Η υπόθεση είναι να καταστεί ο ελληνικός προϋπολογισμός πιο φιλικός στην ανάπτυξη λέει ο Τόμσεν




Από τον Poul Thomsen

Ο πρωταρχικός στόχος της εμπλοκής του ΔΝΤ με την Ελλάδα είναι να βοηθήσει τη χώρα να θέσει και πάλι το εαυτό της σε μια βιώσιμη πορεία ανάπτυξης που θα ωφελεί τον ελληνικό λαό.

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι η υφιστάμενη διάρθρωση του ελληνικού προϋπολογισμού είναι ένα σοβαρό αναπτυξιακό εμπόδιο. Παρακάτω παρέχουμε μια πιο λεπτομερή εξήγηση του γιατί ο ελληνικός προϋπολογισμός στην παρούσα μορφή του είναι εχθρικός προς την ανάπτυξη, και γιατί η επίλυση αυτού του προβλήματος απαιτεί φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις.

Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τα έσοδα της, η Ελλάδα έχει ακολουθήσει μια πολιτική επανειλημμένης αύξησης των ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών, αντί να διευρύνει τη φορολογική της βάσης. Αυτό δεν έχει δουλέψει. Μετά από χρόνια υιοθέτησης αυτής της πολιτικής, η Ελλάδα αντιμετώπισε αυξανόμενη άρνηση από τους φορολογούμενους το 2014, η οποία ώθησε τις αρχές να καταφύγουν σε προγράμματα ρύθμισης δόσεων και αναβολής πληρωμών, παρόλο που η διαδεδομένη χρήση των ρυθμίσεων αυτών – η Ελλάδα διέθετε ένα εντυπωσιακό αριθμό 50 τέτοιων ρυθμίσεων αποκλειστικά στην περιοχή της κοινωνικής ασφάλισης για την περίοδο μετά το 2001- σημαίνει ότι αναπόφευκτα εκλαμβάνονται από τους φορολογούμενους ως de facto φορολογική συγχώρεση. Αυτό είναι εμφανές από την συσσώρευση των φορολογικών χρεών και των χρεών προς την κοινωνική ασφάλιση, τα οποία έχουν φτάσει τα 120 δισ. ευρώ (περίπου στο 70 τοις εκατό του ΑΕΠ, ενώ οι μισοί από τους φορολογούμενους καθυστερούν τις πληρωμές τους, Διάγραμμα 1) και την σταθερή μείωση των φορολογικών εισπράξεων, παρά την έκτακτη βοήθεια που παρέχεται στην Ελλάδα από διεθνείς οργανισμούς με στόχο τη βελτίωση της φορολογικής της διοίκησης (Διάγραμμα 2).

Γιατί υποστηρίζουμε ότι η φορολογική βάση είναι πολύ στενή; Το υφιστάμενο καθεστώς στο φόρο εισοδήματος είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Η Ελλάδα παρέχει μια εξαιρετικά γενναιόδωρη έκπτωση φόρου, η οποία επιτρέπει σε περισσότερο από το ήμισυ των μισθωτών να απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος (Διάγραμμα 3). Στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, αντιθέτως, είναι μόλις στο 5% και στο 6% (ο μέσος όρος για το υπόλοιπο της ζώνης του ευρώ είναι περίπου 8%). Σε ονομαστικούς όρους, το αφορολόγητο όριο των € 8.750 στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στη ζώνη του ευρώ, υψηλότερο από ό, τι στη Γερμανία, την Ιταλία ή την Ισπανία. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι η επιβάρυνση της φορολογίας είναι εξαιρετικά ασύμμετρη στην Ελλάδα, με το υψηλότερο δεκατημόριο των μισθωτών να καταβάλει σχεδόν το 60% του συνολικού φόρου εισοδήματος.

Είναι βεβαίως αλήθεια ότι εκείνοι που κερδίζουν τα περισσότερα θα πρέπει να συμβάλλουν τα μέγιστα. Αλλά οι εξαιρετικά γενναιόδωρες εξαιρέσεις για τη μεσαία τάξη που ισχύουν στην Ελλάδα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με επιχειρήματα σχετικά με την κοινωνική ισότητα και τη δικαιοσύνη. Οι μαζικές εξαιρέσεις δεν είναι κοινωνικά δίκαιες, δεδομένου ότι εμποδίζουν την Ελλάδα από το να συγκεντρώσει τα έσοδα που χρειάζεται να πληρώσει καλά στοχευμένες κοινωνικές παροχές ίδιες με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπως τα επιδόματα πρόνοιας και ανεργίας. Κατά την άποψή μας, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με ταυτόχρονη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα.

Επιπλέον, η εξάρτηση των ελληνικών αρχών στην περαιτέρω συμπίεση των διακριτικών (σ.σ. εκτάκτων) δαπανών δεν είναι αξιόπιστη. Οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, για παράδειγμα, έχουν μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια και κινούνται πλέον σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (Διάγραμμα 4). Πράγματι, πιστεύουμε ότι αυτή η συμπίεση δεν μπορεί να διατηρηθεί, όπως προκύπτει από τις καταγγελίες ότι τα νοσοκομεία λειτουργούν χωρίς σύριγγες, τα λεωφορεία ακινητοποιούνται από την έλλειψη ανταλλακτικών, κ.λπ. Υπό την οπτική αυτή, θεωρούμε ότι είναι ταυτόχρονα αβάσιμο και ανεπιθύμητο οι δαπάνες αυτές να μειωθούν κατά 2 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2018, όπως αναμένουν οι ελληνικές αρχές. Χωρίς εμφατικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα που θα δημιουργήσουν αποτελεσματικά κέρδη, το να στοχεύεις σε μια τέτοια περαιτέρω συμπίεση δαπανών συνεπάγεται ακόμη πιο σοβαρή δυσλειτουργία στην παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών, κάτι το οποίο δεν είναι αξιόπιστο και δεν μπορεί να υποστηριχθεί από μια συμφωνία με το ΔΝΤ.

Την ίδια στιγμή, που βασικές δημόσιες υπηρεσίες συμπιέζονται σε μη βιώσιμα επίπεδα, οι δαπάνες για τις συντάξεις παραμένει δυσβάσταχτες. Η Ελλάδα πληρώνει κατά μέσο όρο μια ονομαστική δημόσια σύνταξη παρόμοια με αυτή της Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι έχει πολύ χαμηλότερη παραγωγικότητα. Και μπορεί και το κάνει αυτό μέσω δημοσιονομικών μεταγγίσεων προς το σύστημα που ξεπερνούν κατά περισσότερο από τέσσερις φορές το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (Διάγραμμα 5). Αλλά η ενασχόληση με τις συντάξεις, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη.

Προηγούμενες κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να μεταρρυθμίσουν το σύστημα, αλλά έχουν έρθει αντιμέτωπες με δικαστικές αποφάσεις που τους σταμάτησαν και με άλλες αναποδιές. Αν και η σημερινή κυβέρνηση έχει αναλάβει νέες προσπάθειες σε αυτόν τον τομέα, η πρόσφατη μεταρρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στη μείωση των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά περίπου 1 τοις εκατό του ΑΕΠ, απέχει από το να είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει το μέγεθος του προβλήματος (ένα έλλειμμα σχεδόν 11%του ΑΕΠ).

Όπως και με το φορολογικό σύστημα, το να διατηρείς τόσο υψηλές συντάξεις, ενώ ταυτόχρονα αρνείσαι στους πολίτες πρόσβαση σε βασικές κοινωνικές παροχές δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε κοινωνικά βιώσιμο. Έχει συχνά υποστηριχθεί ότι στην Ελλάδα, οι συντάξεις πρέπει να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, επειδή δεν χρησιμεύουν μόνο για την προστασία των εισοδημάτων των ηλικιωμένων, αλλά και διότι λειτουργούν ως ένα άτυπο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι συντάξεις δεν αποτελούν υποκατάστατο για ένα επαρκές δίχτυ ασφαλείας, καθώς αυτή η ad hoc ρύθμιση δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την αύξηση της φτώχειας των πλέον ευάλωτων ομάδων. Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι υψηλές συντάξεις είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς είναι μια σιωπηρή μεταφορά από τα πιο ευάλωτα μέλη του πληθυσμού που είναι σε ηλικία εργασίας προς τους μεγαλύτερους σε ηλικία Έλληνες.

Το ποσοστό φτώχειας για τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας, ιδιαίτερα τους ανέργους έχει αρχίσει να αυξάνεται με ταχύ ρυθμό από το 2010, ενώ οι συνταξιούχοι έχουν δει μια αντίστοιχα μεγάλη μείωση των επιπέδων φτώχειας (Διάγραμμα 6). Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, οι αρχές θα πρέπει να μειώσουν περαιτέρω τις τρέχουσες συντάξεις, αυξάνοντας παράλληλα τις δαπάνες προς ένα σύγχρονο και καλά στοχευμένο σύστημα πρόνοιας για την προστασία εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Περισσότερα θα πρέπει να δαπανηθούν τόσο για άλλες βασικές δημόσιες υπηρεσίες όσο και για βασικές δημόσιες επενδύσεις. Ο εξορθολογισμός των τρεχουσών συνταξιοδοτικών παροχών θα εξασφαλίσει επίσης μια δικαιότερη κατανομή του κόστους της μεταρρύθμισης μεταξύ των γενεών.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: