“Ποτάμι μέσα μου πικρό το αίμα της πληγής σου”… Ή «δεν ξέρεις τι ‘ναι παγωνιά/βραδιά χωρίς φεγγάρι…»




Ο πατέρας ανεβασμένος σε μια καρέκλα μετακινεί, κάτι στο χαμηλοτάβανο σπίτι της γιαγιάς και από το κενό ανάμεσα στο ταβάνι και την σκεπή, κατεβάζει κάμποσους δίσκους 33 στροφών, «πλάκες» τις έλεγαν οι παλιότεροι.

Βγάζει το μαύρο βινύλιο από την θήκη του, το σκουπίζει προσεκτικά και η ιεροτελεστία ολοκληρώνεται με την βελόνα του πικάπ να ακουμπάει στα αυλάκια του δίσκου. Μια μελωδία άγνωστη, στα παιδικά αυτιά, πλημμυρίζει το δωμάτιο και θα ακολουθήσουν κι άλλες:

«Δεν ξέρεις τι ‘ναι παγωνιά/βραδιά χωρίς φεγγάρι…» Αν και «μεταπολίτευση» ο ήχος τον πρώτο καιρό, τουλάχιστον, ήταν ακόμα χαμηλά… Κι ανάμεσά στις μελωδίες το διάκενο του δίσκου με τον χαρακτηριστικό ήχο του «σκρατς» που τελικά ήταν δυνατότερος από το τραγούδι.

Λίγο καιρό αργότερα, οι ίδιες μελωδίες μαζί με άλλες θα γέμιζαν στάδια και ανοιχτούς χώρους, αντάμα με χειροκροτήματα και συνθήματα, θα συντρόφευαν νεανικά ξενύχτια και πόσα άλλα. Και πανταχού παρόν εκείνο το «σκρατς» να μας καλεί, επίμονα, να σκεφθούμε.

Με το δικό του αγκομαχητό, τα θηριώδη κίτρινα τρόλει περνούσαν, μπροστά από την γκρεμισμένη «πόρτα» της Πατησίων, σε αυτό το «σκρατς» αντηχούσαν οι φωνές όσων βασανίζονταν, στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, μαζί με τον βρυχηθμό της μοτοσικλέτας που σκοπό είχε να τις καλύπτει και το γκλομπ του Εσατζή που δεν ήταν τόσο για να «στρώσει» τους «απείθαρχους», όσο για να σκορπίσει τον φόβο σε όλους τους υπόλοιπους…

Στο δικό του ψίθυρο ακροβατούσαν τα καρφωμένα κάπου στον ορίζοντα βλέμματα των ανθρώπων που στριμώχνονταν με όλους τους καιρούς, στα σκούρα μπλε λεωφορεία που ξεκινούσαν από τις αφετηρίες της Ομόνοιας για τα λαϊκά προάστια.

Ήταν ακριβώς το ίδιο βλέμμα που είχαν οι άνθρωποι τα κυριακάτικα απογεύματα στην επαρχία, «όταν άκουγαν την μπάντα» στην πλατεία-νυφοπάζαρο, εκεί που το «καλό» καφεζαχαροπλαστείο απαγόρευε την είσοδο σε φαντάρους, ενώ στα καφενεία, πάντα «πρώτο τραπέζι», η φυλλάδα της χούντας κι αλλίμονό σου «αν δεν έριχνες μια ματιά».

Εκείνο το «σκρατς» μύριζε «μπριλκριμ», φορούσε «καμιζόλα» ή άσπρο φθηνό πουκάμισο το καλοκαίρι με την αστυνομική ταυτότητα -που δεν είχαν οι «αντεθνικώς» δρώντες-, τσατσάρα και στιλό διαρκείας «μπικ» στο τσεπάκι. Είχε μεγάλο δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του χεριού αντάμα με το απαραίτητο μακρύ νύχι, μόνο σε εκείνο το δάχτυλο, έπινε «ουίσκι» σε νεροπότηρο, αισθανόταν «κάτι», όταν από την οθόνη της ασπρόμαυρης τηλεόρασης έπνεε «άνεμος δημιουργίας» και πολεμούσε τους «εχθρούς του έθνους» στις ταινίες του Τζέϊμς Πάρις. Και όχι μόνο: Γιατί στο «σκρατς» ακουγόταν και η επέλαση των αρμάτων (από φελιζόλ) κατά την διάρκεια των εορτών της «πολεμικής αρετής» των Ελλήνων στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, όπου οι ντυμένοι Μυρμιδόνες, Εσατζήδες, κράδαιναν δόρατα και περικεφαλαίες, με τον Παπαδόπουλο, τον Λαδά και τον Ανδρουτσόπουλο να χορεύουν «δημοτικά», κάνοντας, τελικά, μια ολόκληρη γενιά να μισήσει την λαϊκή μας παράδοση.

Σ’ εκείνο το «σκρατς» με μισόκλειστα μάτια ακουμπώντας σε μια κολόνα και καπνίζοντας αμερικάνικο τσιγάρο, στήθηκε, 15 χρόνια πριν την χούντα, ο πυλώνας του ΝΑΤΟ και εκεί άκουσε τα ίδια βομβαρδιστικά να ξεσκίζουν την Κύπρο…

Στον ήχο εκείνου του «σκρατς» ακουγόταν το ψαλίδι του Λαδά, του Παττακού και του Τοτόμη που έκοβαν μαλλιά και απαγόρευαν την είσοδο στην Ελλάδα, παντός «ρυπαρού και ρακένδυτου ή φέροντος γενειάδα ή μακράν κόμη τουρίστα» καθώς και στις τουρίστριες με μίνι φούστα, αν και αργότερα διευκρινίστηκε ότι το μέτρο περιοριζόταν στις μαθήτριες.

Ειδικά για την μαθητιώσα νεολαία, το καθεστώς επέβαλλε το κούρεμα με την «ψιλή» για τους άρρενες μαθητές, ενώ για τις μαθήτριες ο κανονισμός επέβαλλε να δένουν τα μαλλιά τους μόνο με κορδέλα λευκή, μαύρη ή θαλασσιά.

Στα αυλάκια εκείνου του «σκρατς» σύρθηκε ο αναγεννώμενος από την στάχτη του φοίνικας (sic) το περιβόητο «πουλί» της χούντας, προσωνύμιο το οποίο, παρ’ ολίγον’ να πληρώσει πολύ ακριβά, κάποιος ατυχής ηλεκτρολόγος επαρχιακής πόλεως ο οποίος αφού φωταγώγησε τον «φοίνικα» για μια εκδήλωση, έγραψε στην προς είσπραξη απόδειξη »λάμπες για το πουλί» και εκλήθη στην Ασφάλεια καθώς θεωρήθηκε ότι λοιδωρεί το σύμβολο της εθνοσωτηρίου κυβερνήσεως…

Στο «σκρατς» εκείνο ακουγόταν η σφραγίδα της χούντας να διαλύει εργατικά σωματεία, νεολαιίστικες οργανώσεις, αλλά και μικρά αθλητικά σωματεία, ιδιαίτερα εκείνα, προσφυγικά κλπ που θεωρούσε ότι συσπείρωναν «ύποπτα στοιχεία.» Με την ίδια σφραγίδα άνοιγαν οι φυλακές και οι εξορίες, αφαιρείτο η ιθαγένεια, διαγράφονταν από τα Πανεπιστήμια φοιτητές που θα καταδικάζονταν για πολιτικούς λόγους, απαγορεύονταν τραγούδια, βιβλία, εφημερίδες, και θεατρικές παραστάσεις.

Ακούγοντας προσεκτικά, μπορείς να αφουγκραστείς και τα βήματα εκείνων με το γνωστό επώνυμο που «έφυγαν» εκείνα τα χρόνια, όπως ο μεγάλος ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης, η Θεώνη Δρακοπούλου- Μυρτιώτισσα, ο απαράμιλλος ερμηνευτής μολιερικών ρόλων, Χριστόφορος Νέζερ, ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Νίκος Τσιφόρος, η Αντιγόνη Μεταξά-Κροντηρά -η θεία Λένα-, η συγγραφέας κριτικός και ακαδημαϊκός Ελένη Ουράνη  γνωστότερη ως Άλκης Θρύλος-, ο πατριάρχης του λαϊκού τραγουδιού, Μάρκος Βαμβακάρης, η Στέλλα Ιωάννου, η γυναίκα που ενέπνευσε στον Στρατή Μυριβήλη την «Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια», η εβδομηνταοχτάχρονη Στέλλα που κάποτε θάμπωνε με την ομορφιά της, όλη την Μυτιλήνη και η οποία αυτοπυρπολήθηκε καθώς ήταν κατάκοιτη, ο Γιάννης Παπαϊωάννου -ο Γιάννης με τη χρυσή καρδιά, ο Ρόδης Ρούφος, η Κατίνα Παξινού, ο Ηλίας Βενέζης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Κύρος Κύρου και ο Πάνος Κόκκας.

Στον ήχο εκείνου του «σκρατς» ακούγεται η φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη, που κατά γενική ομολογία των αμερικανών κριτικών ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι του θεάτρου και του τραγουδιού και συχνά προσκεκλημένη στο δημοφιλές τηλεοπτικό σόου του Μερβ Γκρίφιν. Την κάλεσε και στις 23 Απριλίου του 1967 και της ζήτησε να τραγουδήσει. Εκείνη σηκώθηκε όρθια και είπε: «Να τραγουδήσω; Ξέρετε τι έγινε στην πατρίδα μου; Της έκλεψαν την ελευθερία. Και φταίτε εσείς γι’ αυτό». Δέχτηκε να τραγουδήσει μόνο ένα τραγούδι χωρίς την συνοδεία μουσικής, το «Σώπα όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» από την «Ρωμιοσύνη» των Γιάννη Ρίτσου και Μίκη Θεοδωράκη.

Ακούγεται ο Δημήτρης Μητροπάνος και η Πετρή Σαλπέα να τραγουδούν τον Άγιο Φεβρουάριο των Μ. Ελευθερίου/Δ. Μούτση, ο Νίκος Ξυλούρης να τραγουδά «μεγάλωσαν τα γένια μας, η ψυχή μας αλλιώτεψε» στην «Ιθαγένεια» των Κ.Χ. Μύρη/Γ. Μαρκόπουλου, η Φλέρυ Νταντωνάκη και ο Γρηγόρης Ψαριανός στον Μεγάλο Ερωτικό των ποιητών και του Μάνου Χατζιδάκι, ο Γιώργος Νταλάρας και η Χάρις Αλεξίου, στην Μικρά Ασία των Πυθαγόρα (Παπασταματίου)/Απ. Καλδάρα, ένα δίσκο που κυκλοφόρησε 50 χρόνια μετά το 1922, χωρίς ούτε μια, κυριολεκτικά, λέξη μίσους ανάμεσα στους λαούς.

Εκεί ακούγεται ο Γιώργος Ζωγράφος να διευθύνει κάποια τραγούδια του Νέου Κύματος, στην μπουάτ Απανεμιά στην Πλάκα, σαν τον Μίκη, με τους φοιτητές να ξεσπούν σε χειροκροτήματα και τους χαφιέδες να απορούν, εκεί ακούγονται οι Νίκος Ξυλούρης, Τζένη Καρέζη και Κώστας Καζάκος να τραγουδούν στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» των Ι. Καμπανέλλη/Σ. Ξαρχάκου.

Στα ίδια αυλάκια όμως, ακούγεται και ο ήχος από το ξεφάντωμα, επιφανών εκπροσώπων της αστικής τάξης -εφοπλιστών, βιομηχάνων, εμπόρων, ευεργετών- αντάμα με τους χουντικούς, καθώς το «έριχναν έξω», αφού πρώτα «έκλειναν τις δουλειές» που ήταν και πολλές και κερδοφόρες.

Στον ίδιο ήχο ακούγεται το θρόϊσμα των σελίδων κάποιων κειμένων, όσων τόλμησαν, έστω και υπαινικτικά να μιλήσου, το ηχογραφημένο μήνυμα του Νομπελίστα Γ. Σεφέρη, στην μοναδική «ανοιχτή» πολιτική πράξη της ζωής του, αλλά ακούγεται και η μεγάλη σιωπή πολλών που είχαν χρέος να μιλήσουν…

Όμως, όπως πάντα, αυτή η σιωπή, καλύφθηκε από έναν άλλο ήχο: Εκείνον του παράνομου τυπογραφείου, εκείνον του παράνομου πολύγραφου και της γραφομηχανής πάνω στην μεμβράνη για να βγει η παράνομη εφημερίδα και το «τρικάκι» και να μοιραστεί με χτυποκάρδι, κίνδυνο μεγάλο, αλλά και κουράγιο ακατάβλητο. Αυτή ήταν η μουσική που έγραψαν όσοι από την πρώτη μέρα σήκωσαν το ανάστημά τους απέναντι στην χούντα, οργανώνοντας τον αγώνα του λαού, προσπαθώντας να φωτίσουν τις αιτίες, επιχειρώντας να χαράξουν προοπτική για το αύριο.

Στα ίδια «αυλάκια» ξημέρωσε ο Ιούλιος του 1974 με την γεύση της στάχτης στο στόμα…
Πενήντα χρόνια μετά, η βελόνα του δίσκου, εξακολουθεί να επιμένει στο διάκενο. Ο ήχος που βγαίνει εξακολουθεί να προκαλεί -και πρέπει να προκαλεί- ερωτηματικά που κι αυτά με την σειρά τους πρέπει να απαντηθούν.

Γιατί από τα «αυλάκια» αναδύονται και άλλοι «ήχοι» άλλοι παλιοί και άλλοι νέοι. Ο πιο παλιός είναι εκείνος που απέδιδε την δικτατορία σε ορισμένους «παράφρονες αξιωματικούς». Πρόκειται για ένα βολικό μύθο που δεν ισχύει. Η προσεκτική μελέτη της ιστορίας αποδεικνύει ότι το χουντικό στρατιωτικό καθεστώς στηρίχτηκε σε όλο το μετεμφυλιακό θεσμικό πλαίσιο που διατήρησαν όλες οι κυβερνήσεις, έως το 1967. Με τις πολιτικές και στρατιωτικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και σε σύμπραξη με το εγχώριο αστικό κράτος είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα ένας πολυπλόκαμος μηχανισμός απροκάλυπτης βίας με κέντρο τον στρατό και τον θρόνο και άλλες κρατικές και «παράλληλες» δυνάμεις με τις ανάλογες διασυνδέσεις.

Καμία σχέση με την πραγματικότητα δεν έχει το ψεύδος της χούντας ότι η δικτατορία έγινε εξαιτίας του «κομμουνιστικού κινδύνου.»

Η μελέτη της ιστορίας, αποδεικνύει, επίσης, ότι προκειμένου η αστική τάξη να διατηρήσει την εξουσία της, νομιμοποιούσε την εκτροπή από τον αστικό κοινοβουλευτισμό, όπως προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1952, (άρθρο 91) δίνοντας δικαίωμα στον βασιλιά να αναλάβει τέτοια πρωτοβουλία μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.

Ακριβώς η παρακολούθηση βήμα προς βήμα των κινήσεων της αστικής τάξης, των αντιθέσεων που εκδηλώνονταν στους κόλπους της, σε συνάρτηση και με τις κινήσεις και αντιθέσεις στον ευρύτερο και διεθνή περίγυρο, μπορεί να φωτίσει πολλές πλευρές αυτής της δραματικής περιόδου, καθώς οι εξελίξεις ήταν κάθε άλλο παρά αλληλοδιαδοχή πεπραγμένων σε «ευθεία γραμμή».

Η δικτατορία των συνταγματαρχών γεννήθηκε μέσα από την κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος με στόχο να το βγάλει από αυτή, έλυσε την οξυμένη από το παρελθόν αντίθεση ανάμεσα στο παλάτι και το αστικό πολιτικό σύστημα, ενώ στηρίχθηκε από τμήματα της αστικής τάξης, άλλοτε φανερά και άλλοτε με επιφύλαξη για τους δικούς τους, φυσικά, λόγους.

Ένας άλλος «ήχος» που ακούγεται, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι τυχαία, αφορά την επιδαψίλευση επαίνων για την οικονομική πολιτική της χούντας και την «τιμιότητα» των χουντικών που «πέθαναν στην ψάθα». Η μελέτη των στοιχείων αποδεικνύει πως τίποτα από τα δύο αυτά δεν ισχύει.

Αποτελεί ύβρη προς τον ελληνικό λαό, τους εργαζόμενους, τους ανθρώπους του μόχθου, τους φυλακισθέντες, εξορισθέντες, βασανισθέντες, τους νεκρούς της χουντικής τυρρανίας, η φράση που ακούγεται ότι «ο Έλληνας θέλει Παπαδόπουλο για να ‘στρώσει’». Ο ελληνικός λαός έχει δώσει μεγάλες μάχες διαχρονικά, κέρδισε την ελευθερία του και κοινωνικά δικαιώματα με αγώνες και αίμα, δεν του χαρίστηκε τίποτα. Στα 200 περίπου χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους, η ιστορία απέδειξε ότι ήταν η αστική τάξη ήταν εκείνη που επέβαλλε και τις ανοιχτά δικτατορικές κυβερνήσεις, όταν τις χρειαζόταν.
Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί και ακόμα γράφονται για την δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Αναμνήσεις, χρονικά, αναλύσεις και βέβαια, όλα αυτά, όχι μόνο για λόγους επετειακούς, καθώς συμπληρώνονται 50 χρόνια από την επιβολή της. Το ζήτημα είναι πολύ βαθύτερο και εντάσσεται σαφώς στο γενικότερο πεδίο της ταξικής και αναπόσπαστα, κατ’ επέκταση, ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης, ενώ εξίσου σαφές είναι πως οι απαντήσεις δεν μπορεί να είναι στην ίδια κατεύθυνση, ούτε τα εξαγόμενα συμπεράσματα ίδια.

Αποτελεί, όμως, χρέος, στον αγώνα του λαού, ημών των ιδίων δηλαδή, για ζωή, στον αγώνα για να έλθουν καλύτερες μέρες, σε αυτήν την συζήτηση, πάρει μέρος η νέα γενιά, αποτελεί χρέος δικό μας, να μιλήσουμε στα παιδιά μας για όλα αυτά, για τους διαχρονικούς αγώνες, για την περηφάνια και την αξιοπρέπεια του λαού μας. Μια μόνο προϋπόθεση υπάρχει: Να μην ξεχνάμε, γιατί όπως έλεγε και «αγράμματη» Αγγελίτσα Παπάζογλου από την Κοκκινιά «Μην ξεχνάς, είναι αμαρτία να ξεχνάς».

Γιώργος Μηλιώνης , ΑΠΕ-ΜΠΕ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: