Του Στέφανου Κωνσταντινίδη
Η Ελλάδα περνά μια δύσκολη περίοδο στις σχέσεις της με την Τουρκία που παρουσιάζεται προκλητική και συνάμα απειλητική. Αντανάκλαση της προβληματικής αυτής σχέσης υπάρχει κατ’ ανάγκη και στις εξελίξεις στην Κύπρο και ειδικά σε όσα συμβαίνουν στην κυπριακή ΑΟΖ.
Τα προβλήματα με την Τουρκία δεν είναι βέβαια νέα, αλλά η σημερινή όξυνση κινδυνεύει να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Η σύλληψη των Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο δίνει το μέτρο της σοβαρότητας της κατάστασης. Δυστυχώς, οι ελληνικές ελίτ και το ελληνικό πολιτικό σύστημα οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και την αναξιοπιστία με όλα τα επακόλουθα της εξάρτησης από ξένα κέντρα αποφάσεων.
Η διαφθορά και η διαπλοκή είναι χωρίς όρια. Ένας κρατικοδίαιτος καπιταλισμός και μια μεταταπρατική αστική τάξη καταδυναστεύουν τη χώρα. Η μνημονιακή Ελλάδα έχει φτάσει στα όρια της. Παρ’ όλα αυτά η χώρα διαθέτει μεγάλες δυνατότητες να βγει από την κρίση και να ορθοποδήσει. Έχει το ανθρώπινο δυναμικό και διαθέτει πλουτοπαραγωγικές πηγές που παραμένουν ανεκμετάλλευτες. Φτάνει οι ελίτ και το πολιτικό σύστημα, μπροστά στους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο τόπος, να βάλουν το συλλογικό συμφέρον πάνω από τα δικά τους δύσοσμα συμφέροντα. Ή να υποχρεωθούν να το κάνουν από την πίεση των πολιτών που πρέπει κάποτε να αφυπνιστούν.
Ευτυχώς ανάμεσα στις δύο αυτές σχολές ακούονται και ψύχραιμες φωνές, ενώ οι στρατιωτικοί, πίσω από κλειστές πόρτες διαβεβαιώνουν ότι, παρά το γεγονός ότι το στρατιωτικό ισοζύγιο ανάμεσα στις δύο χώρες έχει προ καιρού ανατραπεί υπέρ της Τουρκίας, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι σε θέση να υπρασπιστούν τη χώρα. Υπεράσπιση όμως της χώρας δεν σημαίνει να παρασυρθεί σε πόλεμο, τον οποίο πρέπει να αποφύγει με την πρόταξη της αποτρεπτικής της ισχύος.
Άκουγα ακόμη πριν λίγο καιρό την ίδια διαβεβαίωση, σε δημόσια συζήτηση, από ναύαρχο πρώην αρχηγό του ναυτικού και νυν επίτιμο αρχηγό του, του οποίου μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή το όνομα, με την προσθήκη ότι την ημέρα που οι Τούρκοι θα γνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί τα νησιά του Αιγαίου, τότε μόνο θα επέμβουν. Με την Κύπρο βεβαίως η κατάσταση είναι διαφορετική, από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοινή αμυντική προσπάθεια.
Πέρα όμως από τη στρατιωτική σκοπιά υπάρχει και το διπλωματικό πεδίο και τι μπορεί η Ελλάδα να αποκομίσει από αυτό, είτε μέσω συμμαχιών, είτε με την απόκτηση μιας ήπιας αποτρεπτικής ισχύος, πάντοτε βεβαίως συνδυαζομένης με τη σκληρή ισχύ ή και την αποκαλούμενη σήμερα «έξυπνη» ισχύ. Όλα αυτά είναι θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τους ειδικούς και να υιοθετηθεί σε πολιτικό επίπεδο η αναγκαία στρατηγική. Η σωστή ανάγνωση της κατάστασης στην Τουρκία και των σχέσεών της με το διεθνές περιβάλλον είναι προϋπόθεση για να υιοθετηθεί η σωστή στρατηγική.
Στην Άγκυρα όμως γνωρίζουν καλά ότι δεν μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο περιφερειακής δύναμης χωρίς τη στήριξη των Αμερικανών και των Ευρωπαίων. Το ανέλυσε πολύ καλά αυτό, λίγο πριν πεθάνει, πριν μερικά χρόνια, ο οξυδερκής Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ που ήταν από μόνος του ένας «θεσμός» για την Τουρκία.
Επομένως, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να χαράξουν τη δική τους πολιτική ανάμεσα στις ρωγμές που δημιουργούνται στην περιφερειακή δυναμική του συστήματος, στην ευρωπαϊκή του συνισταμένη και σε τελευταία ανάλυση στην οικουμενική του διάσταση. Δυνατότητες υπάρχουν, και οι δύο χώρες έχουν στα χέρια τους δυνατά χαρτιά, είναι θέμα χειρισμών και υιοθέτησης της σωστής στρατηγικής.
Η μέγιστη επίσης δυνατή συνεργασία όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων είναι αναγκαία για την υιοθέτηση της στρατηγικής εκείνης που θα εξασφαλίζει τη χώρα από εξωτερικούς κινδύνους. Δεν είναι δυνατόν με τις απειλές που αντιμετωπίζει, την ίδια ώρα να πορεύεται σε κατάσταση εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Χρειάζεται η υπέρβαση της μικροπολιτικής και των στενών και άχαρων κομματικών υπολογισμών.