Του καθηγητή ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ

Όταν τον Αύγουστο του 1977 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριος, έφυγε μαζί του και ο τελευταίος αυθεντικός ενωτικός ταγός. Αντίθετα με τους άλλους επώνυμους ταγούς, όχι τους ιδεολόγους, οι πλείστοι των οποίων πέθαναν στην πνευματική ψάθα, αλλά αυτούς που ως πραγματικοί ταγοί απέκτησαν ισχύ, χρήμα και εξουσία στον τόπο (ακόμη και πραξικοπηματικά ), ο Μακάριος δεν υπήρξε επίορκος ούτε απεμπόλησε ποτέ τον Εθναρχικό του ρόλο.

Αντίθετα, ο θεσμικός Πρόεδρος και εκπρόσωπος της δήθεν ενωτικής παράταξης στην Κύπρο, της Επιτροπής Συντονισμού Ενωτικού Αγώνα, ΕΣΕΑ, δήλωνε στον πρέσβη της Χούντας στην Λευκωσία Ευστάθιο Λαγάκο το 1973, λίγο πριν το προδοτικό πραξικόπημα: “να φύγει αυτός (ο Μακάριος) και ας βλέπω πίσω από τα σίδερα της φυλακής την Λευκωσία να καίγεται”. “Αυτό, ήταν, λοιπόν” έγραψε στα απομνημονεύματα του ο εκπρόσωπος της Χούντας. “Και η Ένωση;” αναρωτήθηκε, με όλη την διπλωματική υποκρισία της συσσωρευμένης επαγγελματικής του εμπειρίας.

Αυτή ήταν η κατάντια των αυτοπροσδιοριζόμενων ενωτικών, συμπεριλαμβανομένου και του έντιμου πρέσβη, ως εκπροσώπου της κατ´άλλα “ενωτικής” χούντας των Αθηνών, πού το 1973 (είχε ήδη αρχίσει από το 1969 με το “Εθνικό Μέτωπο”) στήριζε υλικά, χρηματικά και διακηρυκτικά την δολοφονική δράση της ΕΟΚΑ Β στο πλαίσιo της νατοϊκής “στρατηγικής της έντασης” (“strategy of tension”- φίλε αναγνώστη, αναζήτησε την φράση στο διαδίκτυο) στο δρόμο για το πραξικόπημα.

Και ενώ οι Αττίλες συνέχιζαν τον αιματηρό τους κύκλο τον Αύγουστο, οι υπόλοιποι επώνυμοι “ενωτικοί ταγοί”, έρποντας κατέφυγαν ικέτες στον αμερικανό πρέσβη στην Λευκωσία για να σώσουν το ιδεολογικό τους τομάρι. Προσφέροντας του, από συνήθειο, Γήν και ύδωρ. Τους αναφέρει και τους δέκα με τα ονόματα τους ο Αμερικανός πρέσβης Ρότζερ Ντέϊβις σε τηλεγράφημα του της 13 Αυγούστου, “Η Ελληνοκυπριακή Δεξιά: Πρώτες Εντυπώσεις”, προς τον προϊστάμενο του τον περιβόητο Κίσσινγκερ. Όλοι αυτοί λένε και λέει και ο πρέσβης, έκαναν “ενωτικό αγώνα”. Έμεινε “έκπληκτος” γράφει στον Κίσσινγκερ απο τον “ρεαλισμό”της “ελληνοκυπριακής δεξιάς”και προέβλεψε ότι θα γίνουν περισσότερο “ρεαλιστές” στο μέλλον. Δεν είναι όμως σίγουρος, γράφει, αν έγιναν “ρεαλιστές” αφού τους πάτησε ο Αττίλας, ή ήταν πάντα, αλλά τους διέβαλε…. ο Μακάριος.

Από την εκλογή του στο αξίωμα του Αρχιεπισκόπου το 1950, μέχρι και τον θάνατό του το 1977, ο Κύπριος ηγέτης λειτουργούσε με τη διττή ιδιότητα του θρησκευτικού αλλά και πολιτικού ηγέτη, δηλαδή του Εθνάρχη. Με τη διττή αυτή ιδιότητα, η «πολιτική» φιλοσοφία του Αρχιεπισκόπου και αργότερα Προέδρου Μακαρίου, μπορεί να συνοψισθεί σε μια παράγραφο και είναι τούτη: να εξασφαλιστεί στο διηνεκές το αυτεξούσιο και η αυτονομία του Κυπριακού λαού καθώς επίσης και το αναφαίρετο δικαίωμά του για συλλογική ελευθερία και αξιοπρέπεια.

Η εθναρχική ιδιότητα του Μακαρίου, ανεξάρτητα από τον όρκο της Φανερωμένης, ο οποίος ήταν επιβεβαιωτικός του εθναρχικού του ρόλου, ήταν να οδηγήσει την αποικιοκρατούμενη πατρίδα στην εθνική ολοκλήρωση.

Ο Μακάριος ουδέποτε αποκήρυξε αυτόν τον εθναρχικό του ρόλο, ούτε υπήρξε «επίορκος» των όρκων για την Ένωση, μια συκοφαντική κατηγορία που τον πλήγωνε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη λοιδορία.

Αντίθετα, ο Μακάριος απέμεινε ο μόνος ενωτικός της γενιάς του και της εποχής του. Υπήρξε ο μόνος που δεν εγκατέλειψε το πλοίο μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα, αντίθετα με τους επώνυμους κατήγορους σε Κύπρο και Ελλάδα. Ο Μακάριος δεν κουβάλησε ποτέ νερό στον μύλο των ξένων, ούτε λειτούργησε, όπως οι πλείστοι κατήγοροι του, με ιδεοληπτικές παρωπίδες.

Ναί, ο Μακάριος ορκίσθηκε να πολεμήσει για την Ένωση. Δεν ορκίσθηκε να αποξενώσει ένα κομμάτι της πατρίδας του, κάπου μεταξύ 30-40 % της εδαφικής επικράτειας του τόπου και να αποδεχθεί ένα Οργουελιανό παιχνίδι με τις λέξεις ώστε να εκλογικεύσει πραγματικές επίορκες πράξεις και συμπεριφορές.

Ο Μακάριος δεν ορκίσθηκε να παραδώσει μια Κύπρο διχοτομημένη και , μαζί , προσφυγοποιημένο ένα μεγάλο μέρος του κυπριακού λαού ώστε να “εξυπηρετηθούν” τα συμμαχικά συμφέροντα του ελλαδικού κράτους και οι υψηλές αρχές του αυτοπροσδιοριζόμενου “ελεύθερου κόσμου”. Δεν ορκίσθηκε να αποδεχθεί «Ένωση με τίμημα». Δεν ορκίσθηκε να πάρει «πολυκατοικία» και να παραδώσει θεμέλιο «διαμέρισμα». Δεν ορκίσθηκε να αποδεχθεί «ατόφια» μεν, αλλά «διπλή ένωση» , την “doubleenosis” του Άτσεσον, έναν όρο που εφηύραν οι Αγγλο-αμερικάνοι αξιωματούχοι ώστε να αποφευχθεί ο όρος «διχοτόμηση» και ειδικά για να ικανοποιηθεί η ροπή των ταγών και των παλικαριών της φακής στην Κύπρο για λύση επίφασης, αλλά όχι λύση ουσίας.

Αυτή υπήρξε ακριβώς η λογική του Κύπριου ηγέτη τον Σεπτέμβριο του 1958, όταν με δήλωσή του στη βουλευτή του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας, Μπάρμπαρα Κάσλ, εκφράσθηκε υπέρ της ανεξαρτησίας. Ήταν η δήλωσή του αυτή μια στρατηγικής εμβέλειας κίνηση, που αποσκοπούσε να προκαταλάβει την εφαρμογή του διχοτομικού Σχεδίου Μακμίλλαν που είχε άρχισε ήδη να αιωρείται πάνω από τον τόπο, απότοκο των μυστικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Λονδίνου και Άγκυρας και με την Ελλάδα κομπάρσο.

Η αντίστροφη μέτρηση για την εφαρμογή του διχοτομικού Σχεδίου Μακμίλλαν άρχισε με το βρετανικό φιάσκο στο Σουέζ του 1956 και την αλλαγή της βρετανικής παγκόσμιας στρατηγικής (globalstrategy) στις αρχές του 1957, όπως αυτή καταγράφεται στο δημόσιο έγγραφο του Ιανουαρίου 1957, WhitePaperonDefense.

Η μεγάλη ρευστότητα στη Μέση Ανατολή, που κλιμακώθηκε με το αντιδυτικό κυρίως πραξικόπημα στο Ιράκ to 1958, υπήρξε καταλυτική για τις άμεσες εξελίξεις στην Κύπρο διότι ευνοούσε απόλυτα την Τουρκία. Η τελευταία, με την πρωταγωνιστική της συμμετοχή ειδικά στο Σύμφωνο της Βαγδάτης (Απρίλιο 1955), λειτουργούσε πλέον και ως πληρεξούσιος Αμερικανών και Βρετανών, για την αστυνόμευση και τον έλεγχο της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Η εξαγγελία του αμερικανικού Δόγματος Αϊζενχάουερ για τη Μέση Ανατολή (1957) δημοσιοποίησε και επίσημα το στρατηγικό ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για την περιοχή.

Αντίθετα η Ελλάδα, ως γεωπολιτικός δρών συγκριτικά με την Τουρκία, στους αγγλο-αμερικανικούς σχεδιασμούς για την Μέση Ανατολή, ήταν κυριολεκτικά εκμηδενισμένη. Ο «στρατηγικός» της ρόλος, βάσει των αποφάσεων του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (NationalSecurityCouncil) των ΗΠΑ από το 1947-49, ήταν να αστυνομεύει τον ελληνικό πληθυσμό ώστε να αποτρέπει την «ροπή» του προς τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά συστήματα. Έτσι, νομοτελειακά, ήρθε η Χούντα το 1967.

Λόγω κυρίως, αλλά όχι μόνο του στρατηγικού εκμηδενισμού της Ελλάδας, η Αθήνα, ήδη από το 1957 και ίσως και νωρίτερα, άρχισε να λειτουργεί πολιτικά αρνητικά, ακόμα και υπονομευτικά έναντι του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Το γεγονός αυτό δεν διέφυγε της προσοχής του Αρχιεπισκόπου. Εξ´άλλου δυο χρόνια πριν την Ζυρίχη, στην Βουλή στις 15 Μαρτίου 1957, ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωνε ξεκάθαρα ότι τα συμμαχικά συμφέροντα της Ελλάδας είχαν προτεραιότητα και έπρεπε να εξυπηρετηθούν σε βάρος του κυπριακού ελληνισμού. Τουλάχιστον από τότε, το ελλαδικό κράτος είχε πάρει την πολιτική απόφαση να εγκαταλείψει την στρατηγική της αυτοδιάθεσης-ένωσης.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, ο ρόλος της Τουρκίας ως οπλίτη των Αγγλο-αμερικάνων στην Μέση Ανατολή, είχε ως άμεση πολιτική συνέπεια την εξασφάλιση από τους Αγγλο-αμερικάνους για την Τουρκία, του δικαιώματος άσκησης (βέτο) στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και το κυπριακό. Είναι στη βάση της λογικής αυτής που προέκυψαν και επεβλήθησαν στην Κύπρο και στον κυπριακό λαό οι δουλείες των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου.

Ωστόσο, παρά τις δουλείες που επεβλήθησαν στο κυπριακό κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν κράτος. Είχε διεθνή προσωπικότητα και διεθνή υπόσταση. Μπορούσε να γίνει μέλος του ΟΗΕ και έγινε. Η Τουρκία προσπάθησε επίμονα, μέσω των Τουρκοκυπρίων, να αποτρέψει τη συμμετοχή της Κύπρου στο διεθνή αυτό οργανισμό, διότι, στην πράξη, δεν απεδέχετο έστω και αυτήν την στοιχειώδη αυτονομία ενός κυπριακού κράτους. Στην τότε αντίθεση της για συμμετοχή του κυπριακού κράτους σε διεθνείς οργανισμούς και φόρα, έχουμε το πρώτο απτό δείγμα γραφής των τουρκικών ηγεμονικών προθέσεων. ( Γίνεται εδώ αντιληπτή η φαιδρότητα του, εκ των υστέρων επικαλούμενου επιχειρήματος, ότι Τουρκία και Ελλάδα συμφώνησαν, δήθεν, στη ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ αλλά ο “αντιδυτικός” Μακάριος την σαμπόταρε. Φαντασθείτε μια Κύπρο με ισότιμο δικαίωμα βέτο στο ΝΑΤΟ, όπως στην ΕΕ σήμερα. Τόση ασχετοσύνη!)

Από τότε, και κυρίως μετά το 1964, όταν η πολιτική βουλιμία και επιθετικότητα της Άγκυρας ( και των πατρόνων της, πρέπει να προσθέσω) πήραν την γνωστή τους πλέον μορφή, κύριο μέλημα του Προέδρου Μακαρίου υπήρξε η με κάθε τρόπο και ευκαιρία εδραίωση της διεθνούς υπόστασης του κυπριακού κράτους, η περιφρούρηση της κυριαρχίας του και η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του.

Είμαι πεπεισμένος (απτά στοιχεία δεν υπάρχουν διότι ο Μακάριος δεν άφησε καμία γραπτή παρακαταθήκη και υπήρξε μια αινιγματική προσωπικότητα ως προς τις μύχιες σκέψεις του) ότι με τη στρατηγική αυτή ο Μακάριος: (α) εξασφάλιζε μέσω της εμπέδωσης του κράτους το άμεσο ζητούμενο που ήταν, όπως προανέφερα, το δικαίωμα για συλλογική ελευθερία και αξιοπρέπεια και (β) και όπως πάλι προείπα, διότι έχει μεγάλη ιστορική σημασία, ο Μακάριος ήταν ο μόνος πραγματικός ενωτικός. Με ένα κράτος εξασφαλισμένο, θα μπορούσαν να υλοποιηθούν και η εθναρχική επιταγή και ο όρκος της Φανερωμένης. Στις διακρατικές σχέσεις «τα πάντα ρεί”. Η στρατηγική του Αρχιεπισκόπου δεν απέκλειε την Ένωση. Ήταν η μικροπολιτική μισαλλοδοξία των αντιπάλων του που την ενταφίασε για πάντα, μέσω της Οργουελιανής εκλογίκευσης που υιοθέτησαν ή τους επέβαλλαν οι εξ’ εσπερίας πάτρωνες τους.

Η στρατηγική αυτή του Αρχιεπισκόπου ανετράπη κατά πρώτο λόγο όχι από την Τουρκία, ή λόγω μηχανορραφιών της Δύσης, που υφίστατο αλλά δεν ήταν αναποτελεσματικές, αλλά λόγω του προδοτικού πραξικοπήματος της Χούντας και των λογής λογής ενεργούμενων της στην Κύπρο. Έπρεπε δηλαδή να οργανωθεί συστηματική, τρομοκρατική δράση με προπομπό της ΕΟΚΑ Β’, το Εθνικό Μέτωπο (1969-70) ώστε να διχαστεί το εσωτερικό πατριωτικό μέτωπο, απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε τι εκτρωματικό, αντιδημοκρατικό και αντιλαϊκό. Και αυτό συντελέσθηκε στις 15 Ιουλίου.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: