Η έρευνα στην Γερουσία για ρωσική εμπλοκή στις εκλογές ΗΠΑ θεωρείται η πιο σοβαρή και ουσιαστική




Προβληματισμός επικρατεί στην Ουάσινγκτον σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας, αλλά και τα προβλήματα που υπάρχουν στην Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων, αλλά και στην Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Γερουσίας, ως προς την έρευνα για την Ρωσία.

Ο πρόεδρος της μιας επιτροπής έχει ενεργοποιήσει πλαίσιο έρευνας που κινείται παράλληλα με αυτήν που διεξάγει του υπουργείο Δικαιοσύνης και το FBI, ενώ η άλλη επιτροπή, διεξάγει έρευνα προκειμένου να διαπιστώσει εάν υπήρξε ρωσική εμπλοκή στις προεδρικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν το Νοέμβριο του 2016.

Ο έλεγχος και στις δύο επιτροπές ασκείται από τους Ρεπουμπλικάνους. Η Ρωσία βρίσκεται στο επίκεντρο των ερευνών που διεξάγουν οι δύο επιτροπές, ενώ οι προσεγγίσεις που ακολουθούν είναι διαφορετικές. Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι δύο επιτροπές συγκροτήθηκαν προκειμένου να βελτιωθεί ο έλεγχος που ασκεί το Κογκρέσο στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 που χαρακτηρίστηκαν για τις ΗΠΑ, από το καταχρηστικό ρόλο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας, σχολιάζει το “Politico.”

Οι ενέργειες του προέδρου της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής Αντιπροσώπων Ντέιβιντ Νούνες αποτελούν το πρώτο σημείο ενδιαφέροντος. Ο Νούνες είναι Ρεπουμπλικάνος που εκλέγεται στην Καλιφόρνια, ενώ ήταν μέλος στην ομάδα μεταβίβασης της προεδρικής εξουσίας του Τραμπ για τα θέματα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Ο ίδιος πήγε κρυφά τη νύχτα στον Λευκό Οίκο προκειμένου να λάβει γνώση του περιεχομένου απόρρητων φακέλων, με συνέπεια να βρεθεί αντιμέτωπος με την άσκηση δημόσιας κριτικής στο πρόσωπό του για την ενέργειά του αυτή. Στην συνέχεια, εξαίρεσε τον εαυτό του από την ευθύνη διεξαγωγής της έρευνας για την Ρωσία, ενώ η γενικότερη συμπεριφορά του απασχόλησε την Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Παρά την αυτοεξαίρεσή του, ο ίδιος συνέχισε να έχει ρόλο στην διεξαγωγή της έρευνας για την Ρωσία στέλνοντας μέλη της επιτροπής στο Λονδίνο προκειμένου να εντοπίσουν τον Κρίστοφερ Στιλ (πρώην πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών) που συνέταξε το περιβόητο ντοσιέ που ενοχοποιούσε τον πρόεδρο Τραμπ για τις σχέσεις του με την Ρωσία. Παράλληλα, ο ίδιος προχωρούσε στην επιλεκτική κλήτευση μαρτύρων, ενώ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην δημοσιοποίηση του υπομνήματος των Ρεπουμπλικάνων επικρίνοντας τον ρόλο του FBI στην παρακολούθηση του Κάρτερ Πέιτζ. Ο Πέιτζ ήταν συνεργάτης του πρώην προέδρου της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ Πολ Μάναφορτ, ενώ και στους δύο έχουν απαγγελθεί κατηγορίες από τον ειδικό ανακριτή Ρόμπερτ Μάλερ.

Ο Πέιτζ σήμερα είναι έτοιμος να παραδεχτεί επίσημα την ενοχή του και να συνεργαστεί με τις αρχές, ενώ ο Μάναφορτ έχει δηλώσει ότι είναι αθώος για τις κατηγορίες που του έχουν απαγγελθεί. Η δημοσιοποίηση του υπομνήματος αυτού προκάλεσε την αντίδραση του FBI και του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, που το χαρακτήρισαν “παραπλανητικό.” Μετά από το αρνητικό πολιτικό κλίμα που καλλιεργήθηκε, ο Νούνες απείλησε ότι θα διαχωρίσει τους Ρεπουμπλικάνους από τους Δημοκρατικούς, ενισχύοντας τα συμπεράσματα όλων εκείνων που θεωρούν τις ενέργειές του μη φυσιολογικές.

Από την άλλη μεριά, στην αντίστοιχη Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Γερουσίας διεξάγεται η έρευνα που επίσης επικεντρώνεται στην Ρωσία, με την ουσιαστική διαφορά ότι αυτή έχει δικομματικό χαρακτήρα, αλλά και κοινή στόχευση. Ο πρόεδρος της επιτροπής Ρεπουμπλικάνος Ρίτσαρντ Μπουρ από την Βόρεια Καρολίνα κι ο αντιπρόεδρος της, Δημοκρατικός Μαρκ Βάρνερ εμφανίζονται δημοσίως σπάνια, ενώ όταν αυτό συμβαίνει, υπάρχει αλληλοϋποστήριξη στις τοποθετήσεις τους. Σε μία πρόσφατη ενημέρωση για τις παγκόσμιες απειλές κατά της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας, ο Μπουρ ευχαρίστησε τις ηγεσίες των υπηρεσιών πληροφοριών για την συνεργασία που είχαν με την επιτροπή, επισημαίνοντας: “Οι δηλώσεις όλων όσοι κατέθεσαν ενώπιον μας, στηρίχτηκαν στον επαγγελματισμό των στελεχών τους, ενώ στο τέλος μιας διαδικασίας που είχε διάρκεια οκτώ ωρών, δεν μπορούσε κανένας να διακρίνει ποιος είναι Ρεπουμπλικάνος και ποιος Δημοκρατικός. Η προσπάθεια να είμαστε δικομματικοί δεν είναι δημόσια, αλλά εσωτερική κι έχει εισχωρήσει σε όλες τις ενέργειες, αλλά και το προσωπικό μας,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μπουρ.

Η διαφορά στις προσεγγίσεις των δύο επιτροπών είναι αξιοσημείωτο και δεν οφείλεται μόνο στις διαφορετικές προσωπικότητες των προέδρων τους. Η διαφορά μπορεί να εντοπιστεί στην ιστορία, τους κανόνες, αλλά και την κουλτούρα που επικρατεί την καθεμιά επιτροπή, στις προσεγγίσεις τους σε υποθέσεις που εμπεριέχουν τον χειρισμό και την αξιολόγηση πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αμερικανικές υπηρεσίες.

Το 1973, ο διευθυντής της CIA, Τζέιμς Σλέσιντζερ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην συμπλήρωση μιας λίστας με ενέργειες της υπηρεσίας του που παραβίαζαν το νομικό πλαίσιο της λειτουργίας της (National Security Act of 1947). Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής ήταν η συγγραφή μιας αναφοράς 693 σελίδων (Family Jewels). Στις παράνομες ενέργειες που καταγράφηκαν στην αναφορά αυτή συμπεριλήφθηκαν η καταγραφή των συνομιλιών δημοσιογράφων, οι προσπάθειες δολοφονίας ξένων ηγετών, αλλά και οι παρακολουθήσεις. Η αναφορά αυτή δημοσιοποιήθηκε το 1974, με την επισήμανση ότι παρά το γεγονός ότι αρκετά μέλη του Κογκρέσου, είχαν ενημερωθεί για την ύπαρξή της δεν την είχαν αξιοποιήσει όπως θα έπρεπε. Μετά την δημοσιοποίησή της, τα μέλη του Κογκρέσου εμφανίστηκαν αποφασισμένα για την αλλαγή της προσέγγισής τους, στο πλαίσιο εποπτείας των αρμοδίων υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας των ΗΠΑ.

Η Γερουσία, αλλά και η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησαν στην συγκρότηση ειδικών επιτροπών έρευνας, προκειμένου να εξετάσουν τις παραβιάσεις της νομοθεσίας από τις υπηρεσίες πληροφοριών. Στην επιτροπή που συγκρότησε η Γερουσία, προέδρευε ο Δημοκρατικός Φρανκ Τσερτς από το Αϊντάχο, με την συμμετοχή οκτώ Δημοκρατικών κι οκτώ Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών. Παρά το γεγονός ότι τα μέλη της επιτροπής αυτής, δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία στην εποπτεία των υπηρεσιών πληροφοριών κι ασφάλειας, κατά την διεξαγωγή της έρευνας κέρδισαν τον σεβασμό της κοινότητας των υπηρεσιών πληροφοριών. Η επιτροπή παρήγαγε 14 τόμους υλικού μετά την διεξαγωγή 126 επίσημων ακροάσεων και 800 καταθέσεων από το προσωπικό των υπηρεσιών.

Όπως συμβαίνει και σήμερα, η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν ακολούθησε την ίδια πρακτική με την Γερουσία, ως προς την διεξαγωγή της έρευνας. Αρχικά, πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Ρεπουμπλικάνος Λουσιέν Νέντζι από το Μίσιγκαν. Στην επιτροπή αυτή, συμμετείχαν εννέα Δημοκρατικοί και μόλις τέσσερις Ρεπουμπλικάνοι. Η έρευνα επισκιάστηκε πριν την έναρξή της από τις ανησυχίες ότι ο Νέντζι είχε γνώση για το τι είχε συμβεί, ενώ ακολουθούσε μία στάση ανοχής προς την CIA. Ο Νέντζι τελικά παραιτήθηκε μετά τις επικρίσεις που είχε προκαλέσει η στάση του και αντικαταστάθηκε από τον Ότις Πάικ, από τη Νέα Υόρκη. Η επιτροπή Πάικ ήταν περισσότερο συγκροτημένη ως προς την διεξαγωγή της έρευνας, ενώ η αναφορά που συνέγραψε δηλητηρίασε τις σχέσεις μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και της κοινότητας των υπηρεσιών πληροφοριών για τα χρόνια που ακολούθησαν. Η επιτροπή ψήφισε για την δημοσιοποίηση της αναφοράς των 334 σελίδων, ενώ έδωσε μία μόλις ημέρα στην CIA, προκειμένου να την μελετήσει. Η Βουλή των Αντιπροσώπων από την πλευρά της, είχε ψηφίσει για την μη δημοσιοποίησή της μέχρι την ενημέρωση της εκτελεστικής εξουσίας.

Ωστόσο, η αναφορά διέρρευσε στον δημοσιογράφο Ντάνιελ Σορ που είχε ενταχθεί στην λίστα των εχθρών του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, κλιμακώνοντας την ένταση στις σχέσεις μεταξύ της επιτροπής έρευνας της Βουλής των Αντιπροσώπων και της CIA. Παρά το γεγονός της διεξαγωγής έρευνας από την Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, δεν διαπιστώθηκε ποιος έκανε την διαρροή της αναφοράς.

Όπως συμβαίνει και σήμερα, η έρευνα της Γερουσίας για την Ρωσία, είναι δικομματική και σοβαρή. Η έρευνα της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι προβληματική, ενώ η κατάσταση αυτή συνεχίζεται για χρόνια στο ίδιο πλαίσιο.

21/02/2018 10:48
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αθήνα

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: