμενο 10% της ιδιωτικής συμμετοχής, θα οδηγηθούν στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, επειδή, όπως τόνισε, το κράτος πρέπει να επανααποκτήσει τα κεφάλαια που επενδύει στις τράπεζες.
Από τις δηλώσεις του είναι φανερό πως ο κ. Τόμσεν δεν είναι ικανοποιημένος με τη φορολογική διοίκηση και ζήτησε μεγαλύτερη αυτονομία του φοροελεγκτικού μηχανισμού. Ο επικεφαλής της Αποστολής σμείωσε πως οι πλούσιοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες πρέπει να πληρώσουν περισσότερους φόρους.
Ο αξιωματούχος του ΔΝΤ δήλωσε ότι «η ελληνική κυβέρνηση είναι αφοσιωμένη στην τήρηση του προγράμματος και το έχουν εφαρμόσει με τον τρόπο που περιμέναμε”. Πρόσθεσε ότι «η εφαρμογή του προγράμματος είναι καλή” και τόνισε πως «αυτή τη φορά το ποτήρι είναι κάτι παραπάνω από μισογεμάτο”. Ανακοίνωσε ότι δεν συζητούνται νέα μέτρα καθώς σε δημοσιονομικό επίπεδο η εφαρμογή του προγράμματος είναι εντός τροχιάς για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Επικέντρωσε την προσοχή στην απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και είπε ότι η μείωση των μισθών πρέπει να συνδυαστεί με τη μείωση του κόστους εργασίας και την αύξηση της παραγωγικότητας. Θέση του είναι ότι η ανεργία δεν έπληξε τόσο το δημόσιο τομέα, όσο τον ιδιωτικό και ζήτησε να αποκατασταθεί αυτή η αίσθηση αδικίας που νοιώθουν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι.
Αναφερόμενος στη βιωσιμότητα του χρέους είπε ότι παραμένει ο στόχος του 110% του ΑΕΠ έως το 2022, και αυτός θα επιτευχθεί εάν η κυβέρνηση παραμείνει αφοσιωμένη στην υλοποίηση του Προγράμματος.
Η έκθεση του κ. Τόμσεν για το ελληνικό πρόγραμμα θα παρουσιασθεί στα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου στις αρχές του μήνα για να μπορέσουν να συνεδριάσουν στα μέσα Μαίου για να εκταμιευθεί η δόση έγκαιαρα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της Ελλάδας.
Από την πλευρά της η γενική διευθύντρια του Ταμείου κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε για να ξεπεραστεί η κρίση στην Ευρώπη απαιτούνται λιτότητα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και νομισματική πολιτική και προσθεσε ότι η λιτότητα από μόνη της δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα
Το ζητούμενο, τόνισε, είναι η σταθερότητα για να μπορέσουν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες –όπως τόνισε- έχουν μακρύ δρόμο να διανύσουν.
Η γενική διευθύντρια του Ταμείου ομολόγησε ότι δεν είναι υπερήφανη γι’ αυτό που συνέβη στην Κύπρο, αλλά είναι υπερήφανη για τα μέλη της Αποστολής που ανέλαβαν το Κυπριακό Μνημόνιο και το Κυπριακό Πρόγραμμα. Αφησε αιχμές ότι οι Κύπριοι πολιτικοί καθυστέρησαν να αναζητήσουν λύσεις και πρόσθεσε ότι το Ταμείο είναι αυτό που διασφάλισε τις καταθέσεις κάτω από 100 χιλιάδες ευρώ.
Εξέφρασε επίσης τη θέση ότι αν υπήρχε η τραπεζική ένωση θα είχε αποφευχθεί η κατάρρευση των δύο κυπριακών τραπεζών.