Γρηγόρης Αυξεντίου: Ταπεινό προσκύνημα στη μνήμη ενός μεγάλου ήρωα, εραστή της Ελευθερίας




«Το μόνο που αγαπούσε από μωρό ήταν η Ελλάδα και η Ελευθερία».

Με τα λόγια αυτά περιγράφει τον γιο της η Αντωνού Αυξεντίου, η μάνα ενός από τους μεγαλύτερους ήρωες που έχει γεννήσει η ελληνική γη στους αιώνες.

Μόνος απέναντι στον θάνατο, στα δικά του Μαρμαρένια Αλώνια, εκεί στον Μαχαιρά, κέρδισε την αιωνιότητα.

Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1928 στο χωριό Λύση της Αμμοχώστου. «Δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά», αναφέρει ο πατέρας του. Τα παιδιάστικα παιγνίδια δεν τα αγαπούσε.

»Αντρόδειχνε από παιδί. Με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε για τους ήρωες του ’21 για τους αγώνες του γένους.

– Η λευτεριά πατέρα είναι σπουδαίο πράγμα;

– Ναι γιε μου.

– Σπουδαιότερο και από τη ζωή;

– Πολύ σπουδαιότερο.

– Και ο Διάκος και ο Ανδρούτσος σκοτώθηκαν για αυτήν;

– Ναι και αυτοί και άλλοι πολλοί.

– Πατέρα είναι αλήθεια ότι οι Τούρκοι σούβλισαν τον Διάκο;

– Αλήθεια γιε μου.

– Και χαμογελούσε πατέρα;

– Ναι γιε μου χαμογελούσε.

– Εμείς πατέρα είμαστε ελεύθεροι.

– Όχι γιε μου δεν είμαστε.

– Γιατί;

– Γιατί θέλουμε Διάκους και Ανδρούτσους.

– Πατέρα είναι δύσκολο να γίνεις σαν τον Διάκο;

– Δύσκολο γιε μου.

– Θα γίνω σαν τον Διάκο όταν μεγαλώσω, θα γίνω σαν τον Λεωνίδα.

Μικρό παιδί, έτρεχε στους δρόμους του χωριού. Μάζευε τα άλλα παιδιά, έμπαινε αρχηγός τους και τα ετοίμαζε για τον πόλεμο, για τη λευτεριά. Τα υπόλοιπα πιτσιρίκια έμπαιναν πρόθημα στις διαταγές του.

Και δικαίωσε με τον καλύτερο τρόπο τα όσα, από παιδί, πίστευε.

Στις αρχές του 1957 ο Αυξεντίου, πολεμώντας επί χρόνια τους κατακτητές, είχε καταφύγει και πάλι στη Μονή της Παναγιάς του Μαχαιρά.

Από εκεί έστειλε και την τελευταία του, προφητική, όπως αποδείχτηκε, επιστολή στη σύζυγό του: «Μην ανησυχείς και ο κοκοβίος σου δεν το έχει να πιαστεί έτσι εύκολα- εύκολα. Στην έσχατη ανάγκη θα αγωνιστώ σαν Έλληνας, αλλά ζωντανό δεν θα με πιάσουν», έγραφε.

Με τους άνδρες του έσκαψαν και δημιούργησαν ένα καταφύγιο, 1.000 μέτρα περίπου μακριά από τη Μονή. Η Μονή ήταν το ορμητήριό του. Από έπαιρνε πληροφορίες και διευθετούσε την αλληλογραφία του.

Δύο μέρες πριν την θυσία, σαν να είχε προαισθανθεί κάτι είπες τον ηγούμενο : «Απόψε θα φύγουμε νωρίς. Όπου να είναι έρχονται τα βαριά όπλα. Και ο Μαχαιράς θα γίνει Κούγκι. Να μας κοινωνήσεις. Είμαστε σε κίνδυνο».

Ξημερώματα Παρασκευής, 1ης Μαρτίου 1957, ισχυρές βρετανικές δυνάμεις κύκλωσαν τη Μονή. Οι στρατιώτες όρμησαν μέσα ουρλιάζοντας, με όπλα και σκυλιά.

O ανδριάντας του Γρηγόρη Αυξεντίου στον τόπο της θυσίας του.
O ανδριάντας του Γρηγόρη Αυξεντίου στον τόπο της θυσίας του.

«Που κρύβετε τους τρομοκράτες; Που κρύβετε τον Αυξεντίου;», φώναζαν.

Άρπαξαν τον ηγούμενο από τα μαλλιά. Έναν καλόγερο τον έδεσαν από τα πόδια και τον κρέμασαν ανάποδα από ύψος 50 μέτρων. Έβαλαν τα σκυλιά στο καθολικό, βεβήλωσαν την Αγία Τράπεζα.

Επί μέρες οι Βρετανοί ερευνούσαν άκαρπα. Στο τέλος όμως τους ήρθε η βοήθεια του Εφιάλτη.

Ένας αγρότης που προμήθευε το μοναστήρι με διάφορα είδη γνώριζε για τον Αυξεντίου και το κρησφύγετο του. Έναντι αδράς αμοιβής ανέλαβε να οδηγήσει ο ίδιος τους Βρετανούς στον Αυξεντίου.

Με το πρώτο φως της 3ης Μαρτίου οι Βρετανοί αρχίζουν να κτενίζουν την περιοχή, με τη βοήθεια ακόμα και ελικοπτέρων. Ο προδότης γνώριζε την περιοχή που κρυβόταν ο Αυξεντίου και οι άνδρες του, αλλά όχι την ακριβή τοποθεσία. Τελικά η τεχνητή σπηλιά βρέθηκε.

Οι Βρετανοί αμέσως ζήτησαν από τους εγκλωβισμένους να παραδοθούν. Ο Αυξεντίου δεν απάντησε. Διέταξε απλώς τους τέσσερις άνδρες του να βγουν.

«Κι εσύ;», ρώτησαν αυτοί.

«Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω», απάντησε ψύχραιμα.

«Θα πεθάνουμε όλοι», του είπαν οι άνδρες του.

«Εγώ πρέπει να πεθάνω», τους απάντησε και τους υποχρέωσε να βγουν.

Αμέσως συνελήφθησαν. Οι Βρετανοί όμως, χάρη στον προδότη, γνώριζαν ότι στη σπηλιά κρυβόταν και ο Αυξεντίου και δεν αρκέστηκαν στην μέχρι τότε λεία τους.

Είχαν άλλωστε φροντίσει να δώσουν μεγάλη έκταση στο γεγονός της επικείμενης σύλληψης του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, του Αυξεντίου, καλώντας να παρακολουθήσουν την σκηνή και δεκάδες δημοσιογράφοι.

Η εξέλιξη της «μάχης» όμως δεν δικαίωσε τους πόθους τους. «Αυξεντίου έλα έξω, αλλιώς θα σε ανατινάξουμε, μαζί με το κρησφύγετο», του φώναζαν.

Η ψυχή του δεν δείλιασε. «Μολών Λαβέ», απάντησε, «αν έχετε καρδιά ελάτε!».

Αμέσως οι Βρετανοί ετοιμάστηκαν να επιτεθούν. Ένας υπαξιωματικός πλησίασε πρώτος, αλλά μια ριπή του Αυξεντίου τον άφησε νεκρό. Ένας άλλος στρατιώτης πρόλαβε και έριξε μια χειροβομβίδα. Ο Αυξεντίου πληγώθηκε, στον λαιμό και στο πόδι.

Οι Βρετανοί πίστεψαν τότε ότι είχαν ησυχάσει από τον μεγάλο τους πονοκέφαλο. Μην τολμώντας όμως να πλησιάσουν έστειλαν έναν από τους συλληφθέντες άνδρες του Αυξεντίου, τον Αυγουστή Ευσταθίου, μέσα στο κρησφύγετο, για να σύρει το πτώμα του έξω.

Ο Αυγουστής μπήκε προσεκτικά. Όντας βέβαιος ότι ο Αυξεντίου ζούσε φώναξε : «Μάστρε μην πυροβολείς».

«Γιατί ήρθες Αυγουστή», απάντησε ο Αυξεντίου. «Με έστειλαν για να σε βγάλω έξω», του είπε.

«Μα στα αλήθεια σε έστειλαν οι Άγγλοι για να μου πεις να παραδοθώ; Βρε τους παλαβούς», είπε ο Αυξεντίου, χαμογελώντας. Αμέσως ο Αυγουστής άρπαξε ένα όπλο, στάθηκε δίπλα στον Γρηγόρη και φώναξε : «Ελάτε. Είμαστε δύο τώρα».

Οι Βρετανοί επιχείρησαν να πλησιάσουν, αλλά τα φονικά πυρά των δύο ηρώων τους απέτρεψαν. Ο Αυξεντίου αποφάσισε να κάνουν έξοδο. Το επιχείρησαν αλλά απέτυχαν. Έτσι παρέμειναν μέσα, συνεχίζοντας τον χωρίς καμία ελπίδα αγώνα τους.

Ο Αυγουστής πίστευε πως θα μπορούσαν να ξεφύγουν όταν νύχτωνε. Ο Αυξεντίου όμως απάντησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσουν οι Βρετανοί να τους ξεφύγει.
Και πράγματι οι Βρετανοί συγκέντρωσαν στην περιοχή ισχυρές δυνάμεις, υπό τον ταξίαρχο Χόπγουντ. Παιζόταν η τιμή του Βρετανικού Στρατού.

Είχαν περάσει 9 ώρες από την έναρξη της μάχης και οι δημοσιογράφοι αδημονούσαν. Έτσι ο Χόπγουντ αποφάσισε να κάψει ζωντανούς τους Έλληνες. Οι Βρετανοί έριξαν μέσα στο κρησφύγετο βενζίνη, το ένα βαρέλι μετά το άλλο. Μέχρι το χώμα είχε ποτίσει.

Ο Αυγουστής φώναξε: «Παναγία μου θα μας κάψουν».

«Μη φοβάσαι», απάντησε ο Αυξεντίου, με τα ρούχα ποτισμένα από βενζίνη.

Σχεδόν αμέσως οι Βρετανοί έριξαν εμπρηστική χειροβομβίδα. Άρχισε να καίγεται το χώμα, άρχισε να καίγεται το κρησφύγετο.

Ο Αυγουστής βγήκε έξω και παραδόθηκε, μισοκαμμένος. Ο Αυξεντίου όμως δεν έβγαινε. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι ήταν πια νεκρός.

Εκείνος όμως, σε πείσμα ακόμα και των φυσικών νόμων, πετάχτηκε έξω.

Κρατούσε στο χέρι το αυτόματο και έριχνε. Με το άλλο χέρι έριξε την τελευταία του χειροβομβίδα. Ήταν ένας φλεγόμενος πυρσός.

Η φλόγα που τον έκαιγε, θεόρατη, του έδινε μια αλλόκοσμη μορφή. Το ένα πόδι του είχε κοπεί. Οι Βρετανοί τρομοκρατημένοι με το θέαμα άρχισαν να ρίχνουν εναντίον του με ότι είχαν. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου έπεσε νεκρός. Το κορμί του σκοτώθηκε, κατακάηκε, ακρωτηριάστηκε, θερίστηκε από σφαίρες και θραύσματα.

Η ψυχή του όμως δεν πέθανε, ούτε και πρόκειται να πεθάνει. Είναι δύσκολο να γίνεις Διάκος, όχι όμως όταν είσαι Αυξεντίου.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: