Η οικολογική κρίση ως «πνευματικό πρόβλημα» και η ανθρώπινη αξία: Ο “καιρός τρελάθηκε”;




Γράφει ο Βασίλειος Κουδούνης*

Πολλές φορές πληροφορούμαστε  ή πολλοί από εμάς βιώνουμε ή βιώσαμε κάποια στιγμή πολύμορφα φαινόμενα λεηλασίας και καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος καθώς και τις συνέπειες αυτής της ασύστολης κακοποίησης στην καθημερινή ζωή μας. Μία κακοδιαχείριση  η οποία εκδηλώνεται ποικιλότροπα στον αέρα, το έδαφος και το υπέδαφος με  τη ρύπανση και μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων, τη συσσώρευση βιομηχανικών υποπροϊόντων και εν γένει επιβλαβών απορριμμάτων, την υπερεκμετάλλευση και αφαίμαξη των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών…

Μία άμεση συνέπεια, η οποία συζητιέται εντατικά τα τελευταία χρόνια αλλά ατελέσφορα, αποτελούν και τα ακραία και καταστροφικά καιρικά φαινόμενα. Αυτό το γεγονός το διαπιστώνουμε και στη χώρα  μας με μεγαλύτερη διαρκώς συχνότητα, ώστε να δικαιολογείται η κοινόχρηστη πια φράση «ο καιρός τρελάθηκε».

Λόγος, όμως, ελλιπής, αφού σκόπιμα αποσιωπούμε το ποιητικό αίτιο, το θύτη, για να μη θυμόμαστε την πηγή του κακού, τον άνθρωπο, ο οποίος με τις αχαλίνωτες και ποικιλότροπες παρεμβάσεις του στο οικοσύστημα αλλοιώνει και διαστρεβλώνει τους φυσικούς νόμους που το διέπουν.

Μέσα και μπροστά σ’ αυτή την ακανθώδη πραγματικότητα, με τις αλλεπάλληλες τεχνοκρατικές συνταγές προστασίας του φυσικού κόσμου να ναυαγούν και τα οικολογικά δεινά να επαυξάνονται, ταλανίζοντας όλο και μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες, παραβλέπεται η θεμελιώδης αλήθεια ότι το οικολογικό πρόβλημα αποτελεί πρωτίστως πνευματικό πρόβλημα.

Η αφετηρία της αντιμετώπισής του συνίσταται πρωτίστως στον σεβασμό προς την ανθρώπινη αξία που συνεπάγεται και την αντιμετώπιση του φυσικού περιβάλλοντος ως αναγκαίου πεδίου δράσης για την πνευματική ολοκλήρωση και όχι την αχαλίνωτη εκμετάλλευση των αποθεμάτων του με αποκλειστικό στόχο την υλική ευμάρεια. Εθελοτυφλούμε και δεν ομολογούμε για διάφορους λόγους, επηρεασμένοι από την εγκοσμιοκρατική, υλόφρονα νοοτροπία και βιοθεωρία μας, ότι υπάρχει άμεση σχέση της πνευματικής κατάστασης του ανθρώπου με την κατάσταση του φυσικού κόσμου.

Η συμπεριφορά καθενός μας, συνάρτηση της εσωτερικής μας ποιότητας, επηρεάζει ακόμα και τη νομοτέλεια, τη δομή και τη λειτουργία του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο παρακολουθεί κάθε βήμα μας και ανάλογα προσαρμόζεται.

Κατά συνέπεια, ο φυσικός κόσμος εμφανίζεται πειθήνιος και υπάκουος μπροστά σ’ ένα εσωτερικά ισορροπημένο ανθρώπινο δυναμικό, αλλά εξεγείρεται εναντίον του εμπαθούς, εγωπαθούς και αλαζόνα ανθρώπου, ο οποίος έχει χάσει την πνευματική του ευστάθεια, όπως συμβαίνει στη σύγχρονη καταναλωτική εποχή.

Ο κοινωνικός και οικονομικός μηχανισμός που δημιούργησε τον νέο αυτόν  τύπο ανθρώπου – παράγοντα της οικολογικής κρίσης ενεργοποιείται μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανθρωπότητα αρχίζει τότε να διανύει περίοδο κοσμογονική στο επίπεδο της υλικοτεχνικής ανάπτυξης με επιπτώσεις καταλυτικές και στην ανθρώπινη φύση. Η βιομηχανία  και η τεχνολογία  κινούνται  σε ύψη ιλιγγιώδη.

Μέσα από αυτόν τον ατέρμονα οργασμό αναδύεται η καινούργια βιομηχανική και τεχνολογική κοινωνία με τη δική της ρευστή νομοτέλεια και επιστήμονες-τεχνοκράτες να προσδιορίζουν την πορεία της. Ως πυξίδα, όμως, σταθερή και μοναδική, πια έχουν την τελειοποίηση των μέσων παραγωγής για νέα και περισσότερα προϊόντα καθώς και των παραπλανητικών πολλές φορές μεθόδων προώθησής τους.

Αδιαφορούν παντελώς για την ανθρώπινη αξία, ενώ ενδιαφέρονται για την τελειοποίηση της μηχανής. Οι φωνές ανθρωπιστών, θεολόγων, φιλοσόφων και άλλων διανοουμένων, που πρεσβεύουν ότι προτεραιότητα στην επιστημονική έρευνα καθώς και στη χάραξη και υλοποίηση των οικονομικών και των εν γένει πολιτικών πρέπει να αποτελεί ο άνθρωπος και η πραγματική του ευτυχία, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές, παραποιούνται και περιθωριοποιούνται.

Η εμφάνιση της ψυχρής καταναλωτικής κοινωνίας αποτελεί πια μια ζοφερή πραγματικότητα. Οι τεχνοκράτες μάλιστα περιβάλλονται  και με «ανθρωπιστικό» μανδύα, τονίζοντας ότι μεριμνούν για την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου, διευκολύνοντάς τον με νέα, περισσότερα και αποτελεσματικότερα βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα.

Διαμορφώθηκαν, συνεπώς, καινούργιες ιστορικές συνθήκες, στις οποίες ο προβιομηχανικός παλαιός άνθρωπος με ανάγκες στατικές και περιορισμένες παραχώρησε τη θέση του στον άνθρωπο της υπερκατανάλωσης. Πρόκειται για ένα άβουλο ον, υπόδουλο της ύλης, έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει την τάση να ανακαλύπτει συνεχώς νέες ανάγκες, να διεγείρει καινούργιες επιθυμίες και να παράγει διαρκώς νέα προϊόντα, για να ανταποκριθεί, σε αυτές.

Όμως, είναι ανάγκες εικονικές, ανύπαρκτες, τις οποίες φυσικά δεν ένιωσε και δε νιώθει μόνος του ο άνθρωπος αλλά τις επιβάλλει στη σκέψη και την ψυχή του το σύγχρονο υλιστικό περιβάλλον κυρίως μέσω της διαφήμισης, η οποία πείθει τον ακροατή ή τον θεατή ότι κάποιο προϊόν, άγνωστο μέχρι τότε σε αυτόν, είναι αναγκαίο στη ζωή του.

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό κλίμα, με την ψυχολογία της κατανάλωσης σε κατάχρηση και την ανθρωπιστική παιδεία ανύπαρκτη,  βλέπουμε καθημερινά στον χώρο της διατροφής να σερβίρονται πειστικά και πιεστικά νέες περισσότερο ανθυγιεινές συνταγές φαγητών, στον τομέα της ενδυμασίας η μόδα να μεταβάλλεται και ό,τι φορούσαμε πέρυσι να θεωρείται εφέτος ξεπερασμένο…

Αναμφίβολα, αυτή η κοινωνική αποθέωση της απληστίας και η χειραγώγηση της ανθρώπινης βούλησης υποθάλπονται και από πολιτικούς φορείς. Αυτό καταφαίνεται και όταν σε κάθε οικονομικό προγραμματισμό και εν γένει πολιτική διακήρυξη προβάλλουν ως μοναδικό γνώμονα την άνοδο του βιοτικού επιπέδου με την εξασφάλιση της ευμάρειας και εν τέλει της ικανοποίησης των πιο τρελών αναγκών της καταναλωτικής κοινωνίας.

Η κοινωνική αυτή «κουλτούρα» προσβάλλει βάναυσα το οικοσύστημα, αφού ανοίγει τους ασκούς των ποικίλων αυθαιρεσιών, καταπατήσεων, καταχρήσεων και αναπόφευκτα των περιβαλλοντικών καταστροφών.
Όταν, όμως, διαμορφωθούν τέτοιες συνθήκες -διεθνών πολλές φορές- περιπλοκών, δυσεπίλυτων και οξυμμένων προβλημάτων υγείας, εξάντλησης των φυσικών αποθεμάτων, επιβάρυνσης της φύσης από την άναρχη δόμηση, την απόρριψη βιομηχανικών υποπροϊόντων και την εκτεταμένη ρύπανση και μόλυνση, επέρχεται αναπόφευκτα αδιέξοδο και σε οικονομικούς και πολιτικούς, βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους  προγραμματισμούς.

Αναπόδραστες είναι και οι κοινωνικές αντιδράσεις που μιλούν και για συμπαιγνία πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, χάριν του κέρδους, σε βάρος του οικοσυστήματος και εντέλει του ανθρώπου.
Τότε, μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, πολιτικοί άρχοντες, επιστήμονες και ποικιλώνυμες οργανώσεις μας μιλούν για προληπτικά οικολογικά μέτρα, για περιβαλλοντική συνείδηση και εκπαίδευση, ενίοτε  και για περιορισμό της κατανάλωσης και των αναγκών.

Δυστυχώς, παρά ταύτα, όπως καθημερινά επιβεβαιώνεται, η οικολογική καταστροφή δεν αναστρέφεται. «Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πλαντάξεις από τις μαγαρισιές σου» είχε προφητικά γράψει τον 19ο αι. ένας Ινδιάνος Σιάτλ, στη μνημειώδη απάντησή του προς τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όταν ο τελευταίος του ζήτησε να αγοράσει τη γη των Ινδιάνων.

Μα πως είναι δυνατή η ανάσχεση αυτή χωρίς πνευματική αναστροφή και ριζική αλλαγή νοοτροπίας από τον καθένα μας στην προσέγγιση του φυσικού κόσμου και τη διαχείριση των αγαθών του;

Ας είμαστε ρεαλιστές. Δεν υπάρχει αντίρρηση ότι ο άνθρωπος οφείλει να δραστηριοποιείται, χρησιμοποιώντας τον κόσμο ως κορωνίδα και κύριος της Δημιουργίας, για να καλύπτει ουσιαστικές ανάγκες, όπως η τροφή, η ένδυση, η κατοικία, η μόρφωση και εν γένει ό,τι απαιτείται για τη συγκρότηση μιας ολοκληρωμένης, ακμαίας και δημιουργικής προσωπικότητας.

Το όριο, όμως, και το μέτρο των υλικών αναγκών συνεχώς σήμερα αυξάνεται, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, προσωπική ή οικογενειακή, τα περιθώρια του κρατικού προϋπολογισμού, τη μόδα κι άλλους παράγοντες.

Η επιθυμία για υλική ευμάρεια γίνεται ανεξέλεγκτη και ακόρεστη και συνεπάγεται την αλλοτρίωση και την υποδούλωση της πνευματικής μας υπόστασης στα υλικά αγαθά. Γι’ αυτό επιβάλλεται κατά προτεραιότητα να την οριοθετήσουμε, καθένας σε προσωπικό επίπεδο.

Αυτόν τον κορυφαίο κίνδυνο της  απώλειας της πνευματικής ελευθερίας και των συνεπειών της συνειδητοποίησαν πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες και πρόβαλλαν το «άριστον μέτρον», τη λιτότητα, την ολιγάρκεια, ως την αρετή, που εγγυάται την εσωτερική ανεξαρτησία του ανθρώπου και την ειρηνική σχέση με τον κόσμο.

Απαιτείται, ασφαλώς, αδιάκοπος, επίπονος και πολυμέτωπος προσωπικός αγώνας, για να κατακτήσουμε την αρετή αυτή, ώστε να καλλιεργήσουμε και μια σχέση αρμονίας και σεβασμού προς το οικοσύστημα και συνετής διαχείρισης των αγαθών του. Η αφετηρία και η βάση φυσικά δεν μπορεί να είναι η τεχνοκρατική και περιβαλλοντική εκπαίδευση αλλά η γνήσια ανθρωπιστική παιδεία!

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: