Το γραφείο του πατέρα μου




Του Γιώργου Δημητριάδη*

Κάμνοντας μία κουβέντα στη βεράντα, όταν πήρε να βραδιάζει και ένα αεράκι λυτρωτικό άρχισε να μας χαϊδεύει παρηγορητικά για τον σκατόκαιρο, αυτόν τον υγρό και ρυπαρό σήμερα, άρχισα να θυμάμαι, εντελώς συνειρμικά, λες και ήταν συνεδρία ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, όπερ σημαίνει λες και λες οδηγούμενος από το ένα θέμα στο άλλο, πώς μύριζε το γραφείο του πατέρα μου, το ναυτιλιακό πρακτορείο της Olivier Maritime Co.

Οσμές μίας άλλης εποχής που πλέον δεν πλανώνται στον αέρα γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν πια οι γραφομηχανές με τη μελάνη και οι σφραγίδες που κι αυτές θέλουνε μελάνη, η χαρταδούρα και το τέλεξ που κι αυτό ήθελε το μπουκαλάκι του με τη μελάνη. Τα στυλό, τα μολύβια επάνω στα γραφεία που ήταν δύο, βασικά. Ένα του πατέρα μου που ήταν διευθύνων εκεί και το άλλο του υφισταμένου του, του Σούλη αρχικά, ένα καλό παιδί με κόκκινα μάγουλα και μετά του Νίκου, ενός ψηλού, μελαχρινού, ξερακιανού τύπου λες και είχε βγει από τα επερχόμενα ακόμα τότε κόμιξ του Λούκι Λουκ. Έμοιαζε με τον Φιλ Ντέφερ.

Το γραφείο είχε πλεονεκτική θέση στον τέταρτο όροφο του κτηρίου επί της πάλαι ποτέ παλαιάς παραλιακής Β. Κωνσταντίνου, από όπου ο πατήρ μου Ιωάννης επόπτευε τον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο κοντά στο λιμάνι μέσα από αυτά τα σοβιετικά κιάλια που του είχαν κάνει δώρο μάλλον κάτι Δανοί πλοίαρχοι, ίσως και να ήταν Νορβηγοί.

Τώρα βέβαια, πού στην ευχή τα είχαν ανακαλύψει αυτοί αυτά τα σοβιετικά κιάλια αποτελεί ένα μυστήριο που ποτέ δεν αποκαλύφθηκε, γιατί ποτέ δεν ρώτησα κι ούτε φυσικά τώρα που θέλω να το κάνω δεν μπορώ, επειδή απλά όλοι αυτοί είναι νεκροί, του πατέρα μου συμπεριλαμβανομένου.

Ήταν εξάλλου ακόμα η εποχή των μυστηρίων τότε, ο Ψυχρός Πόλεμος στο φόρτε του, κατάσκοποι που γύριζαν από το κρύο – δόλιε Ρίτσαρντ Μπάρτον – άλλοι που πήγαιναν προς το κρύο και δεν γύριζαν ποτέ. Φωνές της Αμερικής από τη μία και Φωνές της Αλήθειας από την άλλη.

Η εποχή ήταν ασπρόμαυρη όπως και πολλές από τις ταινίες της με εξαίρεση τις έγχρωμες, αυτές τις σινεμασκόπ, μ’ άρεσε εμένα κυρίως η κατάληξη της λέξης αυτής, αυτό το… «σκόπ» με διέλυε, κάτι μου έκανε.

Ήταν η εποχή του εύκολου εντυπωσιασμού αν σκεφτούμε πως οι ευκαιρίες της καινοφάνειας, του νέου, όχι ακόμα του νεωτερικού όπως είθισται οψίμως να λέμε, δεν ήταν μία καθημερινότητα. Εντυπωσιαζόμασταν εύκολα και πολύ έντονα και για πολύ καιρό παραμέναμε εντυπωσιασμένοι με κάτι που είδαμε, με κάτι που είπαμε, που μας είπαν, που ακούσαμε, που φάγαμε, αν αναλογιστούμε και πάλι πως έξω τρώγαμε το πολύ μία φορά το 15θήμερο.

Το γραφείο λοιπόν ήταν ο τόπος μου για μία μεγάλη περίοδο της παιδικής μου και πρώιμης εφηβικής ηλικίας, όταν ακριβώς τότε είναι που τα μάτια διάπλατα ανοιχτά ρουφούν το κάθε τι που προβάλλει στην οθόνη της ζωής μας.

Μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου μαζί του κάποια απογεύματα καθημερινών, αλλά και Κυριακάδες πρωί και πρώτα πηγαίναμε από τον Άγιο Μηνά, μία όντως όμορφη εκκλησία, όπου λες και είχε κάνει τάμα ο μακαρίτης πέρναγε κι άναβε κερί, μαζί του κι εγώ τεντώνοντας τα πόδια μου να φτάσω να χώσω το κεράκι μου. Μετά το σύντομο εκκλησίασμά μας, δηλαδή το άναμμα ενός κεριού, κατηφορίζαμε προς το γραφείο στην παραλία για να βυθιστώ πάλι σε αυτή την χαρακτηριστική μυρωδιά του.

Ενώ τον άκουγα να μιλάει στο τηλέφωνο ή να γράφει στη γραφομηχανή τις διάφορες φορτωτικές και διατακτικές, έγγραφα διάφορα της δουλειάς του, αφηνόμουν στη ζωγραφική όλων όσων φανταζόμουν πως διαδραματίζονταν στον Θερμαϊκό, πλοία, γκαζάδικα, κοντέινερ, κάποια καΐκια, βαρκούλες, γλάροι, ψαροπούλια αλλά και άσχετα θέματα με νατουραλισμό όπως μάχες β παγκοσμίου πολέμου, έχοντας δει πολλές ταινίες με σχετικό θέμα. Είχαν δεν είχαν περάσει σχεδόν 20 χρόνια και κάτι από τον όλεθρο αυτόν. Μικρό διάστημα σχετικά. Ήταν νωπή η αίσθησή του, οι γενιές αυτές ήταν ακόμα σχετικά νέες ή περνούσαν στη μέση ηλικία.

Κάθε φορά η επίσκεψή μου εκεί έκλεινε με τα σοβιετικά κιάλια – ακόμα τα έχω – με μένα να κάνω μία ενδελεχή, πανοραμική σάρωση του ονειρικού αυτού τοπίου, εστιάζοντας πάντα είτε στην κορυφή του Ολύμπου απέναντι, αν φαινόταν μέσα στην άχλη του κόλπου βέβαια κάποιες φορές, είτε ανατολικά προς τη γειτονιά μου. Πόσο μ’ άρεσε αυτή η αίσθηση του να είμαι μακριά από εκεί σε μία μικρή, μεγάλη πόλη, αλλά γι αυτό ακριβώς να μπορώ να φέρνω κοντά με τους φακούς το νεόκτιστο τότε πάρκο, τους μακρινούς, νυσταλέους διαβάτες της νέας παραλίας και κάποια γλαροπούλια που πέταγαν πάνω από τα αρματαγωγά πλοία που ήταν αραγμένα ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας. Μπορούσα ακόμα και να πιστέψω πως μπορούσα να τα ακούω να κρώζουν.

*Ο Γιώργος Δημητριάδης είναι τραγουδοποιός

Αθηναϊκό Πρακτορείο, ΑΘΗΝΑ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: