Της ΕΛΛΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Σαν σήμερα..  Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ένα εκατομμύριο ψυχές χάθηκαν. Ένας από τους πλέον συγκλονιστικούς θρήνους για τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι αυτός των Ελλήνων της Πάφρας (ή Μπάφρα) του δυτικού Πόντου, στον βορρά της Μικράς Ασίας. Ο πληθυσμός αυτός εξολοθρεύτηκε σχεδόν ολοκληρωτικά την περίοδο της γενοκτονίας. Ο θρήνος διασώθηκε και δημοσιεύτηκε από τον εκπαιδευτικό Χρ. Αντωνιάδη.

«Κοίταξε τις πέτρες της Άγκυρας, βλέπε και τα δακρυσμένα μου μάτια. Μείναμε σκλάβοι των Τούρκων, για δες της μοίρας τα γραμμένα! Οι λόφοι της Άγκυρας είναι μονοκόμματοι. Η Ελλάδα κάηκε, κατακάηκε. Να τυφλωθείς καταραμένε Άγγλε, στην Ελλάδα δεν απόμεινε καμιά ελπίδα. Ο στρατός που πήγε για την Άγκυρα Έμεινε εκεί, πεσκέσι στους Τούρκους. Όσοι μας βοήθαγαν έκαναν πίσω και τους Έλληνες τους παρέσυρε το κύμα.»

Ο Γιώργης Αξιώτης , καταζητούμενος ως λιποτάκτης από τους Τούρκους δολοφονείται, καθώς βγαίνει από την κρυψώνα του, το υπόγειο του σπιτιού του, για να συναντήσει την τουρκάλα Αισέ. Ακολουθεί το μοιρολόι της μάνας. Άλλη μια μάνα, χάνει ο παιδί της

«    –       Τι σου κάνανε αγόρι μου;

–          Ηρέμησε μάνα, καλά είμαι.

–          Σε σκότωσαν αγόρι μου.

–          Τα καθάρματα,  να μην ξεχάσουμε να ευχαριστήσουμε τον παπά.

–          Παραδώσου Ρωμιέ.

–          Δε γίνεται, δε γίνεται, δε μπορεί. Εγώ εφτά παιδιά γέννησα, εφτά έχω δεν μπορεί.. Γιώργη, Γιώργη, Γιώργη… Που κρύβεσαι; Που είσαι βρε; Πάλι κρύβεσαι; Ζωγραφίζεις πάλι; Έλα, βγες. Βγες Γιώργη. Έλα σταμάτα να κρύβεσαι. Έλα βγες, δε θα σε μαλώσω αγόρι μου. Έλα βγες. Δε μιλάς; Γιατί δε μιλάς;  Γιατί δε μου μιλάς Γιώργη; Γιώργη!!!!! Γιώργη βγες!!!! Αφού εγώ εδώ τον είχα. Εδώ κοιμότανε το μωρό μου. Αχ Γιώργη!!! Αυτά τα τοπία μόνο ο Θεός τα σκαρώνει. Αυτό πλέρωσες. Μολύβι και κάρβουνο, έπιαναν τα χεράκια του.  Μολύβι και κάρβουνο . Αχ Γιώργη μου! Αχ Γιώργη μου! Γιατί το γέννησα εγώ το παιδί μου; Άδεια αγκαλιά, άδειο κεφάλι μου Γιώργη μου. Το παιδί μου θέλω να’  ρθει. Το τζιέρι μου θέλει να ‘ ρθει… Γιατί το γέννησα εγώ το παιδί μου. Γιατί το γέννησα εγώ το παιδί μου. Αχ Δημητρό, που είσαι;»

«Περνά μια ώρα, δυο ώρες, τρεις. Καμιά κουβέντα εγώ κι αυτός. Σιωπή. Άστρα. Και οι φωνές στο κύτος λούφαξαν. Τίποτα. Το πέλαγο μοναχά που σπα. Μακριά σε έναν κάβο, ένα φως σβήνει, ανάβει. Πάλι. Χαράζει. Το σκοτεινό σώμα αντίκρυ μου σαλεύει. Θα μούδιασε. Ναρκωμένο, ανοίγει τα χέρια, να δώσει κίνηση στο αίμα. Ανασαίνει βαθιά.

–          Αχ.

–          Κρυώνεις; Του λέω σιγά.

Μια κουρασμένη κίνηση. Τι σημασία έχει;

–          Σε λίγο θα βγει ο ήλιος, μουρμουρίζει αδιάφορα.

Κοιτάζω, βαθιά, αυτή την απροσδιόριστη γραμμή που πάει να γίνει φλόγα.

-Ναι σε λίγο..»

31328 άλλος ένας αριθμός γραμμένος με αίμα..

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: