Του Θάνου Καμπύλη

Έγινε γνωστό(τερο)ς στο ευρύ κοινό μέσα από το τραγούδι “Διόδια”, που αγαπήθηκε αμέσως. Αν κοιτάξει όμως κανείς λίγο πιο προσεκτικά το έργο του, θα διαπιστώσει πως πρόκειται για έναν πολυγραφότατο και πολύ ιδιαίτερο στιχουργό, με πολλά «παράσημα» στο πέτο.

Με τα πόδια στη Νέα Υόρκη και την καρδιά στη γενέτειρά του, την Κύπρο, δέχθηκε να μάς μιλήσει για τις πρώτες μελωδίες που πλημμύρισαν την ψυχή του, για τις στιγμές που γεννιέται ένας στίχος, αλλά και τα διόδια που… περνάμε όλοι κατά καιρούς –άλλοι πιο ανάλαφρα, κι άλλοι πιο βιαστικά. Να σας συστήσουμε λοιπόν τον κύριο Πόλυ Κυριάκου…

Πόσο εύκολα έρχεται η έμπνευση για τον σωστό στίχο; Υπάρχουν συγκεκριμένα ερεθίσματα που σας ωθούν;
Δεν υπάρχει οργάνωση. Υπάρχει στιγμή. Κι άμα θέλει η στιγμή, καλώς. Άμα δεν θέλει, πάλι καλώς. Ό,τι γίνεται με οργάνωση και πίεση γεννιέται οργανωμένο, πιεστικό και ανώφελο.
Ποια η σχέση σας με την ελληνική γλώσσα; Ποιες οι σπουδές σας;
Σπούδασα Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Και, καθώς σπούδαζα, εργαζόμουν παράλληλα και στον Οργανισμό Λαμπράκη στην Αθήνα –σαν γραφίστας. Στη συνέχεια με κέρδισαν οι γραφικές τέχνες: ταξίδεψα λοιπόν στη Νέα Υόρκη για μάστερ στο Graphic Design. Την ελληνική γλώσσα άρχισα θαρρώ να την ερωτεύομαι στην Κύπρο, όπου γεννήθηκα, και να τη λατρεύω μέσα απο το εξαιρετικό ραδιόφωνο του Ρ.Ι.Κ., με τα τραγούδια και τους λαμπρούς, τότε, παραγωγούς. Οι φωνές στο ραδιόφωνο ήταν και είναι ακόμα μια μαγεία που με τραβάει σαν μαγνήτης.
Τι θα δηλώνατε δηλαδή αν σας ρωτούσαμε «τι δουλειά κάνετε»; Σε ποια από τις ιδιότητές σας νιώθετε πιο κοντά;
Είμαι γραφίστας. Αυτή η ενασχόληση με βοήθησε να πληρώσω τους λογαριασμούς. Παράλληλα έδωσα χρόνο από τη ζωή μου –αμισθί κυρίως– για την παραγωγή πολλών συναυλιών στη Νέα Υόρκη, για κοινωφελείς σκοπούς. Η ενασχόληση με την ποίηση και τον στίχο δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί σαν επάγγελμα από τη στιγμή που οι αμοιβές είναι τόσο μηδαμινές… Πιο κοντά μου, φυσικά, είναι η ποίηση. Η ποίηση η οποία γίνεται τραγούδι.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στην Κύπρο; Σε τι οικογενειακό περιβάλλον μεγαλώσατε;
Μεγάλωσα χωρίς πατέρα: μας εγκατέλειψε όταν ήμουν 4 ετών. Αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα η οποία άξιζε για εκατό άντρες. Ήταν μια γυναίκα που εκείνα τα δύσκολα χρόνια, με οικονομικές συνθήκες δέκα φορές πιο τραγικές από τις σημερινές, ήξερε να παλεύει σαν θεριό. Μαζί της, τα κενά και οι χαραμάδες της ζωής γέμιζαν πάντα αγάπη. Έχω τρία αδέρφια μαζί με τα οποία δυνάμωσε η ζωή και εκμηδενίστηκε η απόσταση που μας χωρίζει, στα 34 χρόνια της απουσίας μου.
Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνη την περίοδο;
Θυμάμαι στην ηλικία των 13 ετών να εργάζομαι τα βράδια σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη, όπου οι πλούσιες κυρίες της Λευκωσίας περνούσαν ευχάριστα τον χρόνο τους. Με αγαπούσαν πολύ και μου έδιναν τόσα πολλά τυχερά, ώστε έφευγα τα χαράματα με ένα τεράστιο ποσό στο χέρι, το οποίο άφηνα στη μάνα μου για τα έξοδα της οικογένειας. Θυμάμαι τη Φιλαρμονική της Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας, τα εωθινά εμβατήρια μέσα στα άγρια χαράματα τις εθνικές γιορτές. Θυμάμαι τις παρελάσεις… Θυμάμαι την Παλιά Λευκωσία με τους πλανόδιους πωλητές. Θυμάμαι το παλιό σπίτι, μια κάμαρα όλη κι όλη, δίπλα απο το Μακαρονοποιείον Μιτσίδη.
Θυμάμαι επίσης το Δημοτικό Σχολείο του Αγίου Κασσιανού, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η πράσινη γραμμή. Θυμάμαι το πανέμορφο χωριό Λαζανιάς από το οποίο κατάγομαι –ένα από τα απομεινάρια των τότε Λουζινιανών κατακτητών, ένα μαγευτικό παραδοσιακό χωριό, το οποίο σήμερα έχει έναν και μοναδικό κάτοικο! Θυμάμαι και τις διαδηλώσεις, τους Γριβικούς, τους Μακαριακούς, το πραξικόπημα, την ανασφάλεια των εφηβικών χρόνων. Θυμάμαι τον πόλεμο του 1974… Τα στρατιωτικά χρόνια στη Φιλαρμονική της Εθνικής Φρουράς, όπου κατατάγηκα αμέσως μόλις απολύθηκε ο Μάριος Τόκας. Θυμάμαι την γλυκείαν εναλίαν γην Κύπρον να σπαρταρά για Δικαιοσύνη ως σήμερα…
Γιατί επιλέξατε να φύγετε για Αμερική;
Έγινε εντελώς τυχαία. Μετά την Πάντειο επέστρεψα στην Κύπρο. Λαμβάνω τότε γράμμα από έναν φίλο, ο οποίος μόλις είχε πάει Νέα Υόρκη για σπουδές. Μου λέει «είναι ωραία εδώ, θες να ‘ρθεις»; Του απάντησα «κάνε μου μια εγγραφή στο πανεπιστήμιο κι έρχομαι!». Κι αυτό ήταν… Βαθιά μέσα μου, όμως, πάντοτε ήθελα να αλλάζω. Δεν μπορούσα και δεν μπορώ τη στατικότητα. Κάποτε είχα γράψει: «Αν θέλεις ν’ αγαπήσεις την πατρίδα σου, φύγε απ’ αυτή». Έκτοτε την αγαπώ το ίδιο έντονα, ως τώρα. Αυτό που αλλάζει μόνο είναι η νοσταλγία…
Ποιες προσλαμβάνουσες είχατε στα πρώτα χρόνια της ζωής σας, όσον αφορά τη μουσική και τον στίχο;
Το καλό ελληνικό ραδιόφωνο! Να ξυπνάς το πρωί και να ακούς Νέο Κύμα. Να οδηγάς το ποδήλατο για να πας στο σχολείο και να σφυρίζεις Κουγιουμτζή. Τη δασκάλα της μουσικής, την κυρία Ρίτα Πετρίδου στο Δημοτικό σχολείο Αγίου Κασσιανού… Λάτρεψα τους παλιούς κλασικούς συνθέτες, από τον Θεοδωράκη ως τον Μαρκόπουλο, τον Ξαρχάκο, τον Λοΐζο, τον Λεοντή και τον Μούτση. Ήχοι, χρώματα ανεξίτηλα. Στίχοι που κούρνιαξαν μέσα στις ρυτίδες μας και μας γαλούχησαν, μας έμαθαν να αγαπάμε τον τόπο μας ακόμα πιο πολύ.
Αν και ζείτε τόσα χρόνια πια στην Αμερική, οι στίχοι σας διατηρούν βαθιά γνώση και αίσθηση της ελληνικότητας. Πώς το καταφέρνετε αυτό;
Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι μια οποιαδήποτε γλώσσα. Είναι φλέβα. Με αυτήν γεννιέσαι, με αυτήν ζεις. Την αφαιρείς και πεθαίνεις. Έχω την αίσθηση ότι, αν δεν ήμουνα Έλληνας, δεν θα έγραφα. Τόσο απλά!
Με ποιον τρόπο σας επηρεάζει η ζωή στη Νέα Υόρκη; Πώς είναι να ζεις εκεί; 
Ξόδεψα πολλά χρόνια της ζωής μου σε διάφορες περιοχές της Νέας Υόρκης –αρχικά βέβαια στην Αστόρια. Η ζωή εδώ είναι με απλά λόγια ένα συνονθύλευμα πολλών εθνικοτήτων που στο τέλος της μέρας το συνηθίζεις τόσο πολύ, ώστε χωρίς αυτό νιώθεις παράξενα…
Και με ποιον τρόπο «αφουγκράζεστε» την ομογένεια; Τι εικόνα έχουν εκεί για την Ελλάδα στην περίοδο της κρίσης;
Το να είσαι Έλληνας και να ζεις στην Αμερική δεν είναι το ίδιο για τον καθένα. Για μένα είναι σαν να έχεις αποφασίσει να μπεις σε μια βάρκα, να έχεις το δεξί σου πόδι σ’ εκείνη και το αριστερό σου να βρίσκεται ακόμα πίσω στη στεριά. Στην Ελλάδα… Η κρίση είναι μια κατάσταση που έχει στεναχωρέσει τους περισσότερους από εμάς, αφάνταστα. Η ομογένεια είναι μια ζεστή και δυνατή Ελλάδα: δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η Ελλάδα πιο μακριά. Το ενδιαφέρον των ομογενών για τη γενέτειρα είναι λοιπόν έντονο, με σοβαρές και ειλικρινείς προσπάθειες από μερικούς οργανισμούς να δώσουν χέρι βοήθειας. Προσωπικά, όμως, πιστεύω ότι αυτή η βοήθεια, εάν ήταν σύσσωμη, θα είχε ήδη λύσει τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπιστικής ανάγκης της γενέτειρας. Ποτέ όμως δεν είναι αργά. Ευελπιστώ ότι στα πολύ δύσκολα οι Έλληνες εκτός Ελλάδας θα είναι ακόμα πιο κοντά.
Γράφετε καθόλου στίχους στα αγγλικά;
Δεν γράφω στίχους στα αγγλικά, για έναν και μοναδικό λόγο: η Ελληνική γλώσσα είναι τόσο πλούσια, μπορείς να ζωγραφίσεις και να εκφραστείς μαζί της σε τόσο απέραντο βαθμό, που οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί να συγκριθεί. Γιατί να γράψω λοιπόν μέτρια, από τη στιγμή που μπορώ να γράψω καλύτερα;
Το ελληνικό κοινό πέρασε με μεγάλη θέρμη τα “Διόδιά” σας. Ποιο ήταν το ερέθισμα για το συγκεκριμένο κομμάτι; Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω του; 
Ναι, υπάρχει μια ιστορία. Κάποιο απόγευμα, φεύγοντας από το γραφείο μου, πέρασα από έναν δρόμο που έσφυζε από ανθρώπους δεκάδων εθνικοτήτων –μια συνηθισμένη εικόνα για όλους μας εδώ στη Νέα Υόρκη. Απλά για κάποιον λόγο εκείνη τη στιγμή ένιωσα την ανάγκη να πω μια προσευχή που να καλύπτει όλους τους ανθρώπους του κόσμου· χωρίς φυλετικές διακρίσεις, χωρίς θρησκείες, με την αγάπη σαν τον μοναδικό και απόλυτο συνδετικό κρίκο. Ένιωσα την ανάγκη να απλώσω το χέρι μου, να αγκαλιάσω τους ανθρώπους έντονα, δυνατά. Αντί αυτής της χειρονομίας σταμάτησα στον δρόμο και σημείωσα τις λέξεις των “Διοδίων”…
Ποια είναι τα πιο «ακριβά διόδια» που αντιμετωπίζουμε σήμερα, και ποια τα προσωπικά σας; 
Η Ελλάδα και η Κύπρος πληρώνουν τις αμαρτίες των λίγων ή πολλών τους οποίους εγώ προσωπικά ονομάζω προδότες και απάνθρωπους. Ακριβά λοιπόν διόδια για τους Έλληνες είναι το να χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Το να θέλουν να εργαστούν τίμια για να πληρώσουν το νοίκι τους, να βάλουν ένα πιάτο ζεστό φαγητό στο τραπέζι. Το να ζουν σε μια κοινωνία όπου το κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει με αξιοκρατία. Ακριβά διόδια είναι να μην μπορείς να ελπίζεις. Πανάκριβα διόδια… Θαυμάζω τους τίμιους Έλληνες, όσους αντέχουν την καταδίκη που τους όρισαν οι ανάξιοι πολιτικοί της ίδιας τους της χώρας. Τα δικά μου διόδια είναι γνωστά πια. Τα τραγουδάει ο Σταύρος Σιόλας και η Φωτεινή Βελεσιώτου!
Υπάρχει κάποιο κοινό σημείο αναφοράς στους στίχους σας, στη μέχρι τώρα πορεία σας; Και ποιο; 
Πολύ απλά κι ανθρώπινα στοιχεία. Έρωτας. Ελλάδα. Κύπρος. Φόβος. Ελπίδα. Και πολύς θυμός…
Φαίνεται να κουβαλάτε βαθιά μέσα σας την Κύπρο. Ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις που κάνετε για αυτήν, όταν είστε μακριά της; 
Ενοχές που βρίσκομαι τόσο πολύ μακριά της…
Τι είναι αυτό που νιώθετε ότι έχετε εξελίξει και τι –ενδεχομένως– αυτό που νιώθετε ότι έχει μείνει στάσιμο; 
Ας αρχίσουμε από τα στάσιμα! Σαν μαθητής είχα πάντα κακούς βαθμούς σε ό,τι είχε σχέση με αριθμούς. Εάν δεν ήμουν σημαντικό μέλος της Φιλαρμονικής του σχολείου, σίγουρα δεν θα έπαιρνα απολυτήριο. Μου έκαναν χάρη, με περνούσαν λόγω μουσικής… Ομολογώ ότι στη ζωή μου δεν έδωσα έμφαση στους αριθμούς, έστω αν αυτοί λεγόντουσαν λίρες, δραχμές, ευρώ ή δολάρια… Όσον αφορά το άλλο σκέλος της ερώτησης, εστιάζω στην αίσθηση. Η εξέλιξη της αίσθησης σε έναν καλλιτέχνη είναι η γέφυρα για την απέναντι όχθη. Η αίσθηση είναι ο δρόμος για το τρελό, το ελεύθερο, το ατέλειωτο ταξίδι…
Όταν ξεκινάτε να γράφετε έναν στίχο έχετε στο μυαλό σας ότι η τελική του μορφή θα είναι αυτή ενός ποιήματος, ή ενδεχομένως ενός τραγουδιού;
Το ιδανικό για μένα είναι να γεννιέται ποίηση η οποία να διαθέτει όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά του στίχου. Με λίγα λόγια, να μπορεί να μελοποιηθεί. Αρχίζοντας όμως με χαρτί και μολύβι, μια απόλυτη ελευθερία κυβερνά τον νου και το μυαλό. Αυτή είναι η μαγεία: να μη γνωρίζεις πού θα πας, ούτε πού θα καταλήξεις.
Υπάρχει κάποιο πρόσωπο με το οποίο θα θέλατε να συνεργαστείτε (είτε στιχουργικά, είτε ερμηνευτικά) και δεν το έχετε πετύχει ακόμα;
Να ομολογήσω ότι, μιας και η βάση μου βρισκόταν στην ποίηση, άργησε πολύ η ενασχόλησή μου με τον στίχο. Στην αρχή λοιπόν, πριν περίπου 10 χρόνια, έκανα προσπάθειες να πλησιάσω συνθέτες τους οποίους θαύμαζα. Ο μόνος ερμηνευτής που προσέγγισα ήταν ο Γιώργος Νταλάρας, τον οποίον και γνώρισα το 1994 με την ευκαιρία μιας μεγάλης συναυλίας για την Κύπρο που πραγματοποιήθηκε στην Αμερική. Του έδειξα λοιπόν τη δουλειά μου και μου έδωσε συμβουλές που με βοήθησαν πολύ. Καθοριστικοί όμως στην πορεία μου σαν στιχουργού υπήρξαν ο Νίκος Ζούδιαρης και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Ναι, θα ήθελα να συνεργαστώ με κάποιους συνθέτες και ερμηνευτές. Όμως όλα τα όμορφα στη ζωή συμβαίνουν όταν δεν βιάζεσαι. Όλα γίνονται απλά και αθόρυβα. Κανόνας ζωής…
Είχατε κάποιον στιχουργό ως πρότυπο, από τους παλαιότερους; Και ποιους θεωρείτε ως τους πιο ικανούς συναδέλφους σας από τη σημερινή εποχή; 
Θεέ μου, τι λέτε! Οι στιχουργοί μας… Ογκόλιθοι! Βράχοι ολόκληροι που ημερεύουν τα πιο άγρια κύματα! Ο Νίκος Γκάτσος είναι πανεπιστήμιο. Ο Μάνος Ελευθερίου, ο οποίος μου άγγιξε τις πιο ευαίσθητες χορδές, με κέρδισε με τον ανεξίτηλο λυρισμό, τον εύηχο και στρωτό του λόγο. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο και απαίτησε την αλήθεια από τη ζωή. Ο Μιχάλης Μπουρμπούλης, ο Άλκης Αλκαίος, ο Ηλίας Κατσούλης, η Λίνα Νικολακοπούλου, οι νεότεροι Νίκος Ζούδιαρης, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, η Ελένη Φωτάκη και άλλοι –πολλοί να τους απαριθμήσει κανείς σε μια συνέντευξη. Δημιουργοί που έδωσαν το παρών τους με αξιοπρέπεια στην ελληνική δισκογραφία.
Τι θα συμβουλεύατε λοιπόν ένα νέο παιδί που θέλει να ασχοληθεί με τον στίχο και τη δημιουργία του;
Να διαβάσει και να μάθει από το έργο των σπουδαίων παλιών και νέων στιχουργών και ποιητών μας. Να καταλάβει τι σημαίνει εικόνα, συναίσθημα, ευαισθησία, μουσικότητα γραφής, ευφράδεια λόγου. Να γράψει μόνο όταν έχει κάτι να πει. Να λειτουργεί ταπεινά. Κι αν έχει κοιτάσματα χρυσού το οικόπεδο, τότε θα πλουτίσει η ψυχή του. Αλλά και η δική μας επίσης…
Αγαπημένος ποιητής; 
Κωνσταντίνος Καβάφης!
Στην Ελλάδα ετοιμαζόμαστε πλέον για βουλευτικές εκλογές. Τι αίσθηση έχετε για τις εξελίξεις; 
Να παραιτηθούν όλοι οι πολιτικοί, να διαλυθούν όλα τα κόμματα. Να αναλάβουν οι εν ζωή ποιητές να σώσουν τον Τόπο!
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;
Πάρα πολύ. Διότι, έστω και αργά, με τόση γνώση και τόσο κόπο, μέσα από τα δύσκολα, μέσα από τα δίσεχτα χρόνια που περάσαμε, σίγουρα θα έχουμε μάθει πια να εκτιμούμε τη ζωή. Ειδικά οι νέοι άνθρωποι οι οποίοι είμαι σίγουρος ότι θα λειτουργήσουν με πιο πολλή αγάπη για την Ελλάδα, με πιο πολλή αξιοκρατία και ανιδιοτέλεια.
Έχετε πει ότι η δύναμη ενός τόπου είναι οι άνθρωποί του. Πόση δύναμη μάς απομένει όμως με το «drain brain» που έχει γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; 
Εάν οι άνθρωποι της Ελλαδας αντιδρούσαν πιο έντονα στις επιβουλές των οποιωνδήποτε εντός ή εκτός χώρας, το αποτέλεσμα σήμερα θα ήταν πολύ διαφορετικό. Η κοινωνία αντέδρασε όμως παθητικά στα πάμπολλα βασανιστήρια, φώναξε «φωνήν εν τη ερήμω» αντί να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι. Το τραπέζι έπρεπε να σπάσει, ώστε να σωθεί το σπίτι. Σώθηκε λοιπόν το τραπέζι, αλλά γκρεμίστηκε το σπίτι…
Έχετε επίσης πει ότι ο πολιτισμός είναι το πιο δυνατό όπλο. Το αξιοποιεί ο Ελληνισμός, κατά τη γνώμη σας;
Όχι φυσικά! Είναι δυνατόν δύο τεράστιοι άνθρωποι του Πολιτισμού, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Μίκης Θεοδωράκης, να έχουν σχεδόν μηδενική παρουσία στο εξωτερικό εν έτει 2014; Είναι σαν να έχεις εκατό οικόπεδα κάτω από το έδαφός σου που ξεχειλίζουν φυσικό αέριο και να το κρύβεις ανεκμετάλλευτο.
Έχετε κάποια φιλοσοφία την οποία ακολουθείτε σταθερά στη ζωή σας; Σας έχει απογοητεύσει;
Με την αλήθεια του ο καθένας πιάνει κατευθείαν σπίτι στον παράδεισο. Τζάμπα οικόπεδο σε παραλία. Όχι, καμιά απογοήτευση. Αντιθέτως οι δυσκολίες είναι αυτές που δείχνουν τον δρόμο για να γινόμαστε καλύτεροι. «Δεν είναι πρόβλημα η ζωή. Το πρόβλημα είναι ζωή».
Τι ετοιμάζετε τον Απρίλιο με τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μπέττυ Χαρλαύτη;
Μια σειρά από συναυλίες στην Αμερική. Η παλιά και η νέα φρουρά, καθώς υποστηρίζουν ό,τι πιο δυνατό και αξιοπρεπές διαθέτει ο μουσικός μας πολιτισμός.
Τι ακριβώς είναι ο οργανισμός “Ορφέας”, του οποίου είστε και καλλιτεχνικός διευθυντής;
Ο “Ορφέας” είναι ένας μη κερδοσκοπικός Πολιτιστικός Οργανισμός που ευελπιστεί στην προβολή της ποιοτικής ελληνικής μουσικής στην Αμερική. Κάτι στο οποίο θα έπρεπε να βοηθά και να συμμετέχει εδω και χρόνια το Ελληνικό κράτος, που δυστυχώς με τα σημερινά δεδομένα είναι δύσκολο έως αδύνατον!
Και τι άλλο έχετε στα σκαριά, για από ‘δω και πέρα;
Μια ολοκληρωμένη δουλειά σε μουσική της Σοφίας Νάτσιου από τη Θεσσαλονίκη, σε ενορχήστρώσεις του Γιώτη Κιουρτσόγλου, με τίτλοΧωρίς Αφέντες. Θα ερμηνεύσουν οι: Παντελής Θαλασσινός, Φωτεινή Βελεσιώτου, Μπέττυ Χαρλαύτη, Βασίλης Λέκκας, Ευρυδίκη, Λιζέτα Καλημέρη, Αρετή Κετιμέ, Κατερίνα Δούκα, Εύη Σιαμαντά και η Άννα Χρυσάνθου. Επίσης αρκετές συμμετοχές σε δίσκους διαφόρων συνθετών.
Μπορείτε να κλείσετε με μια ευχή για τη νέα χρονιά;
Έτσι απλά κι αθόρυβα να πούμε το τραγούδι μας…
ΠΗΓΗ: http://www.avopolis.gr

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: