Κάλεσμα στα Όπλα: Σύντομη επισκόπηση του Αρμενικού απελευθερωτικού κινήματος




Γράφει η Δρ. Άννα Γκιβαργκιζιάν

Στο έργο του «Χριμιάν Χαϊρίκ» (1906). ο εισηγητής της αρμενικής σχολής ιστορικής προσωπογραφίας Βαρτκές Σουρενιάντς, απεικονίζει τη στιγμή κατά την οποία ο Αρμένιος Ύπατος Πατριάρχης έχει λάβει το διαβόητο διάταγμα της 12ης Ιουνίου 1903 του τσάρου Νικόλαου Β’ το οποίο πρόβλεπε τη δήμευση της αρμενικής εκκλησιαστικής περιουσίας.

Συνέπεια αυτού του διατάγματος θα ήταν να κλείσουν όλα τα αρμενικά ενοριακά σχολεία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Η επιστολή βρίσκεται ανοιγμένη μπροστά στα πόδια του Παναγιώτατου. Το περιεχόμενό της του το έχει ήδη ανακοινώσει ο Ρώσος κυβερνήτης του Ερεβάν, Νακασίτζε. Τα τελευταία λόγια του Νακασίτζε ήταν λόγια ψεύτικης συμπάθειας: «Παναγιώτατε, είμαι υποχρεωμένος να εφαρμόσω το νόμο. Αλλοιώς πώς θα μπορέσω ν’ αντικρύσω τον Θεό και τα τρία παιδιά μου;»

«Και πώς θα μπορέσω εγώ ν ‘ αντικρύσω τα τρία εκατομμύρια παιδιά μου;» απάντησε οργισμένος ο Πατριάρχης.

Ο πίνακας παρουσιάζει τον πατριάρχη με μια έκφραση οργής και αποφασιστικότητας, με σφιγμένες τις γροθιές του, με την απόφαση να μην μείνει ατιμώρητο κανένα έγκλημα σε βάρος του λαού του. Ο Μιγκιρvτίς Χριμιάν υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα ο πιο δημοφιλής πατριάρχης στην ιστορία της Αρμενικής Εκκλησίας. Ο λαός του προσέδωσε το προσωνύμιο «Χαϊρίκ» (Πατερούλης). Ο Μιγκιρντίς Χριμιάν ήταν επικεφαλής της αρμενικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο του Βερολίνου.

Η αρχική φάση του Αρμενικού Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος

Η αρμενική αντιπροσωπεία, που είχε μεταβεί στο Βερολίνο με πολλές ελπίδες, επέστρεψε αποκαρδιωμένη και απογοητευμένη. Αξίζει να αναφέρουμε το σχόλιο που απηύθηνε ο Γερμανός Καγγελάριος, Μπίσμαρκ, στον επικεφαλής της aρμενικής αντιπροσωπείας, αρχιεπίσκοπο Χριμιάν: «Αν κάποιος επιδιώκει να αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα, πρέπει να εμφανιστεί στο Συνέδριο όπως ο αντιπρόσωπος του Μαυροβουνίου: να στηρίζεται στο σπαθί του και όχι σε μια ταπεινή ικεσία.»

Σε μια δημόσια ομιλία του στην Κωνσταντινούπολη , ο Χριμιάν αναφέρθηκε στην πρόσκληση που του απεύθυναν να παραστεί σε ένα επίσημο δείπνο μετά τη λήξη του Συνεδρίου, την οποία αρχικά απέρριψε, αλλά στη συνέχεια αποδέχτηκε μετά από πίεση που του άσκησαν οι διπλωμάτες. Τα λόγια του Χριμιάν αντηχούν μέχρι σήμερα: «Στο Βερολίνο επρόκειτο να προσφέρουν σούπα σε όλα τα έθνη. Στάλθηκα για να παραλάβω το μερίδιο τον Αρμενίων. Πήρα το πιάτο μου κι έσπευσα.

«Όλοι πήραν το μερίδιό τους με σιδερένια κουτάλια, ενώ εμένα μου είχαν δώσει χάρτινο κουτάλι. Όταν προσπάθησα να πάρω σούπα, το κουτάλι μου υγράνθηκε κι έπεσε μέσα στη χύτρα. Έτσι, αναγκάστηκα να επιστρέψω με άδεια χέρια. Ξέχασα να πάρω μαζί μου δύο παλληκάρια από το Ζεϊτούν που θα μπορούσαν με τα σιδερένια κουτάλια τους, να γεμίσουν το πιάτο μου με σούπα.»

Ο Μιγκρντίτς Χριμιάν ένιωσε ότι ούτε οι ικεσίες ούτε η υποβολή αιτημάτων δεν θα βοηθούσαν τους Αρμενίους και ότι, για να κερδίσει κάποιος την «πολυπόθητη ελευθερία», πρέπει «να χύσει αίμα». Ο Χριμιάν εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και μετέβη στο Βαν, όπου άρχισε να κηρύττει με μεγάλο ζήλο την ιδέα του ένοπλου αγώνα: «Συμπατριώτες, είμαι βέβαιος ότι έχετε καταλάβει τι θα μπορούσαν να επιτύχουν και τι επιτυγχάνουν τα όπλα ! Γι’ αυτό, αγαπημένοι μου, ευλογημένοι Αρμένιοι από τις επαρχίες, όταν επιστρέφετε στην Πατρίδα να φέρνετε σαν δώρο στους φίλους και την οικογένειά σας όπλα. Φέρτε στον καθένα από ένα όπλο. Αγοράστε όπλα και πάλι όπλα και ξανά όπλα.»

Κάποιοι ρεαλιστές Αρμένιοι διανοούμενοι, όπως ο Κρικόρ Οντιάν και ο Καρεκίν Σερβαστιάν, κήρυτταν επίσης ότι η ελευθερία των Αρμενίων βρίσκονταν στα χέρια τους: «Το Αρμενικό Ζήτημα βρίσκεται στην Αρμενία, κι εμείς αναζητούμε τη λύση του στο Βερολίνο»

Σταδιακά, στους κόλπους του αρμενικού λαού ωρίμασε η ιδέα ότι δεν έπρεπε να ικετεύσει για το δικαίωμα στην ύπαρξη και την ελευθερία του, αλλά ν’ αγωνιστεί για να το κερδίσει.. Πρώτος ανάμεσα στους ιδεολόγους που υποστήριζαν αυτή τη θέση ήταν ο Μιγκρντιτς Χριμιάν, ο οποίος προετοίμαζε με τα γραπτά του το αρμενικό έθνος για τον αγώνα ήδη από το 1876.

Την ιδέα του απελευθερωτικού αγώνα συμμεριζόταν επίσης ο εκδότης της εκδιδόμενης στην Τιφλίδα εφημερίδας «Μσακ», Κρικόρ Αρτζρουνί. Ο Αρτζρουνί πίστευε ότι οι αγρότες της Δυτικής Αρμενίας έπρεπε να κρατούν το άροτρο και το σφυρί στο ένα χέρι και ένα τουφέκι στο άλλο. Συγγραφείς όπως οι Ραφί, Ραφαέλ Πατκανιάν, Τσαρέντς και Μουρατσάν είχαν ασπαστεί επίσης την ιδέα του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα.

Η τουρκική μέθοδος επίλυσης του Αρμενικού Ζητήματος

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (Μάρτιος 1878) και εκείνη του Βερολίνου (Ιούνιος του ίδιου έτους) διεθνοποίησαν το Αρμενικό Ζήτημα. Ωστόσο, πολύ σύντομα έγινε εμφανές ότι το ζήτημα αυτό δεν επρόκειτο να λυθεί με διπλωματικές προσπάθειες και μόνο. Από την πλευρά της η Υψηλή Πύλη υιοθέτησε διαφορετικές μεθόδους για την επίλυση του Αρμενικού Ζητήματος. Κατά την πρώτη δεκαετία μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου υιοθετήθηκαν μέτρα αναδιάταξης του διοικητικού διαχωρισμού της χώρας και επιβολή καταθλιπτικής φορολογίας προκειμένου να εξαναγκαστούν οι Αρμένιοι να μεταναστεύσουν. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, όμως, σε μιας προσπάθεια αποτροπής του επιτεινόμενου Αρμενικού Απελευθερωτικού Κινήματος, η κυβέρνηση του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ προσέφυγε σε πιο ριζικά μέτρα, επιδιώκοντας πλέον την φυσική εξόντωση του γηγενούς αρμενικού πληθυσμού.

Ήδη από το 1878 αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις θα οδηγούσαν φυσιολογικά στην ανεξαρτητοποίηση της Αρμενίας, ο Μεγάλος Βεζίρης πρότεινε την εκρίζωση των Αρμενίων από αυτήν. Οι περαιτέρω εξελίξεις έδειξαν ότι οι τουρκικές αρχές απλώς προσδοκούσαν την κατάλληλη ευκαιρία προκειμένου να εξοντώσουν τους Αρμενίους. Οι διοικητικές μετατροπές που είχαν προηγηθεί αποσκοπούσαν στο να εμφανιστούν οι Αρμένιοι ως μειοψηφία στα νεωστί δημιουργημένα βιλαέτια, ενώ οι περισσότεροι μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια στην περίοδο 1878-1908, ο συνολικός αριθμός των οποίων έφτανε τις 850.000, τοποθετήθηκαν στη Δυτική Αρμενία.

Προκειμένου να απαληφθεί η αριθμητική υπεροχή του αρμενικού στοιχείου στη Δυτική Αρμενία, ένας επίσης μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων προσφύγων εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Παράλληλα, ο αρμενικός πληθυσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ανερχόταν σε 3,5 με 3,6 εκατομμύρια στη δεκαετία του 1880, συνέχισε να μειώνεται εξαιτίας των τουρκικών βιαιοπραγιών και του μεταναστευτικού κύματος που αυτές προκαλούσαν.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1890, η Υψηλή Πύλη άρχισε να προβαίνει σε μαζικές σφαγές των Δυτικών Αρμενίων. Το 1894-1896, η τουρκική κυβέρνηση οργάνωσε μαζικές σφαγές Αρμενίων σε όλη την αυτοκρατορία χρησιμοποιώντας ως εκτελεστικά όργανα τα σώματα Κούρδων ατάκτων Χαμιντιέ και τον μουσουλμανικό όχλο. Παρά τις λίγο-πολύ επιτυχείς προσπάθειες αυτοάμυνας, πάνω από 300.000 άτομα έπεσαν θύματα αυτών των σφαγών, I00.000 εξισλαμίστηκαν βίαια, δεκάδες χιλιάδες κοπέλλες και γυναίκες απήχθηκαν, περισσότεροι από 3.000 αρμενικοί οικισμοί λεηλατήθηκαν και περί τους 300.000 Αρμένιοι μετανάστευσαν στη Ρωσία, την Ανατολική Αρμενία (τμήμα τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) και άλλες χώρες.

Οι σφαγές του 1895-1896 είναι μια από τις μεγαλύτερες φρικαλεότητες της παγκόσμιας ιστορίας, ενώ ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, ο υπεύθυνος οργανωτής αυτών των σφαγών, χαρακτηρίστηκε ως Ερυθρός Σουλτάνος, Μέγας Δολοφόνος και Αιματοβαφής Σουλτάνος.

Η ένοπλη φάση του Αρμενικού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα

Απογοητευμένη από τη στάση της διεθνούς διπλωματίας μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, η ηγεσία του αρμενικού απελευθερωτικού κινήματος βρέθηκε αντιμέτωπη με την αναγκαιότητα αλλαγής στρατηγικής και επέλεξε να βασιστεί κυρίως στον ένοπλο αγώνα για την επίλυση του Αρμενικού Ζητήματος.

Παρά τις επί μέρους διαφορές στρατηγικής και τακτικής, τα αρμενικά κόμματα που κινούσαν τα νήματα του εθνικού κινήματος συνέδεσαν ανεπιφύλακτα την απελευθέρωση της Δυτικής Αρμενίας με την επανάσταση.

Ο προσδιορισμός του κύριου στόχου του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα και του δρόμου που οδηγούσε σε αυτόν απαιτούσε λογικά την επιλογή των κατάλληλων για τη δεδομένη ιστορική στιγμή μέσων και ενεργειών και την ενδελεχή εκτίμηση των δυσχερειών που έπρεπε να υπερνικηθούν και των εμποδίων που έπρεπε να παρακαμφθούν.
Κατά την αρχική φάση του αγώνα, οι ηγετικές του δυνάμεις θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τον πολιτικό ρομαντισμό καθώς παρερμήνευσαν τις εκκλήσεις για βοι)θεια που έρχονταν από τη Δυτική Αρμενία ως ετοιμότητα του λαού για μαζική εξέγερση. Το Αρμενικό Ζήτημα θεωρείτο αφελώς ως ένα ζήτημα προοριζόμενο να επιλυθεί στο εγγύς μέλλον, κάτι που συνιστούσε προφανή υποτίμηση της απειλής που αποτελούσε η Οθωμανική ισχύς. Τα ευρισκόμενα εκτός της Δυτικής Αρμενίας καθοδηγητικά κέντρα του αγό)να δεν είχαν κατανοήσει σαφώς την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε εκεί.

Λόγω του ότι ένα μεγάλο μέρος των πλέον μορφωμένων και εύπορων Αρμενίων κατοικούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας και συχνότατα εκτός των ορίων της Δυτικής Αρμενίας, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, δηλαδή υπό τα βλέμματα της Ευρώπης, ο αγώνας κατά της τουρκικής απολυταρχίας μεταφερόταν συχνά σε αυτές τις πόλεις με τη μάταιη ελπίδα ότι η εκεί επέκταση των στρατιωτικών δραστηριοτήτων θα συνέβαλλε στην απελευθέρωση του έθνους.

Με δεδομένο το γεγονός ότι το Αρμενικό Ζήτημα είχε διεθνοποιηθεί, τα επαναστατικά κόμματα πίστευαν αφελώς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ότι ο λυτρωτικός ρόλος του επιδιαιτητού στο Αρμενικό Ζήτημα επιφυλασσόταν στη διεθνή διπλωματία.

Ένας άλλος παράγοντας που αποδυνάμωνε το Αρμενικό Απελευθερωτικό Κίνημα ήταν η απουσία λίγο πολύ αξιόλογων και σταθερών εσωτερικών ή εξωτερικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν οικονομική ή υλική βοήθεια. Το κίνημα στηριζόταν κυρίως στην εν πολλοίς ανεπαρκή βοήθεια της εργατικής τάξης. Έτσι οι ηγέτες του αναγκάζονταν κάποτε να καταφύγουν στη χρήση βίας προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για τη διεξαγωγή του αγώνα υλικά μέσα.

Μια άλλη πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσει το κίνημα ήταν η παρουσία ενός πυκνού ετερογενούς αλλόθρησκου πληθυσμοί, η σύναψη συμμαχίας με τον οποίο ή τουλάχιστον η εκ μέρους του τήρηση ευμενούς ουδετερότητας ήταν ζωτικής σημασίας. Ωστόσο, η συνεργασία με τους Κούρδους απεδείχθη πρακτικά ανεφάρμοστη. Οι Κούρδοι απείχαν πολύ από του να τηρήσουν έστω και ουδέτερη στάση έναντι του αρμενικού εθνικού αγώνα. Επιθυμώντας να οικειοποιηθούν τις αρμενικές γαίες υιοθέτησαν εχθρική ως επί το πλείστον στάση απέναντι στους Αρμενίους. Οι Κούρδοι μπέηδες και αγάδες έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη λεηλασία της Δυτικής Αρμενίας. Οι οθωμανικές αρχές χρησιμοποίησαν κουρδικές ένοπλες ομάδες για να καταστείλουν το αρμενικό κίνημα.

Το Αρμενικό Κίνημα υιοθέτησε ποικίλες μορφές και μεθόδους αγώνα. Οι ηγέτες του αγώνα λάμβαναν υπόψη τους τις εμπειρίες των απελευθερωτικών αγώνων άλλων λαών κατά τον 19ο αιώνα, ενώ ταυτόχρονα οι ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούσαν στη Δυτική Αρμενία επέβαλλαν την ανάπτυξη και νέων μεθόδων δράσης.

Θεωρώντας ανέφικτη τη διεξαγωγή υπό τις δεδομένες συνθήκες ενός συμβατικού αγώνα κατά του αυταρχικού καθεστώτος, οι ηγέτες του αρμενικού απελευθερωτικού κινt)ματος ασπάστηκαν την τακτική του ανταρτοπολέμου.

Ως εκ τούτου, ο αρμενικός απελευθερωτικός αγώνας χαρακτηριζόταν κυρίως από μάχες ανταρτικών ομάδων, των φενταήδων. Οι φενταήδες ήταν το σύμβολο του αφιερωμένου στον αγώνα τιμωρού, που πολεμούσε κατά της τουρκικής τυραννίας εγκαταλείποντας το σπίτι και την οικογένειά του. Οι φενταήδες ήταν η ενσάρκωση του μαχητικού πνεύματος του Έθνους, του θάρρους, της αυτοθυσίας και της άκαμπτης βούλησής του.

Υπό τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες που είχε δημιουργήσει η σουλτανική πολιτική εξόντωσης του αρμενικού έθνους, το αρμενικό κίνημα υιοθέτησε και άλλες -πλην του ανταρτικού αγώνα – μεθόδους δράσης, όπως οι μάχες αυτοάμυνας, οι επιδρομές, οι τοπικές εξεγέρσεις, η άσκηση τρομοκρατίας εναντίον κρατικών αξιωματούχων και εχθρικών Κούρδων φυλάρχων κλπ.
Στην αρχική του φάση, ο ένοπλος αρμενικός απελευθερωτικός αγώνας χαρακτηριζόταν από ηρωισμό και αυτοθυσία και συχνά στερείτο πραγματισμού.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τις δοκιμασίες του αρμενικού λαού και το Αρμενικό Ζήτημα προκειμένου να ενισχύσουν τις θέσεις τους στην Τουρκία. Ενδιαφερόμενες να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Αγγλία και η Ρωσία αδιαφόρησαν για τις μαζικές σφαγές Αρμενίων της δεκαετίας του 1890 και τη Γενοκτονία του 1915-1923 τα θύματα τις οποίας ξεπέρασαν το I .5 εκατομμύριο.

Υποχρεωμένοι να βασιστούν στις δικές τους και μόνο δυνάμεις, οι Αρμένιοι δεν κατάφεραν να απελευθερώσουν την πατρίδα τους. Ωστόσο, το αίμα των ηρώων που χύθηκε στα πεδία της μάχης και των θυμάτων των ατελείωτων σφαγών παραμένει μια απαράγραπτη, διαχρονική διακήρυξη των δικαιωμάτων του αρμενικού λαού. Το ίδιο ισχύει και για το κάλεσμα στα όπλα του Χριμιάν Χαϊρίκ.

Μέχρι σήμερα οι άνθρωποι του λαού εναποθέτουν φρέσκα λουλούδια στο μνήμα του Πατερούλη Χριμιάν στο προαύλιο του Καθεδρικού ναού του πατριαρχείου του Ετσμιατζίν. Τα βιβλία του εξακολουθούν να εκδίδονται στην Αρμενία. Εκείνο, όμως, που προσελκύει πάνω απ’ όλα τον σημερινό επισκέπτη είναι η αφιερωμένη στον Χαϊρικ αναμνηστική βρύση στη βορεινή πλευρά του καθεδρικού ναού. Η χαραγμένη πάνω της επιγραφή μας θυμίζει την ιστορία της χάρτινης κουτάλας και την προτροπή του Πατερούλη των Αρμενίων:

  • «Σας αφήνω μια αιώνια παραγγελία: Ο Αρμένης να μην εγκαταλείπει ποτέ την πατρική του γη, γιατί η γη είναι αυτό που ο Άνθρωπος χρειάζεται στις μέρες της ζωής και του θανάτου. Κρατηθείτε γερά πάνω στη γη μας.»

*Ομιλία σε εκδήλωση για το συνέδριο του Βερολίνου [1878] για το αρμενικό όπου έγινε και συσχέτιση με το σημερινό κυπριακό ζήτημα

  • Εκδότρια της επιθεώρησης ΖΑΜ (Μόσχα), Επίκουρος Καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, «Ένα κάλεσμα στα όπλα, η προοπτική της ένοπλης προβολής των αρμενικών εθνικών αιτημάτων μετά το Συνέδριο του Βερολίνου».

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: