Έρχεται το «Ελληνικό»! Λόγος επαινετικός για τους ηρωϊκούς Κουλιακιώτες του 1912




Του Ηλία Κουσκουβέλη

Είναι τιμητικό και ταυτοχρόνως δύσκολο για μένα που ως οπαδός της Θουκυδίδειας μεθοδολογίας παγίως και συστηματικά κινούμαι από τα επιμέρους στο γενικό, να εστιάσω σε αυτήν την ομιλία σε ένα θαυμαστό αλλά πολύ συγκεκριμένο γεγονός κατά το γύρισμα των γραναζιών της Ιστορίας. Είμαι θεωρητικός της Στρατηγικής και της διεθνούς πολιτικής και όχι ιστορικός. Για αυτό θα παρακαλέσω να έχω την ανοχή σας και την κατανόησή σας, αφού θα προσπαθήσω να αποφύγω, στο μέτρο που επιτρέπει ένας επετειακός και επαινετικός λόγος, τις λεπτομερείς αναφορές στην εξέλιξη των γεγονότων.

Ας πάρουμε τα πράγματα με την χρονική τους σειρά. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο ελληνικός στρατός, από περίπου 85.000 άνδρες, έφυγε κυριολεκτικά και μεταφορικά από την «Ελλάδα της Μελούνας», πέρασε τα στενά του Σαρανταπόρου και κατέλαβε την Κοζάνη. Παράλληλα, ο βουλγαρικός στρατός προήλαυνε προς τη Θράκη, ενώ ο σερβικός στρατός κατευθυνόταν προ το Μοναστήρι.

Στις 17 Οκτωβρίου ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού κατευθύνθηκε στα Γιαννιτσά, ενώ η 7η μεραρχία και η ταξιαρχία ιππικού προχώρησαν προς το Γιδά. Ο τουρκικός στρατός, με επικεφαλής τον Ταξίν πασά, συγκεντρώθηκε έξω από τα Γιαννιτσά, ενώ ένα μέρος του έλαβε θέσεις μάχης στις δύο γέφυρες του Λουδία, στα δυτικά του Άδενδρου. Το απόγευμα της 19ης Οκτωβρίου 1912 άρχισε η μάχη των Γιαννιτσών, που τελείωσε το μεσημέρι της επόμενης με περιφανή νίκη των ελληνικών δυνάμεων. Το πρωί της 20ής Οκτωβρίου, η 7η Μεραρχία επιτέθηκε στην οδική και σιδηροδρομική γέφυρα του ποταμού Λουδία και μέχρι το απόγευμα την κατέλαβε. Στόχος ήταν πλέον η Θεσσαλονίκη.

Παρ’ όλα αυτά, η προέλαση του ελληνικού στρατού δεν ήταν εύκολη, μιας και είχε να αντιμετωπίσει τον ανεπαρκή επισιτισμό, τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και τη διέλευση του «φουσκωμένου» Αξιού ποταμού. Το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου 1912 είχαν σταλεί από το ελληνικό στρατηγείο αναγνωριστικές περίπολοι στα χωριά Ραχώνα και Άνω Κουφάλια, καθώς και στη γέφυρα του Αξιού, η οποία βρισκόταν δίπλα στο χωριό Έλλη. Οι περίπολοι διαπίστωσαν ότι οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τη δυτική πλευρά του Αξιού και είχαν πυρπολήσει την ξύλινη οδική γέφυρά του.

Υπενθυμίζεται ότι ο Αξιός δεν έρρεε στη σημερινή του κοίτη, αλλά ανατολικότερα με δύο βραχίονες μεταξύ Χαλάστρας και Σίνδου. Όταν λοιπόν στρατοπέδευσε η 7η μεραρχία στην Κουλακιά (Χαλάστρα), για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, έπρεπε να διαβεί και τους δύο βραχίονες.

Γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του ο συνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης: «Μετά την μάχην των Γιαννιτσών το μόνον εμπόδιον προς είσοδον εις την Θεσσαλονίκην ήτο η διάβασις του ποταμού Αξιού, όστις ένεκα των εκτάκτων βροχών των ημερών εκείνων είχεν υπερχειλίσει· αι γέφυραι, η μεν ξυλίνη είχε καταστραφεί, η δε σιδηροδρομική εφυλάσσετο παρά των Τούρκων».

Η διέλευση του Αξιού ποταμού φάνταζε ανυπέρβλητο εμπόδιο αφού οι απαραίτητες γεφυροσκευές βρίσκονταν ακόμη στην Κοζάνη και θα έφθαναν στο τέλος του μήνα, ενώ από την άλλη μεριά δεν υπήρχε ξυλεία κατάλληλη για τη ζεύξη των βραχιόνων του, ούτε στα Γιαννιτσά ούτε στη Βέροια. Στο Άδενδρο, όπου είχε εγκατασταθεί ο Κωνσταντίνος με το επιτελείο του, έγιναν αλλεπάλληλες συσκέψεις των επιτελών σε αναζήτηση λύσης του οξύτατου προβλήματος της διέλευσης του Αξιού. Όμως όλες οι λύσεις φαίνονταν δύσκολες.

Στη Χαλάστρα (Κουλιακιά) ο ελληνικός στρατός εισήλθε την Κυριακή 21 Οκτωβρίου 1912, το απόγευμα. Για τις στιγμές της χαράς και της ενθουσιώδους υποδοχής των Ελλήνων στην Κουλιακιά υπάρχουν αρκετές περιγραφές. Σταματώ σε μία, εκείνη της Βιργινίας Τζαλαμάνη, που τότε ήταν μόλις 5 χρονών, επειδή με εντυπωσιάζει τόσο η αναφορά της στο «Ελληνικό», μία λέξη βγαλμένη κατευθείαν από τα Αρχαία και κυριολεκτικά από την πρώτη παράγραφο του Θουκυδίδη, που περιγράφει το όλον, όσο και η ελπίδα της για απελευθέρωση της Μικράς Ασίας:

«Από βραδίς ήρθε ένα μαντάτο. Έρχεται το Ελληνικό. Όλοι ήταν όρθιοι. Δεν κοιμήθηκαν καθόλου εκείνη τη νύχτα. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Όλοι περίμεναν να ‘ρθει το Ελληνικό. Είχαν μεγάλη λαχτάρα. Μόλις ξημέρωσε, βλέπουμε από τη Γιαντσίδα που έρχονταν το Ελληνικό. Όλος ο κόσμος βγήκε να υποδεχθεί τους στρατιώτες μας. … Στο σπίτι μας έφεραν δυο. … Έκατσαν δυο μέρες και μετά έφυγαν για να πάνε στην κόκκινη μηλιά…»  

Ενώ όμως οι Κουλιακιώτες πανηγύριζαν την ελευθερία τους, οι στρατιωτικοί ηγέτες προβληματίζονταν για τον τρόπο διάβασης των δυο βραχιόνων του «φουσκωμένου» Αξιού. Γράφει σχετικά ο Κώστας Βαφείδης:

«…Οι ανιχνευταί ανακοίνωσαν ότι οι Τούρκοι κατέστρεψαν υποχωρώντας τα πορθμεία από τους βραχίονες του ποταμού Αξιού και δεν υπήρχε άλλη διάβασις. Πραγματικά, ένας τρόπος για την διάβασι του στρατού και των μεταγωγικών, υπήρχε μόνον, να κατασκευασθούν επειγόντως πλωτές γέφυρες. Ο Λοχαγός του Μηχανικού, Βλάσιος Βλάσης, έβλεπε τα πράγματα δύσκολα, μέσα δεν υπήρχαν, και το ποτάμι ήταν φαρδύ. Μετρούσαν, ξαναμετρούσαν, συζητούσαν ψιθυριστά μεταξύ των και λύσις δεν βρισκόταν».

Την ημέρα εισόδου του ελληνικού στρατού στην Κουλιακιά, ο Αλέξανδρος Ζάννας επισκέφθηκε το διάδοχο Κωνσταντίνο στο Άδενδρο, προκειμένου να λάβει οδηγίες του. Ο ίδιος περιγράφει τη συνάντηση: «Σε λίγο κατέφθασε ο διάδοχος … και με ρώτησε λεπτομέρειες για την πορεία μας. Ήθελε να μάθη, αν είμασταν σε θέση εμείς με τους χωρικούς και με τη βοήθεια του μηχανικού και κατασκευάσωμε δεύτερη γέφυρα κοντά στην Κουλιακιά. Του είπα, πως δεν είμαι αρμόδιος να του δώσω αυτή την απάντηση, αλλά νόμιζα πως ήταν κατορθωτό. Θα μπορούσαμε ίσως να χρησιμοποιήσωμε τις βάρκες, που έχουν στην Κουλιακιά. Πάντως αυτό εξαρτάτο από το μηχανικό…».

Στις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετώπιζε η 7η Μεραρχία για τη διέλευση του Αξιού, έδωσε λύση ένας Κουλιακιώτης καρροποιός, ο Γιώργης Νταληγκάρης, ο οποίος – σύμφωνα με τον Βαφείδη – ζήτησε από το μέραρχο να τον κάνει για μία μέρα «βασιλιά». Ο μέραρχος έδωσε με επιφυλακτικότητα τις αρμοδιότητες που ζήτησε ο Νταληγκάρης, ο οποίος κινητοποίησε αμέσως τους συγχωριανούς του. Γράφει ο Βαφείδης:

«Την άλλη μέρα το πρωί, στα μάτια όλου του Στρατοπέδου (είχαν έρθη και οι ανώτεροι νυχτ’ ακόμη) παρουσιάστηκε ένα αξιοθαύμαστο θέαμα. Όλοι με ανοιχτό το στόμα, συγκινημένοι με δακρυσμένα μάτια… έβλεπαν:

Στον Αξιό ποταμό παρατεταγμένος όλος ο «στόλος» της Κουλιακιάς… Πλήθος από πλάβες και σε κάθε πλάβα από δύο λεβέντες μέσα, όρθιοι με τα πλατσίδια… στα χέρια, ακίνητοι χαιρετούσαν. … Οι αξιωματικοί και οι φαντάροι κατάπληκτοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Δεν πρόλαβαν όμως να συνέλθουν. Μεγάλη οχλαγωγή και θόρυβος έρχονταν από δυσμάς, από το χωριό. Γύρισαν τα μάτια τους και βλέπουν, μια απέραντη φάλαγγα από κάρρα και βοδάμαξα να προχωρή προς το στρατόπεδο.      Όλα ήταν κατάφορτα με ξυλεία και πλήθος κόσμου με φκιάρια, κασμάδες και ό,τι άλλο εργαλείο στα χέρια να τα συνοδεύει με τραγούδια πατριωτικά. Μπροστά – μπροστά, σε μία σούστα επάνω ο μπάρμπα Γιώργης Νταλίγκαρος με την Μπάμπω του, η σούστα φορτωμένη με λογιών – λογιών εργαλεία και «Τσιουμλέκια» (κατσαρόλες, τηγάνια, καφέμπρυκα κλπ).

Έτσι έγινε η ζεύξη του δυτικού βραχίονα του Αξιού. Μετά ξεκίνησαν οι εργασίες για τη ζεύξη του ανατολικού. Εκεί όμως τα πράγματα ήταν δυσκολότερα, αφού δεν επαρκούσαν οι πλάβες. Τότε και πάλι ο Γιώργης Νταληγκάρης έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν όλα τα ξύλινα βαρέλια, καθώς και όλα τα ξύλα που υπήρχαν σε ανεγειρόμενες οικοδομές του χωριού. Παράλληλα μαζεύτηκαν όλα τα σχοινιά, που χρησιμοποιούνταν ακόμη και για το άπλωμα της μπουγάδας και για το κρέμασμα των κουβάδων στα πηγάδια. Όλα έπρεπε να τελειώσουν μέχρι το βράδυ, καθώς λόγω καιρού υπήρχε φόβος να φουσκώσει το ποτάμι.

Το πέτυχαν. Το απόγευμα της 23ης Οκτωβρίου ολοκληρώθηκε η ζεύξη και του δεύτερου βραχίονα του Αξιού και την επομένη το πρωί 24 Οκτωβρίου 1912, άρχισε η διάβαση του Αξιού από την 7η Μεραρχία η οποία έφθασε κοντά στην Θεσσαλονίκη, δίνοντας το τακτικό πλεονέκτημα στις Ελληνικές δυνάμεις και φυσικά το σύνθημα για τις επαφές και τις διεργασίες παράδοσης της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους.

Ο χρόνος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις έχει τεράστια σημασία. Το γνωρίζουμε από την αρχαιότητα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πολλές περιπτώσεις κατατριβής, καθυστέρησης, με αρνητικές συνέπειες για την πλευρά που καθυστερούσε να δράσει και να πετύχει τους στόχους της. Ο Νικίας, λ.χ., που καθυστέρησε να επιτεθεί κατά των Συρακουσών, «καταφρονήθηκε» από τους αντιπάλους (7.42.3). Τι θα πίστευαν λοιπόν Τούρκοι και Βούλγαροι για την ικανότητα του ελληνικού στρατού και για την διάθεση των Ελλήνων της περιοχής, αν παρέμεναν αναποφάσιστοι και ανήμποροι μπροστά σε ένα ποτάμι;

Την ίδια αντίληψη συναντά κανείς και στην άλλη πλευρά του κόσμου. Το κινεζικό εγχειρίδιο στρατηγικής Η Τέχνη του Πολέμου, που αποδίδεται στον Σουν Τσου, αναφέρει: «Εάν συγκροτήσετε ένα στράτευμα και περιμένετε να συμπληρώσετε στο ακέραιο τα εφόδιά του για να προελάσετε, με σκοπό να κερδίσετε κάποιο πλεονέκτημα, υπάρχει κίνδυνος (όταν θα ξεκινήσετε) να έχετε αργοπορήσει πολύ». Αν λοιπόν περίμεναν να έρθουν οι γέφυρες από την Κοζάνη τότε, προφανώς, θα είχαν αργήσει πολύ.

Η σημασία του χρόνου, ως προς την διάσταση της ταχύτητας και της έγκαιρης δράσης κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, υπογραμμίζεται και από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη που σημειώνει πως «τα πάντα ανακτώνται, ο χρόνος ποτέ». Πράγματι, αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων την εξέλιξη των γεγονότων, μπορούμε να εκτιμήσουμε το αποτέλεσμα, στηριζόμενοι στα δεδομένα που έχουμε κάθε φορά στη διάθεσή μας. Μπορούμε με ασφάλεια να θεωρήσουμε ότι στην Θεσσαλονίκη θα έμπαινε πρώτος ο βουλγαρικός στρατός. Αυτό θα σήμανε ότι

  1. ένα μεγάλο κομμάτι Ελλήνων (της Θεσσαλονίκης και ανατολικότερα) δεν θα απελευθερωνόταν.
  2. η Ελλάδα θα έχανε το μοναδικό στο Βορρά και καίριας σημασίας λιμάνι, παρά το ότι ήλεγχε το Αιγαίο.
  3. ο Ελληνικός στρατός θα κατέγραφε μία αποτυχία, αφού θα αποκαλύπτονταν ότι δεν μπορούσε να περάσει ένα ποτάμι ή δεν είχε γίνει ο σωστός σχεδιασμός της επιχείρησης.
  4. θα χανόταν η βάση για μία περαιτέρω πορεία προς Ανατολάς και η ευκαιρία η Ελλάδα να διασφαλίσει από ξηράς το Βόρειο Αιγαίο.
  5. θα αποκόπτονταν η Χαλκιδική, η οποία είχε ξεσηκωθεί.
  6. η Ελλάδα θα έχανε στα μάτια των θαλάσσιων συμμάχων της τις εντυπώσεις και, προφανώς, το κύρος της δεν θα ενισχυόταν τόσο πολύ.
  7. ενδεχομένως οι εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών να ενισχύονταν, με αρνητικές συνέπειες.
  8. και, τέλος η Ελλάδα θα είχε να αντιμετωπίσει τόσο έναν διαφορετικό συσχετισμό ισχύος στα Βαλκάνια, όσο, μετά βεβαιότητας, και ένα διαφορετικό κλίμα.

Οι παραπάνω πιθανές εξελίξεις είναι εκείνες που αναδεικνύουν την σημασία της συμβολής των κατοίκων της περιοχής στην μεγάλη νίκη και στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Απλοί άνθρωποι, με πολλή δουλειά, με ανιδιοτέλεια, αγάπη στην ελευθερία και με πίστη στο «Ελληνικό», κατάφεραν όσα το μηχανικό του Στρατού, για μια σειρά από λόγους, δεν μπορούσε να πετύχει.

Ασφαλώς αυτό είναι ένα ακόμη δείγμα για το τι μπορούμε να πετύχουμε ενωμένοι και αποφασισμένοι. Είναι ένα δείγμα για το πώς ο λαός μπορεί να συμβάλει στην άμυνα της χώρας – κάτι που πρέπει εφαρμοσθεί ακόμη περισσότερο στον αμυντικό μας σχεδιασμό αλλά και στην πράξη.

Ασφαλώς όμως πρόκειται και για ένα μεγάλο κατόρθωμα των κατοίκων της Κουλιακιάς που τιμούμε σήμερα, και για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με την εκτίμηση της ΑΕ του Προέδρου της Δημοκρατίας, όταν πέρυσι επισκέφθηκε τον Δήμο σας και είπε:

«Η βοήθεια που προσέφεραν τότε οι ηρωικοί κάτοικοι της Χαλάστρας στον Ελληνικό Στρατό, προκειμένου να μην καθυστερήσει η, τεράστιας στρατηγικής σημασίας, προέλασή του προς την Θεσσαλονίκη, υπήρξε καθοριστική για την έκβαση του πολέμου, αλλά και τη μονιμότερη διαμόρφωση του χάρτη των Βαλκανίων».

  • Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων
    Πρώην Πρύτανης του πανεπιστημίου Μακεδονίας

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: