Αναστασιάδης: “Παρά την απογοήτευση θα εργαστώ για επανέναρξη διαλόγου στο Κυπριακό”




Παρά την απογοήτευση που προκάλεσε το αποτέλεσμα των συνομιλιών στο Mont Pelerin, ο πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης διαβεβαιώνει ότι είναι αποφασισμένος, με σεβασμό στις εύλογες ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων, να προβεί σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα προκειμένου να επαναρχίσει ο διάλογος.

Σε εισαγωγική του ομιλία στη διακαναλική συνέντευξη Τύπου, την Τετάρτη, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι δεν ήθελε να εμπλακεί σε οποιανδήποτε λογική επίρριψης ευθυνών, και παρέθεσε τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν στο Mont Pelerin, σημειώνοντας ότι για να επιτευχθεί μια λύση που θα γίνεται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες, θα πρέπει όχι μόνο να τηρούνται τα συμφωνηθέντα, αλλά και η λύση να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις αρχές και αξίες του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου και να επιτρέπει τη συγκρότηση ενός βιώσιμου, λειτουργικού και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.

“Θα ευχόμουν η σημερινή επικοινωνία μαζί σας να ήταν για να εξαγγείλω περαιτέρω πρόοδο στον εν εξελίξει διάλογο που θα μας οδηγούσε στην τελική φάση με την ελπίδα οριστικής επίλυσης της απαράδεκτης κατάστασης που βιώνουμε τα τελευταία 42 χρόνια. Λυπούμαι ειλικρινά που, αντί τούτου, είμαι υποχρεωμένος να καταγράψω τα γεγονότα που μας οδήγησαν στην αποτυχία επίτευξης του αποτελέσματος που ήταν και η επιδίωξη μας κατά τις συζητήσεις στην Ελβετία”, είπε.

Σημείωσε ότι “δεν είναι ούτε πρόθεση ούτε επιθυμία μου να εμπλακώ στην όποια λογική επίρριψης ευθυνών, όμως την ίδια ώρα και δεν θα αφήσω αναπάντητους ισχυρισμούς που θέλουν την ευθύνη της αποτυχίας να βαραίνει την ελληνοκυπριακή πλευρά”.

“Όπως είναι σε όλους γνωστό, ήταν σαφής και απόλυτα ξεκάθαρη η συμφωνία που επετεύχθη στις 26 Οκτωβρίου προκειμένου να πραγματοποιηθεί με προοπτικές επιτυχίας η συνάντηση στο Mont Pelerin, και η οποία προέβλεπε πως, πρώτον, οι διαπραγματεύσεις θα επικεντρώνονταν κατά κύριο λόγο στο εδαφικό, και δεύτερον, για να επιτευχθεί πρόοδος έπρεπε να συμφωνηθούν με ακρίβεια τα κριτήρια τα οποία θα αποτυπώνονταν σε χάρτες, ενώ ταυτόχρονα, και εφ’ όσον επιτυγχανόταν τούτο, θα οριζόταν ημερομηνία για σύνοδο πολυμερούς διάσκεψης”.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης υπενθύμισε ότι “η μετάβαση στο εξωτερικό πραγματοποιήθηκε ύστερα από επιθυμία του Τουρκοκύπριου ηγέτη, προκειμένου – όπως ο ίδιος προέβαλε – να υπάρξει ελεύθερη διαπραγμάτευση χωρίς το φόβο των διαρροών”.

“Κατά τις διαπραγματεύσεις στο Mont Pelerin συμφωνήθηκε πως τα τρία βασικά κριτήρια που θα καθόριζαν την επιτυχή έκβαση του διαλόγου θα ήταν τα ακόλουθα: (α) Η έκταση του εδάφους της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας μετά τις εδαφικές αναπροσαρμογές, (β) Ο αριθμός των προσφύγων που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, και, (γ) Η έκταση της ακτογραμμής που θα περιέβαλλε την περιοχή της κάθε Πολιτείας”, είπε.

Όπως σημείωσε, “υπήρξαν και κατευθυντήριες γραμμές ή κατευθύνσεις, για το πώς θα έπρεπε να διαμορφωθούν τα κριτήρια”.

Ανέφερε ότι “κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και ενόψει των δυσκολιών που ανεφύησαν από τουρκικής πλευράς και προς απόδειξη της πολιτικής μου βούλησης να καταλήξουμε σε συμφωνία, αποδέχτηκα όπως, αντί της αρχικής συμφωνίας για καθορισμό με ακρίβεια των κριτηρίων, να καθορίσουμε κριτήρια με ελαφρά απόκλιση, τα οποία όμως θα μας επέτρεπαν να οριστικοποιήσουμε την τελική ρύθμιση”.

“Πρόσθετα, εξέφρασα την ετοιμότητα μου να εξετάσω ειδικές ρυθμίσεις για το καθεστώς των Τουρκοκυπρίων που ενδεχομένως θα παρέμεναν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, νοουμένου ότι αυτό το καθεστώς θα ίσχυε και για τους Ελληνοκύπριους που θα επέλεγαν να επιστρέψουν στην ευρύτερη περιοχή της Καρπασίας”, είπε.

Σημείωσε ότι, στη βάση αυτή, “στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν επιτεύχθηκε κατ’ αρχήν συμφωνία στην έκταση της τουρκοκυπριακής συνιστώσας Πολιτείας, η οποία θα κυμαινόταν μεταξύ 28,2% – ήταν η δική μας θέση – και 29,2% η τουρκοκυπριακή θέση”.

“Ακολούθησε εκτεταμένη διαβούλευση επί των άλλων δύο κριτηρίων, με ενθαρρυντικές – οφείλω να πω – κατ’ αρχήν ενδείξεις σε ό,τι αφορά το κριτήριο που αφορούσε την έκταση της ακτογραμμής που θα περιέβαλλε την κάθε Πολιτεία”, είπε.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ανέφερε ότι “για τον αριθμό των προσφύγων που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, έγινε επίσης εκτεταμένη συζήτηση η οποία οδήγησε τους εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών να υπολογίσουν, με βάση την κατ’ αρχήν συμφωνία όσον αφορά την έκταση της τουρκοκυπριακής πολιτείας, τους υπό επιστροφή πρόσφυγες μεταξύ 78.247 ως το ελάχιστο και 94.484 ως το μέγιστο”.

“Κατά το αρχικό στάδιο της δεύτερης φάσης των διαπραγματεύσεων, που ακολούθησε την ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών στην Κύπρο, αλλά και την απαραίτητη διαβούλευση με την ελληνική Κυβέρνηση, η τουρκοκυπριακή πλευρά μετέφερε τις ανησυχίες της ως προς τις προθέσεις τάχα της Ελλάδας να συμμετάσχει σε μια πολυμερή διάσκεψη”, σημείωσε.

Πρόσθεσε ότι, “ύστερα από επικοινωνία με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και ενεργειών του Ειδικού Συμβούλου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ κ. Έσπεν Εϊντε προς την τουρκική Κυβέρνηση, οι εύλογες ανησυχίες της ελληνικής Κυβέρνησης ξεπεράστηκαν και ορίστηκε κατ’ αρχήν ημερομηνία πολυμερούς διάσκεψης”.

“Τα πιο πάνω, βέβαια, πάντοτε υπό την προϋπόθεση πως οι υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις θα κατέληγαν στην οριστικοποίηση των συμφωνηθέντων και την κατάθεση χαρτών που θα αποτύπωναν τα εν λόγω κριτήρια”, επεσήμανε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.

Σημείωσε ότι “στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, υιοθετώντας την εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών, προέβαλα πως θα ήμουν διατεθειμένος να αποδεχτώ την επιστροφή προσφύγων που θα εκυμαίνοντο σε αριθμούς μεταξύ των 78.000 ως ελάχιστο και των 92.000 ως μέγιστο”.

“Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, η τουρκοκυπριακή πλευρά, κατ’ αντίθεση με τα όσα συμφωνήθηκαν για την έκταση του εδάφους της τουρκοκυπριακής πολιτείας, πρότεινε κατ’ αρχήν πως ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τις 55.000 και ακολούθως, κατά το τελικό στάδιο της διαπραγμάτευσης, ως ύστατο βαθμό υποχώρησης, τις 65.000”, είπε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.

Πρόσθεσε ότι “ήτο εμφανής η πρόθεση της τουρκοκυπριακής πλευράς για διασύνδεση του Εδαφικού με το κεφάλαιο Ασφάλειας και Εγγυήσεων, και τούτο και πάλι κατ’ αντίθεση της Συμφωνίας ότι στο Mont Pelerin θα συζητείτο κατ’ ουσίαν το Εδαφικό και όχι το θέμα Ασφάλειας και Εγγυήσεων που άπτεται της διεθνούς πτυχής του κυπριακού προβλήματος”.

“Όπως ήταν αναμενόμενο, απέρριψα σαν απαράδεκτη την πρόταση και επέμεινα πως αυτό που θα μου επέτρεπε να θεωρήσω ότι ευρισκόμαστε σε ακτίνα συμφωνίας ήταν οι αριθμοί με βάση τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, οι μη εποικοδομητικές θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς δεν με απέτρεψαν από του να καταβάλω έντονες προσπάθειες και να υποβάλω συμβιβαστικές προτάσεις έως και την υστάτη για επίτευξη σύγκλισης, πάντα, βεβαίως, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αριθμοί που διεκδικούσαμε θα απέκλειαν περιοχές οι οποίες ήτο ιδιαιτέρας σημασίας για την ελληνοκυπριακή πλευρά”, είπε και σημείωσε ότι, “παρά τις προσπάθειές μου, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό να οδηγήσει σε περαιτέρω πρόοδο, λόγω του ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν επέδειξε την απαραίτητη ευελιξία, και ως αποτέλεσμα τούτου ήταν να οδηγηθούμε στη διακοπή του διαλόγου”.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ανέφερε ότι, “παρά την απογοήτευση που είναι φυσιολογικό να προκάλεσε το αποτέλεσμα στο Mont Pelerin, θα ήθελα να διαβεβαιώσω πως είμαι αποφασισμένος και έτοιμος, με σεβασμό πάντα στις εύλογες ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων – και το υπογραμμίζω, χωρίς να παραγνωρίζω εκείνες των Τουρκοκυπρίων – να προβώ σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα προκειμένου να επαναρχίσει ο διάλογος”.

“Θέλω να κάνω ξεκάθαρο πως, προκειμένου να επιτύχουμε μια λύση που θα γίνεται αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες, θα πρέπει, όχι μόνο να τηρούνται τα συμφωνηθέντα, αλλά και η λύση να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις αρχές και αξίες του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου και να επιτρέπει τη συγκρότηση ενός βιώσιμου, λειτουργικού και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους”, είπε.

Επίσης, διαβεβαίωσε ότι: “Είμαι και θα παραμείνω έτοιμος να συνεχίσω το διάλογο στην Κύπρο από το σημείο που διακόπηκε στο Mont Pelerin, με παράλληλη εντατικοποίηση των διαβουλεύσεων για επίτευξη συγκλίσεων επί των εκκρεμούντων διαφορών επί του συνόλου των κεφαλαίων, και τούτο προκειμένου με βάσιμες προσδοκίες να οδηγηθούμε στην τελική φάση του διαλόγου”.

“Απέφυγα, όπως έχετε διαπιστώσει, να μπω στη λογική της επίρριψης ευθυνών. Εξέθεσα απλώς τα πραγματικά γεγονότα, και τα εξέθεσα πάντα περιοριζόμενος και συναισθανόμενος το βάρος της ευθύνης μου απέναντι στον κυπριακό λαό. Εξέθεσα την ίδια ώρα τη διαδικασία, αλλά και τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν την επιδιωκόμενη λύση, με πλήρη σεβασμό των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Άλλωστε, ο λαός είναι αυτός που θα αποφασίσει μέσω δημοψηφισμάτων για την τύχη του όποιου σχεδίου λύσης”, είπε.

Κλείνοντας την εισαγωγική του δήλωση, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ευχαρίστησε θερμά “τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας για την αμέριστη στήριξη που μου παρείσχε καθ` όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, όχι μόνο κατά την παρουσία μας στο Mont Pelerin, αλλά και προηγουμένως”, καθώς και “όλα τα μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας που με συνόδευσαν στην Ελβετία, η βοήθεια των οποίων υπήρξε πολυτιμότατη”.

ΚΥΠΕ, Λευκωσία, Κύπρος

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: