«Αναγραφή της Κυζίκου»: Ένα πετράδι του νεοελληνικού διαφωτισμού




Στα 1922, η μεγάλη Καταστροφή σήμανε το τέλος της ελληνικής παρουσίας στις περιοχές της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου. Ενάμιση εκατομμύριο Ρωμιοί θα έπαιρναν τον δρόμο της προσφυγιάς και θα αγωνίζονταν να ριζώσουνε σε νέα εδάφη, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, κρατώντας απ’ την παλιά πατρίδα μονάχα αναμνήσεις. Και το όνομά της: Σμύρνη, Τραπεζούντα, Μηχανιώνα, Αρτάκη…

Εκατό χρόνια πίσω, στις αρχές του 19ου αιώνα, η Ρωμιοσύνη αντιμετώπιζε μιαν άλλη μετάβαση, λιγότερο βασανιστική, μα όχι λιγότερο πραγματική. Πλάι στο θρήνο της Άλωσης άρχισε να ακούγεται ο θρήνος μίας Ελλάδας χαμένης, μιας δόξας άγνωστης στους πολλούς, που μπορούσε να ψηλαφηθεί μονάχα σε ξένα χειρόγραφα. Πλάι στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης, προστέθηκε εκείνος της ταυτότητας, ο αγώνας του ονόματος, ο αγώνας της γραφής, της γλώσσας, χωρίς τον οποίο κι η ίδια η Ελλάδα θα είχε παραμείνει επαρχία των Οθωμανών.

Στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στο τμήμα των σπάνιων χειρογράφων και των κειμηλίων, αναπαυόταν για πάνω από έναν αιώνα, αζήτητη απ’ την εκδοτική κοινότητα η «Αναγραφή της Κυζίκου» – μια ιστορική πραγματεία γραμμένη στα 1825 για τη μικρή ομώνυμη χερσόνησο στη θάλασσα της Προποντίδας. Συντάκτης της πραγματείας αποδεικνύεται ο Γεώργιος Θεολόγος ή Θεολογίδης, λόγιος απ’ την Αρτάκη και πρωτεργάτης στην ίδρυση ελληνικού σχολείου στην γενέτειρά του. Ενός σχολείου, που συστάθηκε το 1806, έκλεισε λόγω αντιδράσεων από εκκλησιαστικούς κύκλους στα 1810, αλλά που 14 χρόνια αργότερα επαναλειτούργησε με τη στήριξη ενός πεφωτισμένου ιεράρχη, του Ματθαίου εξ Αίνου, που και ο ίδιος είχε εργαστεί ως οικοδιδάσκαλος στους φαναριώτικους οίκους του Μαυρογένη και του Καλλιμάχη.

 

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: