Οι υπαίτιοι παραμένουν ατιμώρητοι: Σαράντα πέντε χρόνια από τη βόμβα στην Πιάτσα Φοντάνα




Tου Γιώργη-Βύρωνα Δάβου(*)

Kάθε χρόνο στις 12 Δεκεμβρίου η Ιταλία με συγκίνηση αναπολεί ένα από τα τραγικότερα γεγονότα, το οποίο, σύμφωνα με τα σημερινά αφιερώματα στον Τύπο, θεωρείται πως σημάδεψε ανεξίτηλα τη μεταπολεμική της ιστορία στον αιώνα που πέρασε, και το οποίο στις σημερινές συνθήκες αναβίωσης της τρομοκρατίας και της ανόδου της ακροδεξιάς αποκτά συμπληρωματικό συμβολικό χαρακτήρα.

Η πολυαίμακτη έκρηξη της 12ης Δεκεμβρίου 1969, στην Αγροτική Τράπεζα της Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνου, της οποίας οι δράστες δεν έχουν τιμωρηθεί ακόμη, μολονότι είναι πλέον ηλίου φαεινότερο από ποιον (νεοφασιστικό) χώρο προέρχονταν, εξακολουθεί έως τους σημερινούς καιρούς ν’ αποτελεί ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα της εκμαυλιστικής επιρροής που μπορεί να έχει η κρατική χειραγώγηση των γεγονότων και της πληροφόρησης και της ανατριχιαστικής αήθειας που μπορούν να επιδείξουν οι κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών, στη σύλληψη, οργάνωση, στρατολόγηση πρόθυμων στοιχείων και στην εκτέλεση τέτοιων πράξεων. Όπως σημειώνει στο επετειακό της αφιέρωμα στην ιστοσελίδα της η Rainews.it .»

Ήταν η απαρχή της “πολιτικής της έντασης” οικοδομημένη πάνω στις βόμβες, στις επιθέσεις σε τραίνα και σε συνδικαλιστικές συνεδριάσεις». Πριν από 45 χρόνια την Ιταλία σημάδεψε ένα επεισόδιο, αιματηρό και απεχθές, το οποίο ακόμη προκαλεί αναταράξεις στη σκηνή της πολιτικής, της Ιστορίας και των κομματικών παθών στη χώρα.

Το επεισόδιο της Πιάτσα Φοντάνα, και ό,τι επακολούθησε ιδίως με τον «θάνατο» του αναρχοσυνδικαλιστή Τζουζέπε Πινέλι μέσα στο αστυνομικό τμήμα? αποτελεί ένα δείγμα της βρώμικης διαχείρισης της κρίσης των Μολυβένιων Χρόνων (Anni di Piombo) από το ιταλικό πολιτικο-δικαστικό κατεστημένο, τις μυστικές υπηρεσίες, και την πανταχού παρούσα CIA (με τις διάφορες επιχειρήσεις Gladio της, που άπλωναν κι απλώνουν τα παρακλάδια της και στην Ελλάδα).

Μία στρατηγική που είχε ως κύριο μέλημα τον εξοπλισμό των ακραίων νεοφασιστικών στοιχείων, όπως της «Νέας Τάξης» (Ordine Nuovo) του Πίνο Ράουτι και την επιμελητειακή, πολιτική, επικοινωνιακή τους συνδρομή στο να πραγματοποιούν ένοπλες προβοκάτσιες, τις οποίες οι μηχανισμοί ελέγχου της κοινής γνώμης απέδιδαν στην «κόκκινη τρομοκρατία». Μέχρι κι ο τότε πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Τζουζέπε Σάραγκατ είχε επιστρατευθεί για να συκοφαντήσει τις αριστερές οργανώσεις και το πρωτοποριακό συνδικαλιστικό και φοιτητικό κίνημα της εποχής, όπως στην περίπτωση της δολοφονίας του αστυνομικού Ανναρούμμα, που μολονότι έως σήμερα δεν έχει αποδειχθεί εάν επρόκειτο για ατύχημα, όχι όμως για δολοφονία, είχε σπεύσει να την αποδώσει στο αριστερό κίνημα (μήπως τούτες οι πρακτικές θυμίζουν έντονα σημερινές αναλογίες, τύπου Ρεσάλτο και αριστερών τρομοκρατών συνδεδεμένων με το οργανωμένο έγκλημα;).

Όχι μόνον η έκρηξη στην Πιάτσα Φοντάνα, αποδείχθηκε πως υπήρξε οργανωμένο σχέδιο κι εκτέλεση των νεοφασιστικών στοιχείων, αλλά επίσης και πολλές άλλες παρόμοιες ενέργειες, από τη δολοφονία αστυνομικών στο Φρίουλι κι αλλού, έως τη βομβιστική επίθεση στο σταθμό της Μπολόνια. Άλλωστε, είτε οι έρευνες είτε τυχαία περιστατικά επιβεβαίωσαν στο κύλισμα του χρόνου το πόσο ευσταθούσε το -επιστημονικής φαντασίας υπό άλλες συνθήκες- σενάριο για συνεργασία όλων αυτών των κύκλων, περιλαμβανομένης και της CIA: η σύλληψη το 1972 του «Νεοταξικού» Φράνκο Φρέντα κι η διαπίστωση ότι τα εκρηκτικά της έκρηξης προέρχονταν από τον κύκλο του, ή η απαγγελία κατηγοριών το 1998 από τον Μιλανέζο δικαστή Γκουΐντο Σαλβίνι κατά του Αμερικανού αξιωματικού Ντέιβιντ Κάρετ “σταθμάρχη της CIA” για στρατιωτική κατασκοπία και άμεση συμμετοχή στα γεγονότα της Πιάτσα Φοντάνα.

Η επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα, παρά την μεθοδευμένη αποτυχία της δικαιοσύνης να καταδικάσει τους εντοπισμένους ενόχους (Κάρλο Μαρία Μάτζι, Ντέλφο Τζόρτζι και Τζανκάρλο Ρονιόνι), συντηρεί την ανάγκη να υπάρξει κάποτε μία θαρραλέα αποτίμηση της ευθύνης που φέρει για τη δράση του εκείνην την εποχή ένας συγκεκριμένος χώρος -το νεοφασιστικο MSI- παρά την άφεση που προσπαθεί να του προσφέρει μέσω της λήθης και της συμμετοχής σε μία (πραγματική;) δημοκρατική διαδικασία ο μεταλλαγμένος πολιτικός επίγονός του της Εθνικής Συμμαχίας (ΑΝ) και των λοιπών επιγόνων, που σήμερα συμμετέχουν (!) ως “κεντροδεξιές” αποχρώσεις στη σημερινή κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος (PD-πρώην ΚΚΙ), αλλά υπενθυμίζει επίσης την εγγενή δυνατότητα που έχει το κράτος να ασκεί εκείνο τρομοκρατία. Γιατί πάντοτε τα κράτη που αντιμετωπίζουν μία σοβαρή κοινωνική κρίση καταφεύγουν πάντοτε και μόνο στην, λεγόμενη αμυντική τρομοκρατία, μία έμμεση μορφή τρομοκρατίας, η οποία πρέπει πάση θυσία να φαίνεται πως στρέφεται εναντίον τους.

Ο Τζανφράνκο Σανγκουινέτι υπενθυμίζει στο ανεπανάληπτό του «Περί της Τρομοκρατίας και του Κράτους» (ελλ. Μτφ Ύψιλον, 1982, σελ 70) πως «το (κάθε) κράτος εξασθενημένο από τις επιθέσεις που δέχεται αυτό κι η οικονομία του (?) αναλαμβάνει μ’ επισημότητα να σκηνοθετήσει το θέαμα της κοινής και πανίερης άμυνας μπροστά στο τέρας της τρομοκρατίας. Και στο όνομα αυτής της ευλαβικής αποστολής μπορεί να απαιτεί απ’ όλους τους υποτελείς του ακόμη ένα κομμάτι από τη φτενή τους ελευθερία, που πάει και δυναμώνει τον αστυνομικό έλεγχο σ’ όλον τον πληθυσμό». Κι ο κρατικός έλεγχος ως γνωστόν ανθεί και τρέφεται εκεί όπου υπάρχει η αστάθεια (στην απασχόληση, στην οικονομία, στις εργασιακές σχέσεις, στο συνδικαλισμό), την οποία βαπτίζει «αταξία», «ανομία», παρότι είναι το ίδιο που τη συντηρεί, υποστηρίζοντας αφηρημένες μορφές κοινωνικού/πολιτικού/εργασιακού/επικοινωνιακού γίγνεσθαι ώστε να ενισχύει την απροσδιοριστία και το άγχος της «δυστυχούς συνείδησης» των ανερμάτιστων πολιτών, όπως θα έλεγε κι ο Χέγκελ.

Δυστυχώς, η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα, παρότι αποδείχθηκε ότι ήταν έργο των μυστικών υπηρεσιών (SID) και των φασιστικών κύκλων, κατέδειξε γι’ άλλη μία φορά και την εγγενή ανικανότητα των αριστερών κομμάτων (ακόμη και των ακραίων οργανώσεων, όπως η Lotta Continua) να δείξουν με το δάκτυλο την πασιφανή αλήθεια: ότι το κράτος και η δημοκρατική Πολιτεία δεν διστάζει να σφάξει όταν νιώθει ότι υπάρχει επιβουλή, πραγματική, ή προφασισμένη, εναντίον των νόμων του (γραπτών κι εθιμικών): όπως θα έλεγε κι ο Μαρξ «για το κράτος ένας νόμος υπάρχει κι είναι απαραβίαστος: η επιβίωση του κράτους». Και το κράτος μπορεί προβοκατόρικα να δολοφονήσει ακόμη και δικά του παιδιά (βλέπε αστυνομικούς, ή πράκτορες) και να μετακυλίσει την ευθύνη στους «αναρχικούς», ή τους «τρομοκράτες», όποτε τα συμφέροντα και τ’ αδιέξοδά του το επιβάλλουν.

Η θεωρία του Καρλ Σμιντ για την διαρκή αναζήτηση από το κράτος ενός εχθρού (είτε ως εξωτερική επιβουλή, είτε ως εσωτερικό κίνδυνο) για τη νομιμοποίησή του και την επιβίωσή του, σε πολλές περιπτώσεις της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας (όχι μόνον στην Ιταλία) έχει επιβεβαιωθεί πλειστάκις. Η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα είχε οργανωθεί στην εντέλεια: πρώτα έγιναν οι αναίμακτες πρόβες στις εκρήξεις τον Απρίλιο του ’69 στη Φιέρα και στον σταθμό του Μιλάνου, και κατόπιν σε διάφορα τραίνα, προτού δοθεί το αποφασιστικό κι αιματηρό πλήγμα του Δεκέμβρη (όπως ακριβώς είχε προβαριστεί κι η απαγωγή του Μόρο, με την αναίμακτη απαγωγή του Ντε Μαρτίνο το ’77).

Όμως οι πρόβες των μυστικών υπηρεσιών, επισημαίνει ξανά ο Σανγκουινέτι, πάντοτε υποδεικνύουν τους στόχους που θα επακολουθήσουν: Το ’69 ήταν ο πληθυσμός, το ’79 ένας πολιτικός. Και το σύστημα αντέδρασε κατάλληλα και συντεταγμένα: κατηγόρησε εκείνους που ήθελε, κάλυψε όσους επιθυμούσε και κατόρθωσε να περάσει τα μέτρα και τα μηνύματα που επιδίωκε με το μικρότερο δυνατό κόστος. Διότι η ανθρώπινη ζωή δεν είναι τίποτε μπροστά στα οργανωμένα συμφέροντα του κράτους και των χορηγών του.

  • Ο Γιώργης-Βύρων Δάβος είναι δημοσιογράφος
  • Πηγή: Rainews.it

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: