Η επόμενη μέρα και τα μετεκλογικά σενάρια




Του Σταύρου Λυγερού

Μία εβδομάδα πριν ανοίξουν οι κάλπες, όλα δείχνουν πως υπάρχει φαβορί. Τη διάχυτη εντύπωση επιβεβαιώνει το σταθερό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ τόσο στην πρόθεση ψήφου όσο και στην παράσταση νίκης. Η προεκλογική τακτική του Σαμαρά, που στηρίχθηκε στην καλλιέργεια φόβου, αποδείχθηκε ανίκανη να ανασχέσει το ρεύμα της οργής και τιμωρίας που φουσκώνει τα εκλογικά πανιά του Τσίπρα.

Η μικρομεσαία θάλασσα είναι γενικά ευάλωτη στον φόβο. Υπάρχουν, όμως, τρεις λόγοι που αυτή τη φορά δεν επηρεάσθηκε κατά τρόπο αποφασιστικό:

  • Πρώτον, επειδή η συσσώρευση πολλών οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων συνδυάζεται με τις αλλεπάλληλες πολιτικές διαψεύσεις της απερχόμενης κυβέρνησης, οι οποίες έχουν σκοτώσει την ελπίδα ότι με τις μνημονιακές πολιτικές θα προκύψει διέξοδος.
  • Δεύτερον, επειδή ο απερχόμενος πρωθυπουργός έκανε κατάχρηση του φόβου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολιτικά αντισώματα. Κατά μία έννοια, θύμισε τον βοσκό που φώναζε «λύκος» κι όταν ο λύκος εμφανίσθηκε πραγματικά κανείς δεν έτρεξε να τον βοηθήσει, θεωρώντας ότι κι αυτή τη φορά έλεγε ψέματα. Μόνο εάν τις τελευταίες ημέρες προκληθεί τραπεζικός πανικός ενδέχεται να επηρεασθεί αξιόλογα ο συσχετισμός εκλογικών δυνάμεων. Η προσφυγή δύο τραπεζών για έκτακτη χρηματοδότηση τροφοδοτεί το σχετικό κλίμα.
  • Τρίτον, επειδή στην κρίσιμη στιγμή ο προεκλογικός εκβιασμός του διδύμου Μέρκελ-Σόιμπλε με την αναζωπύρωση της φιλολογίας για Grexit, προκάλεσε δημόσιες αντιδράσεις από παράγοντες του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Οι αντιδράσεις αυτές υποχρέωσαν ακόμα και το Βερολίνο να κάνει βήμα πίσω και να διαψεύσει τη σχετική φιλολογία. Η εξέλιξη αυτή ήρθε στην πιο κρίσιμη στιγμή και εκ των πραγμάτων προσέδωσε αξιοπιστία στις μη πειστικές διαβεβαιώσεις του Τσίπρα ότι δεν τίθεται ζήτημα εξόδου από το ευρώ κι ότι η μελλοντική κυβέρνησή του θα διαμορφώσει με διαπραγματεύσεις μία νέα σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη. Υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί και το γεγονός ότι όλοι πλέον στην Ευρώπη τον αντιμετωπίζουν σαν αυριανή κυβέρνηση.

Η μονομαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ μπορεί να μην έχει στοιχεία ντέρμπι, αλλά η κάλπη θα απαντήσει κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα με πρώτο από όλα εάν το κόμμα του Τσίπρα θα έχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι κοντά στην αυτοδυναμία, αλλά είναι αβέβαιο εάν τελικώς θα την αγγίξει.

Υπέρ του είναι το γεγονός πως ο τρόπος που εξελίσσεται η προεκλογική περίοδος, τροφοδοτεί τη δυναμική του πρώτου κόμματος. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποσπάσει ποσοστό της τάξεως του 37-38% που με σιγουριά θα του εξασφάλιζε πάνω από 150 έδρες. Τουλάχιστον προς το παρόν.

Κρίσιμος παράγοντας είναι ο βαθμός συμμετοχής στις εκλογές. Όσοι περισσότεροι ψηφίσουν τόσο μεγαλύτερο θα είναι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή, όμως, κατά κανόνα οι ετεροδημότες δεν έχουν εγγραφεί στους σχετικούς καταλόγους για να ψηφίσουν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, η συμμετοχή τους αναμένεται να είναι σχετικά μικρή. Ειδικά εάν στις 25 Ιανουαρίου επικρατούν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, οι οποίες, σε συνδυασμό με το κόστος μετάβασης, αποτρέψουν πολλούς από το να πάνε να ψηφίσουν.

Η κατάκτηση της αυτοδυναμίας είναι συνάρτηση κι άλλων παραγόντων. Εάν τελικώς εισέλθουν στη Βουλή οι ΑΝΕΛ και το Κίνημα του Γιώργου Παπανδρέου, το ποσοστό που εξασφαλίζει αυτοδυναμία στον ΣΥΡΙΖΑ ανεβαίνει. Αντιθέτως, εάν το ένα ή και τα δύο αυτά κόμματα μείνουν εκτός Βουλής το αναγκαίο εκλογικό ποσοστό κατεβαίνει.

Εάν τελικώς η Κουμουνδούρου εξασφαλίσει αυτοδυναμία θα έχει το απόλυτο πλεονέκτημα όσον αφορά τον σχηματισμό κυβέρνησης και τον χειρισμό καταστάσεων στη συνέχεια. Για να διευρύνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της συμπολίτευσης, ο Τσίπρας πιθανότατα θα ζητήσει από μικρότερα κόμματα να συνεργασθούν μαζί του, αλλά ο σχηματισμός και η επιβίωση της κυβέρνησής του δεν θα εξαρτάται από τη βούληση και τις απαιτήσεις του υποψήφιου εταίρου.

Τα πράγματα θα γίνουν πιο σύνθετα εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτοδύναμος. Σ’ αυτή την περίπτωση, εάν οι ΑΝΕΛ επιβιώσουν κοινοβουλευτικά, όπως πιθανόν να συμβεί, η Κουμουνδούρου θα συνεργασθεί μαζί τους για τον σχηματισμό κυβέρνησης, επειδή δικαιολογημένα θεωρεί ότι αποτελούν πιστό αντιμνημονιακό εταίρο. Αυτό έχει κρίσιμη σημασία, επειδή η πρώτη μεγάλη πολιτική πρόκληση για την κυβέρνηση Τσίπρα θα είναι η αναμέτρηση με το ευρωιερατείο.

Έχοντας δεδομένη την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα του εξασφαλίσει η συμμαχία με το κόμμα του Καμμένου, ο Τσίπρας πιθανότατα θα εμφανισθεί ανοικτός να συνεργασθεί κυβερνητικά και με κάποιο τρίτο κόμμα (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ ή Κίνημα) για να διευρύνει αυτή την πλειοψηφία. Μη έχοντας, όμως, ζωτική ανάγκη τις έδρες του τρίτου κόμματος δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε απαιτήσεις και να κάνει σοβαρές εκπτώσεις στο πρόγραμμά του. Εάν κρίνουμε από τις προεκλογικές δηλώσεις, το πιθανότερο είναι να προσφερθεί στη νέα κυβέρνηση ψήφος ανοχής.

Στην Κουμουνδούρου δεν τρέφουν αυταπάτες ότι μπορεί να στηριχθούν σε ψήφο ανοχής του ΚΚΕ. Ο Περισσός, άλλωστε, είναι σαφής στην άρνησή του. Η σχετική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκλειστικά στόχο να αποσπάσει ψήφους και από το ΚΚΕ και από τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όλα δείχνουν, μάλιστα, ότι θα το καταφέρει, συρρικνώνοντας δραστικά τα ποσοστά που τα δύο αυτά κόμματα απέσπασαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές.

Τα δύσκολα για την Κουμουνδούρου θα προκύψουν εάν δεν εξασφαλίσει αυτοδυναμία και ταυτοχρόνως δεν μπουν στη Βουλή οι ΑΝΕΛ. Τότε, για να σχηματίσει κυβέρνηση ο Τσίπρας θα πρέπει να συνεργασθεί ή με το Ποτάμι, ή με το ΠΑΣΟΚ ή με το Κίνημα. Και τα τρία αυτά κόμματα δεν είναι διατεθειμένα να στηρίξουν μία πολιτική που θα φέρει την Ελλάδα σε αντιπαράθεση με το ευρωιερατείο.

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, άλλωστε, οι αρχηγοί και των τριών αυτών κομμάτων έχουν πει ότι αποκλείουν μονομερείς ενέργειες. Εάν, όμως, η κυβέρνηση Τσίπρα δεσμευθεί εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να προβεί σε μονομερείς ενέργειες θα έχει εκ των προτέρων αφοπλισθεί διαπραγματευτικά. Η Τρόικα θα εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να απαιτήσει το μάξιμουμ από τη νέα κυβέρνηση και να την υποχρεώσει σε ολοκληρωτική κωλοτούμπα.

Πάντα στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει αυτοδυναμία και οι  ΑΝΕΛ δεν θα έχουν εισέλθει στη Βουλή, η Κουμουνδούρου θα βρεθεί σε δίλημμα: Η μία επιλογή είναι να ωθήσει αμέσως τα πράγματα σε επαναληπτικές εκλογές, προσδοκώντας να αποσπάσει αυτοδυναμία. Η επιλογή αυτή έχει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι ότι θα ζητήσει αυτοδυναμία από τους ψηφοφόρους, χωρίς να έχει ευθύνη για ό,τι εντωμεταξύ συμβεί. Το μειονέκτημα είναι ότι θα χρεωθεί το πολιτικό κόστος, ειδικά όταν κατά πάσα πιθανότητα κάποιο από τα μικρά κόμματα θα του προσφέρει ψήφο ανοχής. Κι όλα αυτά σε μία περίοδο που οι εκλογές θεωρείται ότι προκαλούν βλάβη στην εύθραυστη οικονομία.

Η άλλη επιλογή του Τσίπρα είναι πατήσει στην ψήφο ανοχής για να σχηματίσει κυβέρνηση. Ελέγχοντας τον κρατικό μηχανισμό θα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, όταν στο πρώτο τζαρτζάρισμα με το ευρωιερατείο η κυβέρνησή του θα βρεθεί στον αέρα. Θα καταγγείλει ότι τον εμποδίζουν να εφαρμόσει το πρόγραμμά του και κατ’ αυτό τον τρόπο θα έχει μία δικαιολογία για να ρίξει στους άλλους την ευθύνη που θα ξαναστηθούν κάλπες.

Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, δεν αφορά το εσωτερικό πολιτικό παίγνιο. Αφορά τη στάση που τελικώς θα τηρήσει απέναντι στη νέα ελληνική κυβέρνηση το ευρωιερατείο. Θα επιλέξει να διαπραγματευθεί μαζί της ένα νέο πακέτο ή αντιθέτως θα αρνηθεί να συζητήσει οτιδήποτε άλλο πριν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση από την Τρόικα που εκκρεμεί;

Εάν τα αφεντικά της Ευρωζώνης επιλέξουν την οδό της εποικοδομητικής διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση Τσίπρα πιθανότατα θα βρεθεί ένας συμβιβασμός. Θα αποσπάσουν κάποιες δεσμεύσεις αφενός στο επίπεδο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αφετέρου στο επίπεδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Κοινοί τόποι ήδη υπάρχουν και μπορούν με αμοιβαίες υποχωρήσεις να βρεθούν πρόσθετοι. Από την άλλη πλευρά, το πακέτο θα περιλαμβάνει και αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, καθώς και κάποια κονδύλια αναπτυξιακού χαρακτήρα.

Η κυβέρνηση Τσίπρα θα μπορεί να πατήσει σ’ αυτά για να υποστηρίξει πολιτικά τον συμβιβασμό στο εσωτερικό. Η σύγκριση με την πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά θα είναι καταλυτική. Οι νέοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, κατά κανόνα προσδοκούν μάλλον έναν τέτοιο συμβιβασμό που εξασφαλίζει ομαλότητα παρά μία ρήξη με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις. Περισσότερες αντιδράσεις θα προκύψουν εσωκομματικά από την Αριστερή Πλατφόρμα, αλλά ο νέος πρωθυπουργός θα έχει την πολιτική ευχέρεια να τις αντιμετωπίσει.

Αυτό, όμως, είναι το καλό σενάριο. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι τελικώς το ευρωιερατείο θα επιλέξει την οδό του συμβιβασμού κι όχι της ρήξης. Σ’ αυτή τη φάση, τα μηνύματα που στέλνει (κυρίως το Βερολίνο) είναι ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η προηγούμενη. Αυτά τα μηνύματα, ωστόσο, δεν αποτελούν απόδειξη ότι θα εμμείνει και μετεκλογικά σ’ αυτή τη γραμμή.

Τα αφεντικά της Ευρωζώνης δεν επιθυμούσαν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα που βλέπουν ότι αυτή είναι αναπόφευκτη επιδιώκουν να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη, ώστε η κυβέρνηση Τσίπρα να είναι όσο το δυνατόν πιο αδύναμη. Κατά συνέπεια, στην προεκλογική περίοδο είναι αναπόφευκτο να παίζονται πολιτικά παίγνια και από τους εκτός Ελλάδας.

Το τοπίο θα ξεκαθαρίσει όταν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα. Τότε θα φανούν και οι πραγματικές προθέσεις του ευρωιερατείου. Για την ακρίβεια, τότε οι διάφορες συνιστώσες του ευρωιερατείου θα αποφασίσουν για το πως θα αντιμετωπίσουν την κυβέρνηση Τσίπρα. Όπως προαναφέραμε, εάν ξεκινήσουν εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις πιθανότατα θα οδηγηθούμε σε κάποιο συμβιβασμό. Εάν αντιθέτως, τα αφεντικά της Ευρωζώνης προτάξουν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, τότε θα οδηγηθούμε σε ρήξη.

Στο ευρωιερατείο θα ζυγίσουν πολλούς παράγοντες για να λάβουν την απόφασή τους. Φοβούνται ότι ένας συμβιβασμός αφενός θα οδηγήσει στο ξήλωμα του πουλόβερ της λιτότητας που επιβάλει το Βερολίνο σ’ όλη την ευρωπαϊκή περιφέρεια, αφετέρου θα φουσκώσει τα πανιά όλων των αντισυστημικών κομμάτων που τροφοδοτεί η κρίση σ’ όλη σχεδόν την ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, μία ρήξη με την Ελλάδα ενδέχεται να οδηγήσει σε Grexit, γεγονός που με τη σειρά του πιθανότατα θα αποσταθεροποιήσει την εύθραυστη Ευρωζώνη. Με άλλα λόγια, το δίλημμα για το ευρωιερατείο είναι όχι μόνο υπαρκτό, αλλά και επώδυνο.

Υπάρχει, βεβαίως, και η ελπίδα των γερακιών ότι με την υιοθέτηση αδιάλλακτης στάσης θα προκαλέσουν την πτώση της κυβέρνησης Τσίπρα. Αυτός, όμως, είναι ολισθηρός δρόμος, με την έννοια ότι μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες παρενέργειες.

Σ’ αυτό το πολιτικό παίγνιο, όμως, δεν αποκλείεται να εκδηλωθεί και παρέμβαση της Ουάσιγκτον προς τα αφεντικά της Ευρωζώνης. Οι Αμερικανοί δεν συμπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχουν δύο σοβαρούς λόγους να μην θέλουν μία ρήξη, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε Grexit:

  • Πρώτον, η πτώχευση της Lehman Brothers τους έχει διδάξει να είναι πολύ πιο επιφυλακτικοί κι ανήσυχοι από όσο δείχνει να είναι το Βερολίνο. Φοβούνται ότι η αποσταθεροποίηση της Ευρωζώνης θα συμπαρασύρει και τη δική τους εύθραυστη ανάπτυξη.
  • Δεύτερον, φοβούνται ότι μία ασύντακτη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα την αποσταθεροποιήσει πολιτικά, γεγονός που θα έχει και γεωπολιτικές επιπτώσεις στην περιοχή. Οι Αμερικανοί θέλουν να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη, μεταξύ άλλων και επειδή η αυτονόμηση της Τουρκίας του Ερντογάν αναβαθμίζει εκ των πραγμάτων τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας για το δυτικό σύστημα ασφαλείας.

Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι πραγματικές απαντήσεις θα έχουμε μετά τις 25 Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, το τοπίο θα παραμείνει θολό με τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ευρωιερατείο να παίζουν το ιδιότυπο πολιτικό πόκερ που παρακολουθούμε αυτές τις ημέρες.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα, την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015 – www.protothema.gr

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: