Μήπως μας πλήττει η εσωτερική πολιτική διαχείριση της διαπραγμάτευσης με την ΠΓΔΜ;




Του Ζαχαρία Μίχα

Μεγάλη πολιτική «φασαρία» έχει ξεσπάσει στην Ελλάδα με αφορμή τη διαπραγμάτευση για το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, η οποία έχει τις θετικές και τις αρνητικές της διαστάσεις. Ωστόσο, για μια ακόμη φορά δεν ξεφύγαμε από τα συνηθισμένα, με αποτέλεσμα η συνισταμένη μιας, ως είθισται, χαοτικής διαδικασίας στην Ελλάδα, να θέτει τη χώρα σε κίνδυνο.

Το υπουργείο Εξωτερικών εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου, εκτός ορίων και παντελώς αχρείαστη επίθεση στην Εκκλησία, ταυτίζοντάς την συλλήβδην με την ακροδεξιά. Σε αδρές γραμμές, της καταλόγισε ότι βρίσκεται πίσω από τις κινητοποιήσεις που έχουν προγραμματιστεί για το Σαββατοκύριακο.

Ακολούθησε η επίσκεψη του πρωθυπουργού στον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ο οποίος εξέφρασε μια αρκούντως μετριοπαθή άποψη, λέγοντας ότι δεν χρειάζονται συλλαλητήρια και ότι αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος είναι συνεννόηση και εθνική ομοψυχία.

Η αντιπολίτευση επιτέθηκε με σφοδρότητα και σε «αντίποινα» δήλωσε, ότι πλέον είναι αργά για ενημέρωση των κομμάτων, αφού ο πρωθυπουργός επέλεξε να ενημερώσει τον αρχιεπίσκοπο και όχι τα κόμματα, λέγοντας ότι η όποια ενημέρωση θα πρέπει να γίνει στη Βουλή.

Κάπου εδώ «το χάσαμε». Η στάση της Νέας Δημοκρατίας δείχνει να καθοδηγείται κυρίως από εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς, κάτι το οποίο κρινόμενο με τους ίδιους εσωτερικούς πολιτικούς όρους, συνιστά στρατηγική υψηλού ρίσκου που θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ.

Το πρόβλημα μας ταλαιπωρεί αρκετές δεκαετίες και οι απόψεις όλων είναι αρκούντως καταγεγραμμένες, οπότε ακόμα και αν ο κόσμος δεν μπορεί να έχει την υπόθεση με λεπτομέρειες στο μυαλό του, έχει σε επίπεδο διαίσθησης τη δυνατότητα να διακρίνει τα κριτήρια επί των οποίων βασίζεται η πολιτική των κομμάτων, συνεπιουρούμενος από την… ιστορική εμπειρία της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα.

Πέραν όμως της εσωτερικής πολιτικής σκηνής υπάρχει και η διπλωματία, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και αντιστρόφως, πράγματα που γίνονται δεν λέγονται. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Σε επίμαχο ζήτημα έχει πλέον αναχθεί το αν θα γίνει δημοψήφισμα, ώστε να κριθεί στις δυο χώρες η όποια συμφωνία καταλήξουν οι δυο πλευρές, Αθήνα και Σκόπια.

Στα Σκόπια, λόγω του προβλήματος με τους Αλβανούς, δεν έχουν επιλογή να το αποφύγουν, αν υποτεθεί ότι για λόγους επιβίωσης, το πολιτικό σύστημα κρίνει ότι πρέπει το θέμα να λήξει και να ξεκινήσουν την πορεία τους κυρίως στο ΝΑΤΟ και δευτερευόντως, σε βάθος χρόνου, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το θέμα είναι ότι στα Σκόπια, όπως έχει η κατάσταση, η οποία καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις, σχεδόν εφτά στους δέκα πολίτες υιοθετούν σκληρή στάση και δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν υπέρ της υιοθέτησης ονομασίας η οποία θα αμφισβητεί «την εθνική μακεδονική τους ταυτότητα».

Κατά συνέπεια, η πιθανότητα απόρριψης στο δημοψήφισμα μιας λύσης που θα έχει γίνει αποδεκτή από την Ελλάδα ως ελάχιστα αποδεκτός συμβιβασμός, είναι πολύ υψηλή έως νομοτελειακή. Για να μην προσθέσουμε ότι οποιαδήποτε σύγχρονη χώρα έχει τους «μηχανισμούς» να βοηθήσουν στο να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα…

Άρα, η Ελλάδα θα έχει αποδείξει την καλή της διάθεση για την εξεύρεση λύσης σε ένα θέμα «που ταλαιπωρεί τη Δύση», θα έχει δείξει «καλό πρόσωπο» στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ώστε να αποφύγει να χρεωθεί το αδιέξοδο. Διότι μια προσεκτική ματιά αποκαλύπτει, ότι η ουσία της υπόθεσης εξακολουθεί να είναι το αποκαλούμενο «blame game», το ποιος θα χρεωθεί δηλαδή στο τέλος την ευθύνη.

Εμείς οι Έλληνες, Ελλαδίτες και Κύπριοι, το γνωρίζουμε καλά αυτό από τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, καθώς με εξαίρεση την τελευταία φορά στο Κραν Μοντανά, λόγω της στρατηγικής Κοτζιά, οι Τούρκοι είχαν αναγάγει σε επιστήμη το πως θα τορπιλίσουν κάθε προσπάθεια λύσης, ρίχνοντας στην ελληνική διπλωματία την ευθύνη, με αποτέλεσμα η χώρα να περνά δύσκολες ώρες στο επίπεδο των διεθνών της σχέσεων.

Όλα ασφαλώς άλλαξαν με την εμφάνιση του ζητήματος των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσίγειο, που μετέτρεψε τη στρατηγική των Τούρκων σε μπούμερανγκ και τώρα τρέχουν και δε φτάνουν, έχοντας περιέλθει σε καταφανές αδιέξοδο, εγκλωβισμένοι στις παρελθοντικές τους αμετροεπείς επιλογές.

Επιστρέφοντας στο «Μακεδονικό», εάν παραμερίσουμε τις κομματικές παρωπίδες, αλλά και την εξέταση του θέματος με διάθεση ομφαλοσκόπησης και όχι «με τα μάτια των υπολοίπων», ώστε να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα των επιδιώξεων και της στρατηγικής τους, θα διαπιστώσουμε ότι την Ελλάδα ίσως και να τη συμφέρει να αποφύγει τον σκόπελο του δημοψηφίσματος.

Εάν διεξαχθεί δημοψήφισμα, το θυμικό και το συναίσθημα των Ελλήνων πιθανότατα θα οδηγήσει σε απόρριψη του συμβιβασμού, με αποτέλεσμα η απόρριψη από την πλευρά των Σκοπίων να διαμοιράσει τις ευθύνες του αδιεξόδου, το οποίο θα χρεωνόταν αυταπόδεικτα και η ελληνική πλευρά.

Εάν δε, αποφύγουμε το δημοψήφισμα και γίνει η έκπληξη, με τα Σκόπια να εγκρίνουν, έστω οριακά, τη συμφωνία, τότε η Ελλάδα θα έχει μείνει να διαχειριστεί τον ελάχιστα αποδεκτό συμβιβασμό, με μια ονομασία στο πρότυπο των προτάσεων Νίμιτς, με όλα τα προβλήματα που έχουν και αναφέρθηκαν με ενάργεια στο άρθρο του Σταύρου Λυγερού που αναδημοσιεύθηκε χθες στον παρόντα ιστοχώρο.

Και πάλι όμως, το υπουργείο Εξωτερικών έχει θέσει με σαφήνεια ότι παρότι η πρόθεση της Ελλάδας για εξεύρεση λύσης θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, έχουν τεθεί σαφείς κόκκινες γραμμές, οπότε ακόμα και η κατάληξη σε συμφωνία δεν είναι διόλου δεδομένη, για να μην υποστηρίξουμε ότι το τελικό αδιέξοδο είναι το κυρίαρχο σενάριο.

Επιμέρους διαφωνίες για τον βαθμό επιτυχίας στο ζήτημα της ακύρωσης του «μακεδονισμού» των Σκοπίων υπάρχουν. Όμως στη γενική της κατεύθυνση η στρατηγική της ελληνικής πλευράς δεν είναι λανθασμένη. Η «εθνικώς υπερήφανη» στάση με εσωτερικούς όρους, μπορεί να «πουλάει» στο εσωτερικό της χώρας, δεν έχει την παραμικρή αποδοχή στο εξωτερικό, κάτι το οποίο η ελληνική πλευρά όφειλε να διαχειριστεί.

Ας μην ξεχνάμε, ότι η αναγνώριση των γειτόνων από 150 χώρες ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» είναι με «αστερίσκο» και θα ανατραπεί με την κατάληξη σε συμφωνία των δύο μερών, αφού θα ακολουθήσουν τη συμφωνία των δύο πλευρών.

Άρα η εξαιρετικά αυτή αρνητική κατάσταση για την Ελλάδα, χωρίς να αναιρείται το ότι η ελληνική αποδοχή αξίζει όσο όλες οι υπόλοιπες μαζί, είναι αναστρέψιμη. Παράλληλα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι αυτο αποδεικνύει και την ορθότητα του επιχειρήματος ότι πραγματική αξία έχει η ελληνική αναγνώριση, ακόμα κι αν όλος ο κ΄σομος τους αναγνωρίσει με την αποκαλούμενη ως «συνταγματική ονομασία».

Και ας μην μας κατατρύχει σύνδρομο καταδίωξης, θεωρώντας ότι όσοι αναγνώρισαν την ΠΓΔΜ με το «συνταγματικό όνομα», έχουν κάτι μαζί μας και δεν αποδέχονται το ιστορικό μέρος της ελληνικής επιχειρηματολογίας. Το πρόβλημα δεν είναι εκεί, απασχολεί από λίγο έως καθόλου όλους τους υπόλοιπους. Το πρόβλημα εστιάζεται στο επίπεδο των γεωστρατηγικών ισορροπιών και αυτό δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας.

Καταληκτικά, η σημερινή κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, με τον διαφαινόμενο διχασμό των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, μέχρις ενός σημείου βοηθά τη διαπραγματευτική στάση της ελληνικής πλευράς, που θα χρησιμοποιήσει το επιχείρημα ότι αν δεν συνυπολογίσει το εσωτερικό ακροατήριο δεν θα προκύψει συμφωνία που είναι το ζητούμενο.

Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε τίποτα άλλο πέραν του άσπρου και του μαύρου, ενώ τα πάντα κινούνται μέσα σε ένα απέραντο γκρίζο και όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, ενώ απόλυτη ικανοποίηση των ελληνικών θέσεων, χωρίς να προκύψουν ζητήματα σε άλλα μέτωπα, χωρίς δηλαδή συνέπειες, δεν μπορεί να υπάρξει.

Το να ζητά η αντιπολίτευση δημόσια συνεδρίαση στη Βουλή, ενώ η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε τόσο λεπτό σημείο, κατά την υποκειμενική άποψη του γράφοντος είναι λάθος. Άρα, αν αναλωθούμε στην κοινοβουλευτική «μέτρηση» πατριωτισμού ενός εκάστου, με το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές, δεν θα μας ωφελήσει στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής.

Εάν το κατανοούν αυτό οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, θα μπορούσαν να ενημερωθούν για την ελληνική στρατηγική και γνήσια να διαφωνήσουν, διότι όπως εξηγήθηκε παραπάνω, έχει σίγουρα αρνητικές διαστάσεις και αστάθμητους παράγοντες.

Είναι ολόσωστο το επιχείρημα, ότι το πρόβλημα το έχουν οι Σκοπιανοί και κατά σνέπεια αυτοί οφείλουν να αναθεωρήσουν τη στάση τους, όχι εμείς, καθώς η Ελλάδα έχει ήδη κάνει πολλά βήματα για να τους συναντήσει.

Είναι επίσης σωστό και το ότι η Ελλάδα έχει θέσει κόκκινη γραμμή στο «εθνολογικό» ζήτημα της διαπραγμάτευσης, από την οποία δεν πρέπει να μετακινηθεί. Όλα είναι ζήτημα διπλωματικού χειρισμού, κάτι το οποίο διαφέρει από την εκτόξευση «συνθημάτων» για εσωτερική κατανάλωση.

Οι πιθανότητες όμως να μας βγει το «παιχνίδι» είναι αυξημένες, ενώ μπορούμε να ενισχύσουμε τις πιθανότητες με διάφορους τρόπους… Εάν δε μας βγει, πάλι η κατάσταση θα είναι πολύ πιο διαχειρίσημη από ότι είναι σήμερα, ενώ θα ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της χώρας σε μια σειρά από άλλα ανοιχτά μέτωπα.

Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Στον σχεδιασμό της Δύσης, το «αγκάθι» της ονομασίας των Σκοπίων σχετίζεται σε πρώτο επίπεδο με τις ευρύτερες βαλκανικές ισορροπίες, κυρίως όμως με τη διαχείριση του ανεξέλεγκτου σε σημαντικό βαθμό αλβανικού παράγοντα, που επίσης εγείρει ζητήματα αλυτρωτικά, τα οποία στρέφονται κατά της Ελλάδας.

Σε δεύτερο επίπεδο, σχετίζεται με ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου οι ισορροπίες είναι ακόμα πιο ευαίσθητες και αυτά που διακυβεύονται για τις επόμενες δεκαετίες, στο επίπεδο της υπό ανάδυση νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας που θα επιτρέψει την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων και την εξασφάλιση της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης, είναι κυριολεκτικά ζωτικά για την αναστροφή της δυσμενούς κατάστασης που βιώνει ο Ελληνισμός.

*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ/ISDA)

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: